Κιθαρίστας των Velvet Underground αρχικά και ένας από τους πιο ξεχωριστούς και συναισθηματικούς solo ροκ καλλιτέχνες που γνώρισε και θα γνωρίσει ποτέ αυτός ο κόσμος, ο αγαπημένος Lou Reed έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 71 ετών.
Ένας από τους λίγους “θρύλους” της παγκόσμιας μουσικής έφυγε και αυτός από τη ζωή αφήνοντας την Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013, την τελευταία του πνοή. Η αιτία του θανάτου του είναι άγνωστη ωστόσο τον περασμένο Μάιο, ο Lou Reed είχε υποβληθεί σε μεταμόσχευση ήπατος.
Ήδη εκατοντάδες χιλιάδες χρήστες του Διαδικτύου τιμούν την μνήμη του, ενώ στο λογαριασμό του καλλιτέχνη στο Twitter και στη σελίδα του στο Facebook αναρτήθηκε ένα μήνυμα που γράφει απλά “The Door”- υπονοώντας ότι ο δημοφιλής συνθέτης, κιθαρίστας και τραγουδιστής δεν βρίσκεται πια στη ζωή.
Ο Λιούις Άλεν “Λου” Ριντ (Lewis Allen “Lou” Reed) (2 Μαρτίου 1942—27 Οκτωβρίου 2013) ήταν Αμερικανός τραγουδιστής, συνθέτης της ροκ μουσικής και κιθαρίστας. Ως μέλος των The Velvet Underground τη δεκαετία του 1960, ο Ριντ άνοιξε νέους δρόμους στο χώρο της ροκ προς διάφορες κατευθύνσεις.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Γεννήθηκε από οικογένεια Εβραίων στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και μεγάλωσε στο Φρίπορτ του Λονγκ Άιλαντ. Ο ίδιος έλεγε ότι το όνομά του είναι Λιούις Άλεν Φέρμπανκ αλλά το πραγματικό του όνομα είναι Λιούις Άλεν Ραμπίνοβιτς.
Όντας ακόμη νεαρός, έκανε πραγματικότητα το όνειρό του, μαθαίνοντας να παίζει κιθάρα, ενώ άρχισε να συμμετέχει σε σχολικές ροκ μπάντες. Σύντομα έκανε και την πρώτη του ηχογράφηση σε στιλ ριθμ εντ μπλουζ (Rythm and Blues) με το συγκρότημα The Shades.
Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο των Συρακουσών (Syracuse University) όπου ο ποιητής και καθηγητής του Ντέλμορ Σβαρτς τον ενθάρρυνε στην πορεία του και τον βοήθησε όσον αφορά τη χρήση της αγγλικής γλώσσας. Αργότερα ο Ριντ απότισε φόρο τιμής σε αυτόν τον μέντορά του με το τραγούδι “My House”, με αναφορές στον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις. Εκεί, επίσης, αναπτύχθηκε το ενδιαφέρον του για την φρι τζαζ (free jazz) και την πειραματική μουσική (experimental). Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ποίηση της γενιάς μπιτ και για την πρόζα του Μπάροουζ.
Μετά την αποφοίτησή του το 1964, έπιασε δουλειά ως συνθέτης στη δισκογραφική εταιρία Pickwick Records. Την επόμενη χρονιά δημιούργησε μαζί με τον Ουαλό αβανγκάρντ βιολιστή συνάδελφό του, Τζον Κέιλ, το συγκρότημα The Primitives, το οποίο μετεξελίχθηκε τελικά στους The Velvet Underground. Ενώ η σύνθεση του συγκροτήματος δεν υπήρξε σταθερή (ο Κέιλ το εγκατέλειψε το 1968, ο Ριντ το 1970) και δεν ήταν εμπορικά βιώσιμο, αποτέλεσε ένα από τα underground συγκροτήματα με την μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία της ροκ. Αποτελούνταν από τον Λου Ριντ, τον Τζον Κέιλ, τον Στέρλινγκ Μόρισον και την Μορίν Τάκερ. Εκείνη την περίοδο γράφτηκαν τα τραγούδια “Heroin” και “I’m Waiting for my Man”, τραγούδια που μοιάζουν να σκιαγραφούν τα έργα του Μπάροουζ.
