Η Odeon παρουσιάζει στους κινηματογράφους από την Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015 την ταινία SPY, με την Μελίσα ΜακΚάρθι, τον Τζουντ Λο και τον Τζέισον Στέιθαμ.

Κατάσκοποι αυτοί;

Κατάσκοπος κι αυτή!

Η  Σούζαν Κούπερ (Μελίσα ΜακΚάρθι) είναι μία φιλήσυχη αναλύτρια της CIA, που κάνει κυρίως δουλειά γραφείου, και ταυτόχρονα ο αφανής ήρωας πίσω από τις πιο επικίνδυνες αποστολές. Όταν, όμως, ο συνεργάτης της (Τζουντ Λο) εξαφανίζεται και ένας ακόμη κορυφαίος πράκτορας (Τζέισον Στέιθαμ) βρίσκεται επίσης σε κίνδυνο, δηλώνει εθελοντικά συμμετοχή σε μια επικίνδυνη μυστική αποστολή.

Όταν, όμως, ο συνεργάτης της (Τζουντ Λο) εξαφανίζεται και ένας ακόμη κορυφαίος πράκτορας (Τζέισον Στέιθαμ) βρίσκεται επίσης σε κίνδυνο, η Σούζαν δηλώνει εθελοντικά συμμετοχή σε μια κρίσιμη μυστική αποστολή.

Τώρα, ως μυστική πράκτορας πλέον, θα χρειαστεί να εισχωρήσει στον κόσμο μίας θανάσιμης εμπόρου όπλων έτσι ώστε να αποτρέψει μια επικείμενη παγκόσμια καταστροφή…

Λίγα λόγια για την ταινία

Στην τρίτη του συνεργασία με τη Μελίσα ΜακΚάρθι, μετά τις πολύ μεγάλες επιτυχίες τους, «Bridesmaids» και «The Heat», ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης Πολ Φιγκ προσθέτει άφθονη δράση στην συνταγή της κωμωδίας και τοποθετεί την ιστορία του σε πανέμορφες ευρωπαϊκές τοποθεσίες στη Ρώμη, το Παρίσι και τη Βουδαπέστη, που ταιριάζουν άλλωστε με την φύση του κατασκοπικού παιχνιδιού.

Πώς αποφάσισε την αναπάντεχη αυτή στροφή, μακριά από τις συνηθισμένες του κωμικές δουλειές; «Είμαι μεγάλος φαν των κατασκοπικών ταινιών και ήθελα να χτίσω μια κωμική περιπέτεια στο είδος αυτό. Η κωμωδία έρχεται από τους ίδιους τους χαρακτήρες, δεν είναι μια παρωδία ή σάτιρα του είδους. Ο κίνδυνος και η δράση είναι αληθινά. Ήθελα τον τόνο μιας κατασκοπικής ταινίας, αλλά να βάλουμε όσο περισσότερο χιούμορ γίνεται. Ήθελα επίσης να αναρωτηθεί ο θεατής πώς θα ήταν αν και εκείνος αναγκαζόταν ξαφνικά να κάνει κάτι παρόμοιο. Η Μελίσα είναι τέλεια για το ρόλο, αφού, παρά το ξεχωριστό της ταλέντο, μπορεί να υποδυθεί με πειστικότητα μια απλή, καθημερινή γυναίκα, την οποία θέλεις να θριαμβεύσει ενάντια σε όλους τους αντιπάλους της».

«Διάβασα κάπου ότι οι γυναίκες είναι καλύτερες κατάσκοποι από τους άνδρες», προσθέτει, «γιατί είναι γενικά καλύτερες στο να διαβάζουν εκφράσεις και γλώσσα σώματος, να κερδίζουν την εμπιστοσύνη και να χρησιμοποιούν την διαίσθησή τους. Η Σούζαν Κούπερ δεν βασίζεται στην σωματική δύναμη, πρέπει να χρησιμοποιήσει το μυαλό της. Μου αρέσει να δουλεύω με δυναμικούς γυναίκειους χαρακτήρες και με ιντρίγκαρε η ιδέα να δημιουργήσω μία γυναικεία τριάδα με πρωταγωνίστρια, βοηθό και αντίπαλο».

Για να πετύχει στην πρώτη της αποστολή ως πράκτορας, η Σούζαν Κούπερ πρέπει να αφήσει πίσω την ανασφάλεια της και να βρει το κουράγιο να συναγωνιστεί εκπαιδευμένους κατασκόπους και κομψούς Ευρωπαίους κακούς. «Η Σούζαν έχει πολλές ικανότητες, τεχνικά και στρατηγικά, αλλά δεν είχε αυτοπεποίθηση», λέει η Μελίσα ΜακΚάρθι. «Η εμπειρία της, καθώς και η αφοσίωσή της στον χαρακτήρα του Τζουντ [Λο] βγάζουν από μέσα της ταλέντα που δεν ήξερε ότι είχε».

