Η διασκεδαστική οπερέτα του πρωτεργάτη του είδους Θεόφραστου Σακελλαρίδη, Η Δαιμονισμένη (1919), παρουσιάζεται την Κυριακή 31 Μαΐου στον ανοιχτό χώρο του Κέντρου Επισκεπτών του ΚΠΙΣΝ, με θέα το εργοτάξιο του Κέντρου Πολιτισμού την ώρα του ηλιοβασιλέματος.

Η συγκεκριμένη εκδήλωση αποτελεί μία πρόγευση των παραγωγών που θα φιλοξενούνται στους εξωτερικούς χώρους του ΚΠΙΣΝ όταν ξεκινήσει η λειτουργία του.    

Ένα χρόνο μετά την τεράστια επιτυχία του Βαφτιστικού, ο Σακελλαρίδης συνθέτει τη συγκεκριμένη οπερέτα πάνω σε δικό του λιμπρέτο. Η Δαιμονισμένη εξιστορεί τις περιπέτειες ενός προικοθήρα γόη και τα ευφάνταστα εμπόδια που βάζει η «δαιμονισμένη» από την εγκατάλειψή της φιλενάδα του Λούλα, για να εμποδίσει το γάμο συμφέροντος που εκείνος ετοιμάζει.

Ερμηνεύουν: Λυδία Ζερβάνου (Λούλα), Δημήτρης Ναλμπάντης (Γιώργος), Χρήστος Λάζος (Φιρουλής), Κωστής Ρασιδάκης (Μερλούτσος), Βασιλική Πετρόγιαννη (Ξένη). Στο πιάνο ο Νίκος Βασιλείου. Έρευνα και επιμέλεια παρουσίασης Αλέξανδρος Ευκλείδης.

Η Δαιμονισμένη ανήκει στην ιδιαίτερα γόνιμη δημιουργική περίοδο του συνθέτη: διαδέχεται τη μεγάλη επιτυχία του Βαφτιστικού (1918) και προηγείται εκείνης του Αρλεκίνου (1919) και του Θέλω να δω τον Πάπα! (1920). Γραμμένη σε λιμπρέτο του ίδιου του συνθέτη (διασκευή από γαλλική φάρσα, ενδεχομένως του Alexandre Bisson), είναι μία από τις πιο διασκεδαστικές του συνθέτη, καθώς έχει ως σημείο εκκίνησης της υπόθεσης έναν από τους πιο ενδιαφέροντες γυναικείους χαρακτήρες του. Η θεατρίνα Λούλα όχι μόνο καταφέρνει να γοητεύσει όλα τα αρσενικά του έργου, αλλά επιτυγχάνει κάτι που λίγες συνάδελφοί της στο ρεπερτόριο του ελαφρού μουσικού θεάτρου κατάφεραν: να αποτρέψει έναν αστικό γάμο συμφέροντος και να κρατήσει για τον εαυτό της τον άνδρα που αγαπά.

Ως προς την αισθητική της, η Δαιμονισμένη ακολουθεί τη λογική της βιενέζικης οπερέτας, που αποτελεί το κύριο μορφολογικό πρότυπο του Σακελλαρίδη μέχρι το 1923, διανθισμένο με ορισμένες διασκεδαστικές παραφράσεις του ύφους συνθετών όπως ο Βέρντι ή ο Πουτσίνι. Το βαλς, η μαζούρκα, η πόλκα, τα couplets της παραδοσιακής οπερετικής μορφολογίας, συνδυάζονται με τα εξαιρετικά, από την άποψη της μουσικής δραματουργίας, ensemble του Σακελλαρίδη.

Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1883. Υπήρξε σπουδαίος συνθέτης, αρχιμουσικός και ένας από τους πρωτεργάτες της ελληνικής και αθηναϊκής οπερέτας. Οι πληροφορίες για τη ζωή και τις σπουδές του είναι συγκεχυμένες: πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής από τον πατέρα του ο οποίος υπήρξε μελοποιός και ιεροψάλτης, ενώ όπως αναφέρεται σπούδασε σε Αθήνα, Γερμανία και Ιταλία. Είκοσι μόλις ετών έδωσε συναυλίες με δικές του συνθέσεις και εναρμονισμένα δημοτικά τραγούδια στο Μόναχο, ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές έδωσε συναυλίες σε Ιταλία και Αίγυπτο. Έγραψε μουσική για το θέατρο, ενώ συνεργάστηκε ως αρχιμουσικός με διάσημους θιάσους της εποχής. Έγραψε όπερες, δεκάδες οπερέτες, όπερες, σκηνική μουσική, μουσική για επιθεωρήσεις και τον κινηματογράφο, καθώς και πολυάριθμα τραγούδια. Πέθανε το 1950 από καρκίνο του ήπατος.