Η συνάντησή τους με τον Άντι Γουόρχολ ήταν καθοριστική καθώς απογείωσε τη φήμη τους. Ο Πάπας της Ποπ υπήρξε ο μάνατζέρ τους, ο οποίος διοργάνωσε τις περιοδείες του γκρουπ σε όλη την Αμερική και τον Καναδά, αποσπώντας εντυπωσιακές κριτικές. Ο Γουόρχολ επέμεινε στην προσθήκη ενός ακόμη μέλους, της Γερμανίδας πρώην μοντέλου Νίκο[1]. Η αντίρρηση του Ριντ και των υπολοίπων καταγράφηκε στο ντεμπούτο άλμπουμ τους The Velvet Underground and Nico το 1967. Αναφέρεται επίσης ότι συχνά στις συναυλίες ο Ριντ και ο Κέιλ έπαιζαν σκόπιμα πάνω από τη φωνή της Νίκο, ή χαμήλωναν την ένταση του καναλιού της την ώρα που τραγουδούσε.
Το συγκρότημα The Velvet Underground και η Νίκο το 1966. Με τη φορά του ρολογιού από κάτω αριστερά: Νίκο, Λου Ριντ, Στέρλιγκ Μόρισον, Τζον Κέιλ, Μορίν Τάκερ
Στα τέσσερα χρόνια που ακολούθησαν, οι Velvet Underground κυκλοφόρησαν ισάριθμους δίσκους. Έως τότε, τα αγαπημένα θέματα του Ριντ ήταν η κακόφημη γειτονιά του, τα ναρκωτικά και ο θάνατος. Μέχρι την ηχογράφηση του δίσκου του White Light/White Heat, η Νίκο είχε απομακρυνθεί και ο Γουόρχολ είχε απολυθεί, ενώ στη θέση του μάνατζερ προσλήφθηκε ο Στιβ Σεσνίκ. Το 1970 εμφανίστηκε το γνωστό τραγούδι “Sweet Jane”[2] στο δίσκο Loaded των Velvet Underground, το οποίο γνώρισε διάφορες επανεκτελέσεις. Η εκτέλεσή του από τους Cowboy Junkies έγινε μέρος του σάουντρακ της ταινίας “Natural Born Killers” (Γεννημένοι Δολοφόνοι) του Όλιβερ Στόουν.
Σόλο Καριέρα
Το 1970 ο Ριντ αποχώρησε από το συγκρότημα και ακολούθησε σόλο καριέρα, ενώ ταυτόχρονα μετακόμισε στο Λονδίνο. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ντέιβιντ Μπάουι, ο οποίος μαζί με τον Μικ Ρόνσον ανέλαβε την παραγωγή στο πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, με τίτλο Transformer το 1972. Αυτός ο γκλαμ ροκ (glam rock) δίσκος περιλαμβάνει το γνωστότερο ίσως τραγούδι του Ριντ, το “Walk on the Wild Side”[3], το οποίο περιγράφει τους κοινωνικά απροσάρμοστους (misfits), τους εκπορνευόμενους άντρες (male hustlers) και τους τραβεστί στο Factory του Αντι Γιούρχολ. Αυτός ο δίσκος περιλαμβάνει επίσης τα τραγούδια “Perfect Day”, “Vicious” και “Satellite of Love”.
