Η αίθουσα τέχνης Καπλανών 5 εγκαινιάζει την Τρίτη 31 Μαρτίου 2015 την ομαδική έκθεση ζωγραφικής Λέξεις & Χρώμα σε επιμέλεια της ιστορικού τέχνης Ήρας Παπαποστόλου. Θέμα της έκθεσης είναι η επιρροή της λογοτεχνίας και της ποίησης στη ζωγραφική.
Οι καλλιτέχνες επιλέγουν να μεταφέρουν στον καμβά τους τον πλούτο των κειμένων, πηγαίνοντας τη ζωγραφική ένα βήμα παραπέρα. Η λογοτεχνία αιώνων – από τους κλασσικούς έως τους σύγχρονους- εμπνέει τους σύγχρονους Έλληνες δημιουργούς που αφήνοντας τη φαντασία τους ελεύθερη αποδίδουν κάθε φορά με τον δικό τους τρόπο ένα ποίημα ή ένα λογοτεχνικό ή φιλοσοφικό κείμενο μιλώντας στο θεατή για αξίες που αντέχουν στο χρόνο. Οι δύο διαφορετικές εκφράσεις του ψυχικού κόσμου των δημιουργών ενώνονται συνθέτοντας ένα νέο αυτόνομο έργο που δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με τη φύση, τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας και της ποίησης.
Η λογοτεχνία έχει μεγάλη επίδραση στη ζωγραφική. Κυρίαρχο παράδειγμα αποτελεί ο γερμανικός ρομαντισμός, καλλιτεχνικό κίνημα στη φιλοσοφία, την τέχνη και τον πολιτισμό των γερμανόφωνων χωρών στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Με σημαντικούς εκπρόσωπους του ρομαντισμού στη γερμανική λογοτεχνία τον Σίλερ και τον Γκαίτε, η γερμανική ρομαντική ζωγραφική μπόρεσε να εκφράσει οπτικά τα πρότυπα που πρέσβευαν η λογοτεχνία και η φιλοσοφία της εποχής, με τρανταχτά παραδείγματα τα έργα των μεγάλων ρομαντικών Γερμανών ζωγράφων Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ και Φίλιπ Ότο Ρούνγκε.
Άλλο ένα κίνημα που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε είναι ο υπερρεαλισμός ή σουρεαλισμός που άνθισε κατά κύριο λόγο στη Γαλλία των αρχών του 20ου αιώνα. Ένα κίνημα που αναπτύχθηκε κυρίως στο χώρο της λογοτεχνίας αλλά εξελίχθηκε σε ένα ευρύτερο καλλιτεχνικό ρεύμα που περιλάμβανε φυσικά και τη ζωγραφική και που επιδίωκε τη διερεύνηση του ασυνείδητου, στηριζόμενο στις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Φρόυντ και στα πολιτικά ιδεώδη του Μαρξισμού.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στην Ελλάδα, ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος δεν τελειώνει το 1945 αλλά, με τον εμφύλιο, προεκτείνεται έως το 1949. Η θέση της χώρας τρέφει τον ανταγωνισμό των δυτικοευρωπαϊκών υπερδυνάμεων με τη Σοβιετική Ένωση και επηρεάζει και τους καλλιτέχνες -συγγραφείς και ζωγράφους – που, μέχρι τις αρχές του ΄60, έχουν σαν κύριο γνώρισμα του έργου τους αυτό που ονομάζουμε “ελληνικότητα”, μαρτυρώντας μία ανάγκη για αυτοπροσδιορισμό.
Σήμερα, που στον ελληνικό κόσμο έχει επιβληθεί η έννοια της παγκοσμιοποίησης και που η έννοια του χώρου και του χρόνου έχει αλλάξει με τις νέες τεχνολογίες, οι ζωγράφοι, απαλλαγμένοι από τις ψευδαισθήσεις των 60ς καθώς και από τις δυσκολίες του ΄70 και του ΄80, επηρεάζονται από όλο το χωράφι της ιστορίας της τέχνης και φυσικά τόσο από τους κλασικούς όσο και από τους σύγχρονους Έλληνες και ξένους ποιητές και συγγραφείς.
