Δύο Ιταλοί, ο μουσικός Βινίτσιο Καποσέλα και ο σκηνοθέτης Αντρέα Σεγκρέ, αποτίνουν φόρο τιμής στο Ρεμπέτικο τραγούδι μέσα από το ντοκιμαντέρ “Indebito”.
Τριγυρνώντας στην Ελλάδα του χθες και του σήμερα, ο Καποσέλα χάνεται μέσα στην πόλη-σύμβολο, στην «αόρατη πόλη» όπως έγραφε και ο συμπατριώτης του Ίταλο Καλβίνο και ψαύει να ακροαστεί μέσα από τους τοίχους που ορίζουν τα ανήλιαγα στενοσόκακα που οδηγούν στην «Ταβέρνα», τον άναρχο και αναρχικό ήχο του Ρεμπέτικου τραγουδιού. Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Χατζηχρήστος, Παντελίδης, Σκαρβέλης… όλοι σιγά σιγά εμπιστεύονται τον ταξιδιώτη και του αποκαλύπτονται μέσα από τον μπαγλαμά που κουβαλάει τελετουργικά μαζί του.
Η μνήμη, η μουσική, η μετανάστευση στην ξενιτιά, η Σμύρνη, ο «αλήτης», ο νταλκάς, ο πόνος, η φτώχεια, το περιθώριο, η ελευθερία, η επανάσταση και η κρίση του τότε και του τώρα γεμίζουν τις σελίδες του ταξιδιωτικού ημερολογίου του Καποσέλα, την κάμερα του Σεγκρέ και το κινηματογραφικό πανί του Τριανόν.
Συνέντευξη Ελένη Φιλίππου
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
CultureNow: “Indebito”, ένα ντοκιμαντέρ για το Ρεμπέτικο, ένα μουσικό ταξίδι στο χρόνο που εξερευνά την καταγωγή, την εξέλιξη και την τωρινή φάση δημιουργίας του. Πώς ήταν η εμπειρία σας από αυτό το ταξίδι; Γνωρίζατε το Ρεμπέτικο προτού ασχοληθείτε με το πρότζεκτ;
Andrea Segré: Δεν γνώριζα το ρεμπέτικο πριν. Μέχρι που με επισκέφθηκε ο Βινίτσιο, μου μίλησε για αυτό, μου έδωσε υλικό, όπως ντοκιμαντέρ, μουσική καθώς και την ομώνυμη ταινία του Κώστα Φέρρη. Μελετώντας αυτό το υλικό, συνειδητοποίησα ότι αυτή η μουσική αν και οι ρίζες της είναι τόσο παλιές, έχει την ικανότητα να εκφράσει τα προβλήματα ακόμη και της σημερινής κοινωνίας. 100 χρόνια μετά. Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στη γενικότερη σχέση της ανθρωπότητας με τη σημερινή κρίση. Επιπλέον, ήταν ένα υπέροχο ταξίδι στον κόσμο της “Ταβέρνας”, ένα μέρος που μου αρέσει πολύ.
C.N: Ποιά ήταν τα θέματα που θέλατε να θίξετε μέσα από το Indebito;
A.S: Στην καριέρα μου ως σκηνοθέτης, πάντα είχα ένα βαθύ ενδιαφέρον στη μετανάστευση. Γιατί πιστεύω ότι οι άνθρωποι που μεταναστεύουν, έχουν κάτι παραπάνω μέσα τους, που τους εξηγεί και τους κάνει να καταλαβαίνουν τις έννοιες της ζωής. Και δεν είναι τυχαίο, ότι οι πιο δυνατές μουσικές στην ιστορία, δημιουργήθηκαν από κοινωνίες μεταναστών κατόπιν μίας μίξης που έγινε ανάμεσα σε διαφορετικές κουλτούρες.
Ένα από τα θέματα που είναι πολύ συνδεδεμένο με τη μετανάστευση και τη μουσική που δημιουργήθηκε μέσα στη μετανάστευση, έχει να κάνει με την ταυτότητα. Γιατί είμαι βαθιά πεπεισμένος, ότι το να έχεις τη δυνατότητα να γνωρίζεις άλλες οπτικές ζωής, μπορείς να καταλάβεις βαθύτερα το ποιος είσαι.
Για αυτό είμαι πραγματικά ευγνώμων που γνώρισα το ρεμπέτικο, και που δούλεψα για αυτό.
C.N: Υπάρχει μια σκηνή στο ντοκιμαντέρ, όπου ο Βινίτσιο Καποσέλα λέει, «Μακάρι να μπορούσα να τραγουδήσω «άτακτα», να μπορούσα να σε διορθώσω, αλλά είσαι τόσο άτακτο…». Σας δυσκόλεψε εσάς αυτή η «αταξία» του Ρεμπέτικου;
A.S: Αυτή η “Αταξία” στην ψυχή του ρεμπέτικου είναι και αυτό που μου αρέσει σε αυτή τη μουσική. Προσπάθησα με έναν τρόπο να σεβαστώ αυτή την “αταξία” και να της δώσω χώρο να εκφραστεί. Και φυσικά αυτό είναι μία πρόκληση. Γιατί όταν κάνεις ένα φιλμ, πρέπει να είσαι ακριβής… και με κάποια σειρά και οργάνωση.. οπότε το να διατηρήσεις την “αταξία” οργανωμένη, ήταν επίσης μία μεγάλη πρόκληση για το ντοκιμαντέρ.