Ήταν και ένας απαιτητικός ρόλος εξαιτίας των πολλών σκηνών δράσης, κυνηγητού και πάλης που του αντιστοιχούν: «Είναι ό, τι πιο δύσκολο έχω κάνει. Τρέξιμο, άλματα, πτώσεις, χτύπησα το κεφάλι μου, έχω μώλωπες και εκδορές. Στο τέλος της μέρας, έμοιαζα σαν να είχα πέσει στο φρεάτιο του ασανσέρ. Αλλά φορώ αυτές τις πληγές με περηφάνια. Και φυσικά είμαι μαζί με τον Πολ, ο οποίος είναι καταπληκτικός, κάνει εξαιρετικές ταινίες και έχω κολλήσει πάνω του σαν τσιμπούρι».

Ευλογημένη με μια παράξενα δυνατή μνήμη, η Κούπερ περνά τις μέρες της σε ένα υπόγειο γραφείο, δρώντας ως τα μάτια και τα αυτιά του υπερ-πράκτορα Μπράντλεϊ Φάιν, ενός χαρισματικού αλλά εγωκεντρικού κατασκόπου. Τον Φάιν υποδύεται ο Τζουντ Λο: «Για τον Φάιν, εκείνος και η Σούζαν είναι η τέλεια ομάδα, ατρόμητη, η αφρόκρεμα της CIA. Την βλέπει καθαρά πλατωνικά, παρά το περιστασιακό φλερτ. Δεν φαντάζεται ότι η Σούζαν θέλει να βγει από το υπόγειο, αλλά θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι θέλει τη Σούζαν εκεί γιατί χωρίς εκείνη είναι χαμένος. Οι συζητήσεις μας με τον Πολ για τον Φάιν επικεντρώνονταν στην ιδέα ότι δεν θέλαμε να βγει κακός. Νοιάζεται πραγματικά την Σούζαν, αλλά έχει και ένα εγωιστικό συμφέρον για την δομή της ομάδας. Η ισορροπία αυτών ήταν σημαντική».

Η Σούζαν είναι ερωτευμένη με τον Φάιν, αλλά ο ναρκισσιστής, γεννημένος για να φορά σμόκιν πράκτορας έχει μάτια μόνο για τον καθρέφτη του ή για τις καλλονές που συναντά στα γκλαμουράτα ταξίδια του. Όπως εξηγεί ο Λο, ο ρόλος είναι σαν να έχει φτιαχτεί στην φαντασία ενός αγοριού: «Μαζί με τους αστροναύτες και τους στρατιώτες, οι κατάσκοποι μονοπωλούν τα παιχνίδια και την φαντασία των παιδιών».

«Ο Φάιν την χειραγωγεί κατά κάποιο τρόπο», εξηγεί η ΜακΚάρθι, «αλλά είναι κατανοητό – όταν είσαι στο πεδίο δράσης, θέλεις να έχεις τους καλύτερους στην ομάδα σου. Όταν είναι σε αποστολή, εκείνη του δίνει πολύτιμες πληροφορίες στο ακουστικό του. Η ζωή του είναι στα χέρια της».

Στην αποστολή της πρέπει να συνεργαστεί με τον Ρικ Φορντ (Τζέισον Στέιθαμ) που (ισχυρίζεται ότι) μπορεί να τα βάλει με τους πάντες – ταυτόχρονα και παντού. Συνδυάζοντας τον Ράμπο και τον Κλουζό, ο Φορντ, που έχει ένα ανεξάντλητο απόθεμα από απίθανες ιστορίες των προσωπικών του κατορθωμάτων, είναι ατρόμητος αλλά και εντελώς ακατοίκητος, κάτι που συχνά σημαίνει επιπλέον κίνδυνο για τον ίδιο και τους συνεργάτες του. Ο Στέιθαμ είπε για το ρόλο του: «Είναι τελείως διαφορετικός απ’ ό, τι έχω κάνει μέχρι σήμερα, φοβερά διασκεδαστικό. Είναι γεμάτος ένταση, αλλά κωμικά εκτός τόπου και χρόνου όσον αφορά την συμπεριφορά του».