Οι Δημήτρης Αναστασίου, Σύλβια Αντωνιάδη, Εύα Αποστολάτου, Σοφία Δατσέρη, Γιώργος Καβούνης, Γιώργος Καρακάσογλου, Ιωάννα Καφίδα, Βασιλική Κοσκινιώτου, Θανάσης Ραχούτης και Κατερίνα Χαδουλού, επιλέγουν να μεταφέρουν στον καμβά τους τον πλούτο των κειμένων, πηγαίνοντας τη ζωγραφική ένα βήμα παραπέρα.
Ο Δημήτρης Αναστασίου φτιάχνει το δικό του εικονιστόρημα με τίτλο “Α=-Α” όπου μπλέκονται ζωγραφική και λέξεις, καθώς και όνειρο με πραγματικότητα, για να γεννηθούν έργα αφηγηματικά, γεμάτα συμβολισμούς, στα οποία κυριαρχεί ένας φιλοσοφικός και ψυχαναλυτικός αναστοχασμός σε σχέση με τα όρια τόσο ενός (πλασματικού άραγε;) Εγώ όσο και της ίδιας της (πλασματικής άραγε;) πραγματικότητας, συστήνοντας κάτι εξ’ ορισμού παράδοξο: ένα μανιφέστο της αμφιβολίας σε εικόνες.
Τα έργα της Σύλβιας Αντωνιάδη αναφέρονται στη βιβλική ιστορία του Σαμψών “Παλαιά Διαθήκη ΚΡΙΤΑΙ” καθώς και στην μεσαιωνική μελέτη του Εμμανουήλ Ροΐδη ¨Πάπισσα Ιωαννα. Το πρωτο έργο βασίζεται στην οπτική του Γάλλου ποιητή Ferdinand Lemaire ο οποίος πλάθει στο λιμπρέτο του για την όπερα του Saint-Saens τον χαρακτήρα της Δαλιδά και το δεύτερο έργο πάντα σύμφωνα με τη μελέτη του Ροϊδη, τοποθετεί τη γυναίκα στον ανώτερο θώκο της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, να καθίσταται έγκυος απ´τον θαλαμηπόλο της. Το συμπέρασμα είναι ότι το Δόγμα δεν δύναται να παρέμβει στην Φύση.
Η Εύα Αποστολάτου επιλέγει να ζωγραφίσει την αστρονόμο, μαθηματικό και φιλόσοφο Υπατία. Λόγω του ότι οι ιστορικοί εξαίρουν εκτός των άλλων και την ομορφιά της, η ζωγράφος την παρομοιάζει με την Αφροδίτη της Μήλου όπως γεννήθηκε από ένα κοχύλι, σύμφωνα με τον πίνακα του Μποτιτσέλι. Μόνο που στην περίπτωσή της το κοχύλι συνδέεται με τον θάνατό της και όχι με την γέννησή της. Η ίδια λέει: “Αγνοώντας τις εκκλήσεις, η Υπατία δεν δέχθηκε να απαρνηθεί τις ιδέες της και να ασπασθεί το Χριστιανισμό. Η μεγαλύτερή της αρετή ήταν το θάρρος. Ενώ γνώριζε, συνέχιζε. Εκείνη την ημέρα του 415 στην Αλεξάνδρεια, είχε ένα ραντεβού… με την Ιστορία. Το μαυροφορεμένο χριστεπώνυμο πλήθος, την έκοψε κομμάτια με τροχισμένα κοχύλια και στη συνέχεια τα έκαψε. Δεν έμεινε τίποτα από την Υπατία, αλλά και τα πάντα”.