Σύνοψη

Α’ πράξη: Στο διαμέρισμα της Λούλας. Ο Γιώργος επιχειρεί, με τη βοήθεια του φίλου του Φιρουλή, να διαρρήξει το διαμέρισμα της ερωμένης του, Λούλας, αρτίστας της οπερέτας. Στόχος της διάρρηξης είναι να βρει ενοχοποιητικά στοιχεία που θα του επέτρεπαν να απαλλαγεί από την παθολογική αγάπη της πιστής ερωμένης του, καθώς σε λίγη ώρα αρραβωνιάζεται την Ξένη, την κόρη ενός πλούσιου μπακάλη. Η Λούλα, ωστόσο, επιστρέφει απροσδόκητα στο διαμέρισμα και διακόπτει την, έτσι κι αλλιώς μάταιη, προσπάθεια του Γιώργου: είναι, προς απελπισίαν του, η πιστότερη ερωμένη των Αθηνών! Όταν ο Γιώργος εξαναγκάζεται να της αποκαλύψει τον πραγματικό λόγο για τον οποίον θέλει να χωρίσουν εκείνη τον κλειδώνει στο διαμέρισμά της, ώστε να χάσει τον αρραβώνα του, και πετάει το κλειδί από το παράθυρο. Το κλειδί, όμως, το βρίσκει κατά τύχη ο Φιρουλής, ο οποίος ξεκλειδώνει τον Γιώργο και παίρνει τη θέση του στο κρεβάτι όπου βρίσκεται κουκουλωμένος. Η Λούλα τον ανακαλύπτει έξαλλη. Έχει χάσει τη μάχη, αλλά όχι τον πόλεμο.

Β’ πράξη: Στο σαλόνι του Μερλούτσου. Έξαλλοι οι καλεσμένοι του αρραβώνα περιμένουν τον Γιώργο, που δεν έχει ακόμη, στις επτά το πρωί, εμφανιστεί. Η Ξένη δε θέλει ούτε να ακούσει για αρραβώνα. Φτάνει τότε ο Φιρουλής φέρνοντας την τρομερή είδηση: ο Γιώργος πάσχει από πονόδοντο. Την ώρα που ο υποψήφιος μνηστήρας προσπαθεί όπως-όπως να τα μπαλώσει, αναγγέλεται πως μόλις έφτασε η αδερφή του για τον αρραβώνα. Δεν είναι βεβαίως άλλη από την Λούλα, που είναι αποφασισμένη να τον διεκδικήσει μέχρις εσχάτων. Ο Μερλούτσος επιχειρεί να αναγγείλει τους αρραβώνες, ωστόσο κάθε προσπάθεια πέφτει στο κενό: η Λούλα υποκρίνεται πως παθαίνει νευρικές κρίσεις, απειλεί τον κόσμο με το στιλέτο της, λέει ασυναρτησίες και αποτρέπει για μια ακόμη φορά τον αρραβώνα του αγαπημένου της.

Γ’ πράξη: Σε ένα πανδοχείο στο Χαλάνδρι. Οι αρραβώνες πρόκειται τελικά να πραγματοποιηθούν σε ένα εξοχικό κέντρο. Ο γαμπρός, όμως, και πάλι δεν εμφανίζεται. Φτάνει, μάλιστα, και ένα γράμμα – σταλμένο, φυσικά, από τη Λούλα – όπου δηλώνει πως παραιτείται της χειρός της Ξένης (προς μεγάλη ικανοποίησή της, τόσο εκείνης, όσο και του Φιρουλή, με τον οποίον έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν μία ιδιαίτερη συμπάθεια). Τελικά, η τύχη τους φέρνει όλους στο εξοχικό πανδοχείο, όπου, μετά από μία σειρά εξωφρενικών καταστάσεων, η Λούλα θα καταφέρει το στόχο της: να αποτρέψει τον αρραβώνα του Γιώργου με την Ξένη, η οποία θα αρραβωνιαστεί τελικά με τον Φιρουλή.