«Να τολμάτε να ζητάτε όνειρα από τον ύπνο σας», γράφει μεταξύ άλλων ο Γιάννης Αντιόχου στη συλλογή του «Εκπνοές» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος και μέσα σ’ αυτό το στίχο συνοψίζεται όλος ο ποιητικός παλμός της νέας ποιητικής του ιδέας και μας προτρέπει να αναλογιστούμε τη δύναμη των ονείρων ως ακρογωνιαίο λίθο του βίου μας.

Ο Φλωμπέρ έλεγε ότι: «η Ποίηση είναι μια ακριβής επιστήμη όπως είναι η γεωμετρία» και ο Γιάννης Αντιόχου με την ευθυβολία των λέξεων που επιλέγει και το δομικό σκελετό της συλλογής του αυτό ακριβώς  αποδεικνύει. Η Ποίησή του είναι γεωμετρικά δομημένη,  ζυγιασμένη με ακρίβεια, τίποτα σ’ αυτήν δεν είναι τυχαία παράθεση, και το συνολικό αρχιτεκτονικό οικοδόμημα της, αθέατο στον αναγνώστη αλλά υπαρκτό και γι’ αυτό τόσο γοητευτικό, είναι θεμελιωμένο περίτεχνα.

Συμπυκνωμένες έννοιες και λογχώδης λόγος και ταυτόχρονα αισθαντικός. Λόγος που σπαρταρά και ορίζει τους όρους της αναπνοής και την εκπνοή ως τη «μεσίτρια της σιωπηρής νύχτας», «στο ολάνθιστο στόμα» του ποιητή «ανθίζει μια άγρια ανεμώνη, ένα κόκκινο τριαντάφυλλο που στάζει αίμα» και ο κόσμος γίνεται καλύτερος όταν ο ποιητής «θλίβεται καθώς η ζωή τον θλίβει».

Όλες οι συνδηλώσεις του ποιητή είναι ξεκάθαρα προσανατολισμένες προς εκείνη την υπαρκτική βεβαιότητα του ανθρώπου πως πρέπει να ενδυθεί την ελπίδα έστω και αν τη βρει στην ύστερη ένταση ενός άυλου αλλά πραγματικού σκοταδιού. «Το λευκό αναζήτησα στην ύστατη ένταση του μαύρου» έγραφε ο Ελύτης πριν από μερικά χρόνια και ο Αντιόχου βυθίζεται στην άβυσσο για να φέρει το φως στο μέλλον που- το βλέπει ολοζώντανο μπροστά του- πως αναμένεται δυσοίωνο και οδυνηρό.

Ο Αντιόχου γράφει για όλα όσα δεν μπορεί να αποδεχτεί και καταγράφει ισορροπημένα και χωρίς κραυγαλέες εξάρσεις τις αντιφάσεις που διέπουν τις κοινωνίες, νιώθοντας ο «καθ’ έξιν θεοσεβούμενος αλήτης» της ποίησης, δηλώνοντας ακόμα και με αυτή του τη φράση την αντιφατικότητα που προσεγγίζει το νέο έργο του.

Ο κόσμος του Αντιόχου είναι ένας κόσμος αυτάρκης, συγκροτημένος και ξεκάθαρος μέσα στις αντινομίες που μάχεται. Και οι λέξεις γίνονται το όπλο του για να καταθέσει ένα εξαιρετικό μανιφέστο ενάντια σε όλες τις κακοδαιμονίες της σύγχρονης κοινωνίας. Λέξεις αιχμηρές και ευθύβολες, λέξεις κλειδιά για να ξεκλειδωθεί ο στόχος που δεν είναι άλλος από τη διανοητική εκλέπτυνση του αναγνώστη και την εγρήγορσή του. «Σαν σαΐτες που σημαδεύουν τα μεσάνυχτα της Άνοιξης» οι λέξεις αυτές και η Άνοιξη πάντα το ζητούμενο σε μια εναγώνια πάλη με όλα όσα δεν την αφήνουν να φτάσει στον τόπο. Ο αναγνώστης τις νιώθει να ακροβατούν στο τεντωμένο εκφραστικό σκοινί του ποιητή πριν προσεδαφιστούν στη νόησή του και συνταράξουν τη συναισθηματική του  νοημοσύνη.