Η Σοφία Δατσέρη κρατάει την μυθοπλασία που της δίνει η λογοτεχνία, την αποδίδει ζωγραφικά και πολλές φορές της αρέσει να συνεχίζει την ιστορία από το σημείο που την άφησε ο συγγραφέας. Έτσι κάνει στο έργο της “Καβάφης και Οδυσσέας”. Ενώ το έργο της ” Απελπισμένος Ερτόκριτος” θα μπορούσε να εκφράζεται από το παρακάτω κείμενο: “Απελπισμένος ο Ερωτόκριτος στοχάζεται πάνω “στου κύκλου τα γυρίσματα πουυ ανεβοκατεβαίνουν”, βασανισμένος “απ΄του καιρού τ’ αλλάματα” τραγοδά τα πάθη του σε ένα σκοπό τραγικό. Είναι ο έρωτας πράγματι που τον τυραννά ή η αμετάκλητη βεβαιότητα πως γίνεται ο ίδιος έρμαιο μιας μοίρας που δεν μπορεί να την ορίσει, φλόγα μιας προαιώνιας φωτιάς που δεν σβήνει με νερό;
Ο Γιώργος Καβούνης, επηρεασμένος από συγγραφείς όπως ο Ντοστογιέφσκι αλλά και από τον Έλληνα συγγραφέα Ρένο Αποστολίδη, μεταφέρει την κοσμοθεωρία τους και την ατμόσφαιρά τους στα έργα του, με τον γεμάτο σύμβολα και άκρως περιγραφικό και λεπτομερειακό ρεαλισμό του. Με έμπνευσή του το ποίημα του Κώστα Μόντη “Νύχτες”, προσωποποιεί την έγνοια για την οποία μιλάει ο ποιητής: “Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου/η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,/και θα μπορέσεις ύστερα να πας/σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού./Όμως όταν τελειώσουν όλα/τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,/και πουν οι φίλοι καληνύχτα,/και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;
Ο Γιώργος Καρακάσογλου εμπνέεται από το έργο του Γερμανού φιλόσοφου Νίτσε “Τάδε έφη Ζαρατούστρα” για να μιλήσει για την αναζήτηση των δικών μας προσωπικών αξιών, και αποδίδει ζωγραφικά ποιήματα όπως αυτό του Μάκη Τσίτα με τίτλο “Σήμερα” από το Ποιητικό Ημερολόγιο των εκδόσεων Ιωλκός (2011): Σήμερα δε θα γράψω ποίημα/Σήμερα δεν υπάρχει λόγος να γράψω ποίημα/Σήμερα είμαι ευτυχισμένος. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης λέει: “Δεν είναι απλά η απόπειρα εξαπάτησης της Φθοράς που γεννά τελικά ακόμα ένα ποίημα αλλά η ίδια η ανάγκη της δήλωσης. Η ίδια η τέχνη που πεθαίνει να σου το πεί, θάνατε”.
Τη δασκάλα με τα χρυσά μάτια επιλέγει να ζωγραφίσει η Ιωάννα Καφίδα σε ένα στιγμιότυπο που θα μπορούσε να αποδίδεται στην παρακάτω φράση: “Σας ευχαριστώ “λέει ο Δρίβας “και για απόδειξη να και το τραγούδι σας. Τραγουδάει στον ίδιο σκοπό Ένα σκοπό παραπονιάρικον, ερωτικό όπως είναι όλοι οι σκοποί του νησιού: Το χαμηλό τ ανάβλεμμα που κάνεις, με λαβώνεις./ Μη με θωρείς τόσο γλυκά, γιατί με παλαβώνεις/Το ματόκλαδό σου κλίνει, να περάσω δεν μ αφήνει. “Σας ευχαριστώ”, κάν η δασκάλα, και του χαμογελά με τα μάτια της τα χρυσά, με κείνα τα μαγικά μάτια της. Απογυρίζει τα δικά του τρομαγμένος”. Το συγκεκριμένο έργο φιλοτεχνήθηκε με αφορμή την παραγγελία της εφημερίδας Το Βήμα με θέμα εξώφυλλα βιβλίων Ελλήνων λογοτεχνών.
