Μία από τις σημαντικότερες φωνές του λαϊκού τραγουδιού, η Πολυ Πάνου, «σώπασε» για πάντα σε ηλικία 73 ετών, σήμερα, ενώ το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν σε ιδιωτικό νοσοκομείο της Αθήνας, καθώς αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας.
Σε λαϊκό προσκύνημα θα τεθεί η σορός της από τις 9.30πμ το πρωϊ της Δευτέρας(30/9) στο παρεκκλήσι του Α΄Νεκροταφείου ενώ στις 15:00, στην εκκλησία του ίδιου χώρου θα ψαλεί η νεκρώσιμος ακολουθία.
Στη συνέχεια η σορός θα μεταφερθεί στο Νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου όπου και θα ταφεί σε οικογενειακό τάφο.
Η Πολυτίμη Κολιοπάνου -όπως ήταν το πραγματικό της όνομα-, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 28 Οκτωβρίου 1940, μεγάλωσε όμως στην Πάτρα. Ο «νονός» του καλλιτεχνικού της ονόματος ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο άνθρωπος που την ανακάλυψε στην Πάτρα και έμελλε να της αλλάξει τη ζωή.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η ιστορία της ξεκινά όταν μαθήτρια ακόμα του δημοτικού, κάνει σκασιαρχείο από το σχολείο και πηγαίνει στα Ψηλαλώνια της Πάτρας, για να ακούσει τα καινούργια τραγούδια της εποχής. Στην ηλικία των 10 ετών εντυπωσιάζει με τις φωνητικές ικανότητες, όταν στο μαγαζί όπου εμφανιζόταν ο Σταύρος Τζουανάκος, ανέβηκε στο πάλκο και τραγουδά το «Συλβάνα, Συλβάνα μου τρελή πεθαίνω για ένα σου φιλί».
Αργότερα, κρυφά από τους γονείς της, συμμετέχει σ’ ένα διαγωνισμό ταλέντων της πόλης, στον οποίο τραγουδά το τραγούδι “Μητέρα” του Φώτη Πολυμέρη και διακρίνεται ανάμεσα σε 260 παιδιά, παίρνοντας το πρώτο βραβείο . Οι εφημερίδες τότε, γράφουν για τη «μικρή Πατρινοπούλα, το παιδί θαύμα που πήρε το πρώτο βραβείο».
Έναν χρόνο μετά από το διαγωνισμό, βρίσκεται στην Πάτρα για εμφανίσεις ο νεαρός τότε και ταλαντούχος Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Η τραγουδίστρια του συγκροτήματός του, τους είχε εγκαταλείψει και ο Γρηγόρης έψαχνε εναγωνίως τραγουδίστρια να την αντικαταστήσει. Τότε τυχαία σε ένα κουρείο της γειτονιάς της, έμαθε για τη μικρή Πολυτίμη με το «χρυσό λαρύγγι» όπως την αποκαλούσε και ο ίδιος. Έτσι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τη βρήκε , την άκουσε να τραγουδά τα “βαριά” του Τζουανάκου, τραγούδια ανατολίτικα αλλά και Πολυμέρη και αμέσως τότε της ζήτησε να τον ακολουθήσει. Ταξίδεψαν μαζί στη Πάτρα, στο Αγρίνιο και μετά στην Αθήνα, στα δισκογραφικά στούντιο της Columbia, ενώ η Πόλυ Πάνου ήταν πάντα με τη συνοδεία της μητέρας της, παρά την αντίθετη γνώμη του πατέρα της.
Ο τότε παραγωγός της Columbia, έχοντας μεσολαβήσει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης για την ακρόαση και εντυπωσιασμένος από τη σπάνια φωνή της, του είπε: «Γρηγόρη μου, μού ‘φερες μια Βέμπο του λαϊκού τραγουδιού!».
«Εγώ, πριν απ’ όλα, για τον εαυτό μου τραγούδησα, τραγουδούσα, τραγουδάω. Σ’ εμένα έδινα και δίνω πάντα λογαριασμό. Χωρίς τρακ, χωρίς τίποτα. Είχα, κι έχω πάντα, μεγάλο, πολύ μεγάλο πάθος. Το αγάπησα πολύ το λαϊκό τραγούδι. Και μπήκα μέσα κι έδωσα όλον μου τον εαυτό. Του Γρηγόρη Μπιθικώτση, το χαρτί που μου ‘δωσε, εγώ δεν το ‘καψα. Δεν υπήρχε περίπτωση να το κάψω!», είχε δηλώσει πριν χρόνια σε συνέντευξή της, η σπουδαία τραγουδίστρια.
Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε, το έγραψε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και είχε τίτλο «Πήρα τη στράτα την κακιά» (1952). Ακολούθησε το «Να πας να πεις της μάνας μου» (1956) του Γιώργου Ζαμπέτα.
Η Πόλυ Πάνου ήταν η πρώτη που τραγούδησε τα «Παιδιά του Πειραιά», που αργότερα έγινε μεγάλη επιτυχία και ήταν ο ίδιος ο Χατζιδάκις που την κάλεσε στο τηλέφωνο και της είπε: «Έχω, Πόλυ, γραμμένο ένα τραγούδι για σένα».
Η σημαντική αυτή ερμηνεύτρια τραγούδησε πολλά από τα καινούργια τραγούδια όλων των κορυφαίων λαϊκών συνθετών της δεκαετίας του ’50. Ήταν η εποχή άλλωστε ανάδειξης μίας νέας γενιάς. Η Πόλυ Πάνου θα αναδειχτεί παράλληλα με τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Πάνο Γαβαλά, την Καίτη Γκρέυ και τη Γιώτα Λύδια. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Θόδωρος Δερβενιώτης και ο Μπάμπης Μπακάλης θα της γράψουν τα καινούργια τραγούδια με τα οποία θα αναδειχτεί στη δισκογραφία και στο πάλκο. Πολλά απ’ αυτά θ’ αντέξουν να τραγουδιούνται μέχρι και σήμερα.
Το “Μες στην πολλή σκοτούρα μου”, και το “Παίξε Χρήστο το μπουζούκι” του Βασίλη Τσιτσάνη, “Φέρτε μια κούπα με κρασί”, “Οτι βρέξει ας κατεβάσει” του Απ.Καλδάρα, “Σβήσε το φως να κοιμηθούμε” του Γιάννη Παπαϊωάννου, “Πάρε το δαχτυλίδι μου”, “Καυγαδάκι” του Μητσάκη, “‘Αλλα μου λεν τα μάτια σου”, “Ένα σφάλμα έκανα” του Δερβενιώτη, “Εσένα δε σου άξιζε αγάπη”, “Τα αδέλφια δε χωρίζουνε”, “‘Ασε πρώτα να ξεχάσω” του Καλδάρα, “Τα λιμάνια” του Τσιτσάνη και πολλά άλλα, υπήρξαν σταθμός στην καλλιτεχνική της πορεία.