Το τραγούδι “Perfect Day” εμφανίστηκε σε μια εκτέλεση με έγχορδα του Μικ Ρόνσον η οποία εγκωμιάστηκε από τον Ριντ στο επεισόδιο Transformer της σειράς του BBC “Classic Albums” (Κλασικά Άλμπουμ). Το τραγούδι αυτό περιλήφθηκε αργότερα στο σάουντρακ της ταινίας Trainspotting και ακούγεται στην σκηνή της ταινίας όπου ο πρωταγωνιστής Μαρκ Ρέντον έχει κάνει υπερβολική χρήση ηρωΐνης. Το τραγούδι αυτό έχει επίσης μεταγραφεί στα ελληνικά και έχει γίνει η μουσική του εκτέλεση από τον Διονύση Σαββόπουλο, στο δίσκο του Το Ξενοδοχείο το 1997.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Λου Ριντ διατήρησε το καταθλιπτικό στιλ του, γεγονός που απογοήτευσε μέρος του κοινού του. Το αποκορύφωμα τη αποτυχίας του θεωρείται το άλμπουμ Metal Machine Music. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 αποφάσισε να κάνει μία στροφή, αρχίζοντας να γράφει πιο ρυθμικά και αισιόδοξα τραγούδια. Το άλμπουμ The Bells συγκρίθηκε από τους κριτικούς με τα κλασικά Astral Weeks του Βαν Μόρισον και Exile on Main Street των Rolling Stones, καθώς συνεργάστηκε σε αυτό και ο τζαζίστας Ντον Τσέρι. Το 1993 ξαναβρέθηκε για τελευταία φορά με τα υπόλοιπα μέλη των Velvet Underground για μία ευρωπαϊκή περιοδεία.
Το 1980 παντρεύτηκε τη Σίλβια Μοράλες με την οποία χώρισε μια δεκαετία αργότερα. Ο Ριντ έδειξε ενδιαφέρον για τα πολιτικά ζητήματα το 1986 όταν συμμετείχε στην περιοδεία της Διεθνούς Αμνηστίας A Conspiracy of Hope Tour. Στο άλμπουμ του New York το 1989, αποδοκίμασε το έγκλημα, τα υψηλά ενοίκια, τον πολιτευόμενο ιεροκήρυκα Τζέσε Τζάκσον, τον Γενικό Γραμματέα του Ο.Η.Ε. Κουρτ Βάλντχαϊμ ακόμη και τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’. Επίσης, συνδεόταν φιλικά με τον Τσέχο αντιφρονούντα συγγραφέα και πολιτικό Βάτσλαβ Χάβελ.
Μετά το θάνατο του Γουόρχολ στη διάρκεια μιας εγχείρισης το 1987, ο Ριντ συνεργάστηκε με τον Τζον Κέιλ το 1990 στο μινιμαλιστικό άλμπουμ Songs for Drella (Τραγούδια για την Ντρέλα, “Drella” από τον συνδυασμό των λέξεων “Dracula” [Δράκουλας] και “Cinderella” [Σταχτοπούτα], ένα παρατσούκλι του Γουόρχολ).
Η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίστηκε από τρία άλμπουμ —με θεωρoύμενο ως καλύτερο το Magic and Loss—, κάποιες ζωντανές εμφανίσεις, την ερωτική του φιλία με την Λόρι Άντερσον, την ενασχόλησή του με τη φωτογραφία και μια επίμονη μελέτη των έργων του Άλαν Πόε. Το 1996 το συγκρότημα Velvet Underground καταχωρήθηκε στο Rock and Roll Hall of Fame.
Η δεκαετία του 2000 ξεκίνησε για τον Ριντ με το επιτυχημένο άλμπουμ Ecstasy και τρία χρόνια αργότερα επανήλθε στο προσκήνιο με το The Raven, στο οποίο συμμετείχαν θρύλοι όπως ο Ορνέτ Κόλμαν, οι Blind Boys of Alabama, οι ηθοποιοί Στιβ Μπουσέμι, Ντάνιελ Νταφόε, Λόρι Άντερσον και ο ταχύτατα ανερχόμενος Άντονι. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε μια ανθολογία από το σύνολο το έργου του με τον τίτλο Lou Reed: New York Man, ενώ το 2004 κυκλοφόρησε το διπλό live άλμπουμ με τίτλο Animal Serenade δίνοντας έτσι ένα ισχυρό «παρών!» στην ροκ εντ ρολ σκηνή.
-Πηγή wikipedia