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στις ταβέρνες, χρειαζόμουν να έχω ένα οργανωμένο κινηματογραφικό σετ, και ταυτόχρονα να υπάρχει χώρος να δημιουργηθεί και ένα περιβάλλον “αταξίας”. Ευτυχώς, ο τρόπος που χρειάζεται να έχεις, για να κάνεις ένα ντοκιμαντέρ, είναι πιο “άτακτος” από αυτόν που χρησιμοποιείς όταν κάνεις μία ταινία.
C.N: Το Ρεμπέτικο δημιουργήθηκε μέσα στις μεγάλες πόλεις της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης. Μιλάει για συγκεκριμένα κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα μιας συγκεκριμένης τάξης ανθρώπων. Με ποιόν τρόπο πιστεύετε ότι το Ρεμπέτικο μπορεί να ακουστεί σήμερα, σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο;
A.S: Το ρεμπέτικο έχει μία πολύ ιδιαίτερη και συγκεκριμένη φύση κατά τη γέννησή του. Και η σχέση με αυτή του τη φύση, είναι πολύ σημαντική για την ταυτότητα του μέσα στην ιστορία. Αλλά το ρεμπέτικο είναι από τα λίγα είδη μουσικής που βρίσκει παγκόσμιες λέξεις και έννοιες για να μιλήσει σε όλη την ανθρωπότητα και για όλη την ανθρωπότητα. Ελπίζω το ντοκιμαντέρ μου, να βοηθήσει την ανθρωπότητα στο να ζήσει την εμπειρία του να ακούσει το ρεμπέτικο και μέσα από αυτό να καταλάβει καλύτερα τη ζωή. Πιστεύω ότι το ρεμπέτικο έχει την ίδια δύναμη με άλλα είδη μουσικής.. όπως τα blues, το fado και το flamengo, που είναι διασημότερα απλά και μόνο επειδή χρησιμοποιούν μία πιο κοινή γλώσσα.
C.N: Οι Ρεμπέτες τραγουδούσαν τα τραγούδια τους όχι μόνο επειδή ήθελαν να εκφράσουν τον πόνο και την αγωνία τους, αλλά επίσης για να εναντιωθούν, να επαναστατήσουν κατά του κοινωνικού κατεστημένου. Τα τραγούδια τους ήταν το όπλο τους. Πιστεύετε ότι το Ρεμπέτικο φέρει ακόμα αυτή την επαναστατική δύναμη εντός του;
A.S: Ναι, το πιστεύω ότι το ρεμπέτικο φέρει αυτή την επαναστατική δύναμη ακόμη και στις μέρες μας, στις νεότερες γενιές, γιατί το είδα να συμβαίνει. Νέους ανθρώπους να χρησιμοποιούν το ρεμπέτικο για να εκφράσουν τα επαναστατικά τους συναισθήματα. Φυσικά αυτό συμβαίνει σε μειοψηφία… δεν είναι κάποιο μαζικό κίνημα. Αλλά οι επαναστάσεις καθώς και οι αλλαγές ξεκινούν πάντα από τις μειονότητες.
C.N: Τι σημαίνει για εσάς η λέξη «Ρεμπέτης»; Ποιοί πιστεύετε ότι είναι οι Ρεμπέτες του σημέρα;
Α.S: Οι σημερινοί ρεμπέτες, είναι όσοι ακόμη έχουν το κουράγιο να αντισταθούν. Να εκφράσουν δυνατά και αποτελεσματικά την οργή και τον πόνο τους. Μοιραζόμενοι μαζί και με άλλους τα εκάστοτε προβλήματα… Εκείνοι που ακόμη επαναστατούν ενάντια στην “ανουσιότητα” της καταναλωτικής κοινωνίας.
C.N: Η παγκόσμια πρεμιέρα του “Indebito” έγινε στο φεστιβάλ του Λοκάρνο. Ποια ήταν η ανταπόκριση των θεατών;
A.S: Οφείλω να πω ότι δεν συμβαίνει εύκολα, στη ζωή ενός σκηνοθέτη να έχει την πρεμιέρα ενός ντοκιμαντέρ του, με παραπάνω από 3000 κόσμο. Είναι από μόνη της μία πολύ συγκινητική εμπειρία. Και στην περίπτωση του “Indebito”, ήταν ακόμη πιο συγκινητικό, γιατί το κοινό, ακολούθησε τόσο πολύ το συναισθηματικό ταξίδι του ντοκιμαντέρ. Ήμουν πολύ ευτυχισμένος, γιατί πολλοί άνθρωποι μου εξέφρασαν ότι δεν ήταν απλά ένα ταξίδι στην ελληνική κοινωνία και κουλτούρα, αλλά και ένα ταξίδι στην κρίση της ανθρωπότητας, μέσα από τη μουσική του ρεμπέτικου.
C.N: Δουλεύετε τώρα κάποιο πρότζεκτ; Θα είναι ντοκιμαντέρ ή μυθοπλασία;
Α.S: Μου αρέσει πολύ να δουλεύω και με ντοκιμαντέρ αλλά και με ταινίες. Και επίσης στα σύνορα ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Επίσης τα νέα project που αναπτύσσω, βαδίζουν σε αυτό το σύνορο.
Η ταινία InDebito κάνει πρεμιέρα στις 20 Νοεμβρίου 2013. Περισσότερες πληροφορίες