Η Βασιλική Κοσκινιώτου ζωγραφίζει τρία στιγμιότυπα αγάπης γεμάτα σύμβολα, εμπνεόμενη από στίχους που την περιγράφουν: μια στιγμή ξεδιψάσματος (“το δάσος των χειλιών σου χρωματίζει μπλε τις υγρές νύχτες του καλοκαιριού κι ελευθερώνει τα όνειρά μου τα θαλασσινά”), μια στιγμή μετάβασης (“Η αγάπη είναι σαν τη μέρα, φεύγει και πάει, φεύγει και πάει η αγάπη…”) και μια στιγμή αναγέννησης, με το ρόδι ως σύμβολο γονιμότητας.
Για το πορτρέτο του Μπουκόφσκι ο Θανάσης Ραχούτης λέει: “Ο Μπουκόφσκι δεν είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας, είναι ο αγαπημένος μου ήρωας, απλά τυχαίνει να είναι και συγγραφέας. Ή μάλλον ποιητής. Ένας ποιητής που η ζωή του ταυτίζεται τόσο πολύ με το έργο του που είναι αδύνατον να φανταστείς στους ήρωες που πλάθει στα βιβλία του κάποιον άλλον πέρα από τον ίδιο. Και για να το διατυπώσω κάπως διαφορετικά, οι ήρωές του είναι τόσο “βρώμικοι” από την ίδια τη ζωή που η ταύτιση μαζί τους είναι τρομαχτική. Όπως η ζωή που θα θέλαμε να ζήσουμε”.
Τέλος, η Κατερίνα Χαδουλού εξηγεί για τα έργα της: ” Σαν συλλέκτρια παραδοσιακών ιστοριών, λαϊκών αφηγήσεων και παραμυθιών από όλο τον κόσμο, πάντα έδειχνα μια αδυναμία στο Ιαπωνικό φολκλόρ, όχι μόνο λόγω της ποικιλίας των πνευματικών, μυθολογικών όντων (yokai) που συναντάμε αλλά και λόγω των μοναδικών ιαπωνικών ξυλογραφιών που συνοδεύουν αυτές τις κατά κύριο λόγο ιστορίες φαντασμάτων. Σε συνδυασμό με την ατμόσφαιρα του παραδοσιακού θεάτρου Νο και τον ασπρόμαυρο ιαπωνικό κινηματογράφο τρόμου (“Onibaba”(1964), “Kaidan”(1964), “Kuroneko”(1968) κ.α.), αυτός ο βίαιος, δαιμονικός κόσμος που κυριαρχεί η έννοια της εκδίκησης, οι οιωνοί θανάτου και στον οποίο οι ζωντανοί φαίνεται να είναι οι παρείσακτοι, μου τράβηξε αναπόφευκτα την προσοχή εξαιτίας της ευρηματικότητας του και φυσικά της γοητευτικής και απαράμιλλης ομορφιάς αισθητικής του. Το “Tengu” είναι ένα πλάσμα αυτού του ζοφερού κόσμου, και παρόλο που η ονομασία του παραπέμπει σε σκύλο, στην ιαπωνική παράδοση εμφανίζει ως ανθρωπόμορφο πουλί, οιωνός επικείμενης καταστροφής και θανάτου. Το “Πορτέτο της Σούνκιν” από την άλλη, είναι βασισμένο στην νουβέλα του Τανιζάκι “Τhe Tattooer” και αν και ανήκει στην σύγχρονη ιαπωνική λογοτεχνία είναι ξεκάθαρες οι αναφορές και ο δεσμός με αυτό το αρχαίο, παραδοσιακό Πάνθεον του Κακού.”
Η λογοτεχνία αιώνων εμπνέει λοιπόν και σήμερα τους σύγχρονους Έλληνες δημιουργούς που αφήνοντας τη φαντασία τους ελεύθερη αποδίδουν κάθε φορά με τον δικό τους τρόπο ένα ποίημα ή ένα λογοτεχνικό ή φιλοσοφικό κείμενο μιλώντας στο θεατή για αξίες που αντέχουν στο χρόνο. Οι δύο διαφορετικές εκφράσεις του ψυχικού κόσμου των δημιουργών ενώνονται συνθέτοντας ένα νέο αυτόνομο έργο που δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με τη φύση, τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας.
Ήρα Παπαποστόλου, Κριτικός & Ιστορικός Τέχνης