Η Τζένη Δριβάλα, η γνωστή υψίφωνος αλλά και ερμηνεύτρια ρόλων του κλασσικού θεάτρου, μετά από αλλεπάλληλες σκηνοθεσίες στον χώρο της όπερας, σκηνοθετεί για πρώτη φορά θεατρική παράσταση, το τελευταίο έργο του Τσέχωφ, τον «Βυσσινόκηπο», ο οποίος μάλιστα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1904 – που είναι και το έτος του θανάτου του συγγραφέα- δηλαδή ακριβώς πριν από 110 χρόνια.

Η Τ. Δ. δηλώνει ιδιαίτερη αδυναμία στον Άντον Τσέχωφ, ήδη από τα χρόνια που φοιτούσε στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Μάλιστα, ο τότε καθηγητής της στην Δραματολογία , αείμνηστος Αλέξης Διαμαντόπουλος, διαβάζοντας μια εργασία- ανάλυση της  για τον Τσέχωφ, παρατήρησε ότι «ίσως θα έπρεπε να ασχοληθεί με την δραματολογία πιo σοβαρά».

Η ιδέα αυτής της παραγωγής προέκυψε από την ύπαρξη ενός ιδιαίτερου Χώρου Τέχνης στο Μαρούσι, το Ιδιόμελο. Το Ιδιόμελο στεγάζεται σε νεοκλασσική οικία, άριστα διατηρημένη και ανακαινισμένη, της οποίας οι χώροι , -εσωτερικοί και εξωτερικοί- θα λειτουργήσουν σαν «φυσικό σκηνικό» για τις 4 πράξεις του «Βυσσινόκηπου».

«Η ιδέα που συζήτησα με τους ιδιοκτήτες του χώρου είναι, να νιώσει ο θεατής σαν να παρίσταται σε ένα κινηματογραφικό πλατώ, όπου γυρίζεται ταινία το θεατρικό έργο.»

 

Η διανομή των ρόλων έγινε με «κινηματογραφικα» κριτήρια.

Με επικεφαλής την Τζένη Δριβάλα στον ρόλο της «Λιουμπόβ Αντρέγεβνα», στους άλλους ρόλους εμφανίζονται οι: 

Μαρία Κοντογούρη-Άννια, Ερμίνα Γεράρδη-Βάρια, Ελένη Μονιώδη-Ντουνιάσσα, Γιάννης Μπόγρης-Λοπάχιν, Ανδρέας Παπαγιαννάκης-Τροφίμωφ, Βασίλης Ασημάκης-Γκάγεφ, Αλέξανδρος Γάβαρης-Γιάσσα και  ο  Γαβριήλ Αντωνέλλος στον ρόλο του Φίρς.

«Εκτός από την αγάπη μου για τον Τσέχωφ και ειδικά τον «Βυσσινόκηπο», ένιωσα ότι αυτό που διαπραγματεύεται –δηλ. η «εκδίωξη» του παλαιού που αδυνατεί να προσαρμοστεί, από το «καινούργιο» που έχει όραμα και επιδιώξεις- είναι κάτι που ζούμε πολύ έντονα αυτήν την στιγμή και μπορεί ο καθένας από εμάς να ταυτιστεί είτε με το ένα στρατόπεδο είτε με το άλλο. Ο Τσέχωφ, σαν μεγάλος συγγραφέας και διανοητής φυσικά, χωρίς να αγνοεί τα τρωτά τους , βλέπει με συμπάθεια και τις δύο πλευρές . Κι εγώ η ίδια βίωσα κάποια στιγμή στη ζωή μου τον δικό μου «Βυσσινόκηπο» και οδηγήθηκα σε αποφάσεις που βάρυναν πολύ στο μέλλον μου».

«Έχω παρακολουθήσει αρκετές παραγωγές του έργου στην Ελλάδα και στο Λονδίνο. Κορυφαία  θεωρώ το κινηματογραφικό «κύκνειο άσμα» του μεγάλου μας σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη. Η τραγική διάσταση που έδωσε -ειδικά στον χαρακτήρα της «Λιούμποβ Αντρέγεβνα» θεωρώ ότι είναι αξεπέραστη. Βέβαια δεν πρόκειται να «μιμηθούμε» την ταινία. Εξ άλλου το σινεμά προσφέρει διαφορετικές δυνατότητες από το θέατρο».

 

«Όπως -φανταζομαι- θα είναι αναμενόμενο, το μουσικό μέρος σε αυτήν την παραγωγή κατέχει ένα σημαντικό κομμάτι της όλης παρουσίασης. Για τις μουσικές στιγμές του έργου επέλεξα αποσπάσματα από την όπερα του Ρώσου συνθέτη Ρίμσκυ -Κόρσακοφ «Ο χρυσός πετεινός», που θα ηχογραφηθούν στο στούντιο. ‘Επειτα θα τα επεξεργασθεί για την τελική τους μορφή με τον δικό του μοναδικό τρόπο  ο εξαίρετος συνθέτης Αλέξανδρος Χάχαλης.

 

Εκτός όμως από αυτά (που αποτελούν την «μουσική επένδυση» του έργου), στην Γ’ Πράξη, όπου δίνεται η χοροεσπερίδα και η γιορτή, οι θεατές ας προετοιμαστούν για ένα μουσικό «live show» από τους συντελεστές της παράστασης.»

 

«Την μετάφραση – διασκευή έκανα  εγώ η ίδια καθώς και την επιμέλεια των κοστουμιών»