Αντιφατικός και ο τίτλος της συλλογής. «Εκπνοές» επειδή τελειώνει η ζωή ή επειδή με την εκπνοή αποβάλλεται το διοξείδιο από τον οργανισμό και η σκέψη τελικά καθαρίζει; Η μνήμη φρεσκάρεται και γίνεται αυτοσκοπός. Κινητήριος δύναμη της ποιητικής εκφοράς και ο λόγος αντί να σβήσει γίνεται πιο δυνατός και ακούγεται περισσότερο.

Η άρνηση και η κατάφαση της ζωής απομονώνονται μέσα στους στίχους και το ζητούμενο γίνεται η απολεσμένη πέτρινη μνήμη με την οποία θα αναθαρρήσει ο άνθρωπος και θα στραφεί στις ανθρώπινες συντεταγμένες του. Μόνο που για να το πετύχει αυτό, ο ποιητής θα αποφασίσει να τον διδάξει την παραβατικότητα, αυτή που υπάρχει στην αθωότητα μιας ακτής ή στην ελπίδα των ονείρων και θα του δείξει ότι εκεί μπορεί να βρει το δρόμο της επιστροφής σε ό,τι ως σύμβολο ο ελληνισμός φέρει.

Γράφει ο ποιητής στο σημαντικό ποίημά του που τιτλοφορείται Ο ΟΡΑΤΙΚΟΣ:

«Ψάξτε μέρες πολλές
Κι όταν αποκάμετε
Βάλτε την επιθυμία να παραφυλάγει τον ύπνο σας
Και πλαγιάστε
Ύστερα πάντα συμβαίνει ο κατακλυσμός
Γιατί μπορεί το πεπρωμένο σας να είναι τα άστρα
Αλλά οι πρόγονοί σας
Τα λιθάρια του Δευκαλίωνα και της Πύρρας».

Ο ποιητής βλέπει μακριά, αφηγείται το παρόν για να σχολιάσει το μέλλον, γίνεται ο ίδιος ο λυγμός που θα οδηγήσει στην εσωτερικότητα και από εκεί στην αυτογνωσία, συντρίβοντας την ασχήμια. Οπτικοποιεί αισθητικά την κραυγή του και όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που, ενώ καταγράφουν το παρελθόν ή το παρόν, αναφέρονται σε μελλοντικές σκηνές, σε φόβους και αγωνίες που ο ίδιος βλέπει να πλησιάζουν ή θεωρεί ότι ήδη τις βιώνουμε όλοι.

Ο καταγγελτικός χαρακτήρας του έργου του εντείνεται από ποίημα σε ποίημα μέσα σ’ αυτή την καλοστημένη σύνθεση. Βήμα βήμα ξετυλίγεται η ποιητική έκφραση και μαζί η ανησυχία και ο φόβος του δημιουργού της. Επειδή ο φόβος της πραγματικότητας μοιάζει να είναι το μέγιστο θέμα για εκείνον. Άλλωστε για τον Αντιόχου η Ποίηση δεν είναι παραμύθι, είναι ρεαλισμός, είναι δεδομένο το βιωμένο της όνειρο και το σημειώνει ο ίδιος  όταν γράφει: «Με το μια φορά κι ένα καιρό-που μου είπε κάποτε η μάνα μου-δεν αρχινά καμιά ζωή /αλλά μόνο/το παραμύθι».

Μελετώντας το συγκεκριμένο ποιητικό έργο του Γιάννη Αντιόχου θαυμάζει κανείς την ευγένεια του ελληνικού λόγου και της σκέψης, και χαίρεται επειδή, ακόμα και  στις μέρες μας γράφεται και ευτυχώς εκδίδεται υψηλή, καθαρόαιμη ποίηση. Σε μια εποχή μάλιστα άκρως αντιποιητική.

 
Η συλλογή Εκπνοές του Γιάννη Αντιόχου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.