Παρόλο που οι κακοί γνωρίζουν την ταυτότητά του, ο ξεροκέφαλος πράκτορας εξοργίζεται όταν μαθαίνει ότι πρέπει να μείνει πίσω και να δώσει την θέση του στη Σούζαν. Έτσι, παραιτείται από την υπηρεσία και παίρνει την κατάσταση στα χέρια του. «Ο Ρικ Φορντ θα σας τρελάνει», σχολιάζει η ΜακΚάρθι. «Είναι κάπως παρανοϊκός αλλά ο Τζέισον τον υποδύεται με τόση ειλικρίνεια. Δεν κλείνει το μάτι στην κάμερα, δεν παρωδεί τον ρόλο, κάτι που φυσικά τον κάνει ακόμη πιο αστείο».

Η μόνη φίλη της Σούζαν, Νάνσι (Μιράντα Χαρτ) εργάζεται επίσης ως ‘ακουστικό’ για τους ενεργούς πράκτορες και μοιράζεται μαζί της την έλλειψη κοινωνικότητας και την απογοήτευση για το αδιέξοδο της καριέρας τους. Όταν η Σούζαν σταματά να υπακούει στις εντολές της διευθύντριάς της (Άλισον Τζάνεϊ), εκείνη στέλνει την Νάνσι για να μάθει τι σκαρώνει η πρωτάρα κατάσκοπος. Η Νάνσι με δέος και τρόμο διαπιστώνει ότι η Σούζαν έχει παραβεί την σαφή εντολή να μην εμπλακεί ενεργά στην υπόθεση, και αρχίζει να δημιουργεί μπελάδες για τη φίλη της, τρομοκρατημένη καθώς είναι, λόγω του γεγονότος ότι είναι έξω στον πραγματικό κόσμο.

Η Σούζαν και η Νάνσι θα πρέπει γρήγορα να βρουν τρόπο να ανταποκριθούν στις νέες προκλήσεις αν θέλουν να σταθούν ως άξιες αντίπαλοι της Ράινα Μπόγιανοφ, της όμορφης, καλομαθημένης, ματαιόδοξης κληρονόμου μιας μικρής πυρηνικής βόμβας που βάζει στον στόχο της μια ολόκληρη πόλη. «Μου θυμίζει αριστοκράτισσες ή τα μέλη μιας διεφθαρμένης δυναστείας», λέει η Ρόουζ Μπερν, που την υποδύεται. «Μιλάει επιτηδευμένα, σαν να είναι από άλλη εποχή, σε μια προσπάθεια να κρύψει τις φτωχές της βουλγαρικές ρίζες». Η ΜακΚάρθι απόλαυσε την επανένωσή της με την Μπερν, μετά το υπερ-επιτυχημένο «Bridesmaids». «Θα μπορούσα να δουλέψω με την Ρόουζ εκατομμύρια φορές. Καταφέρνει να κάνει έναν πανούργο χαρακτήρα συμπαθητικό, κι όμως ποτέ δεν βλέπεις την προσπάθεια πίσω από την ερμηνεία της».

Για έμπνευση, οι συντελεστές χρησιμοποίησαν τις πασίγνωστες ταινίες Τζέιμς Μποντ και προσπάθησαν να μιμηθούν τα σαρωτικά πλάνα, τα εντυπωσιακά τοπία και τις πειστικές σκηνές δράσης. Τα γυρίσματα έγιναν στη Βουδαπέστη, η οποία ‘υποδύθηκε’ επίσης τη Ρώμη και το Παρίσι. Η ποικιλία στην αρχιτεκτονική της πόλης σήμαινε ότι η παραγωγή μπορούσε να χρησιμοποιήσει πολλές τοποθεσίες που έμοιαζαν στη Ρώμη και το Παρίσι, αλλά επιπλέον και ότι ο Πολ Φιγκ εντυπωσιάστηκε τόσο που μετακίνησε τη δράση της ιστορίας στην ίδια τη Βουδαπέστη.

Οι σκηνές δράσης συνδυάζουν την κινητικότητα και ορμή των ταινιών δράσης αλλά και το χιούμορ, μια ισορροπία που θέλει να πετύχει άλλωστε και ο δημιουργός της. Γνωστός για την συνήθειά του να εκπλήσσει τους ηθοποιούς του με επί τόπου προτάσεις για αλλαγή των διαλόγων, πολλές φορές και κατά τη διάρκεια των λήψεων, ο Φιγκ καλεί τους ηθοποιούς του να είναι μονίμως σε εγρήγορση κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, κάτι που κρατά φρέσκια την διαδικασία, όπως λένε. «Ο Πολ έρχεται κάθε πρωί με νέους διαλόγους, μερικές φορές γραμμένους σε Post-It», εξηγεί ο Στέιθαμ. «Πρέπει να είσαι τελείως ξύπνιος, αυθόρμητος στους αυτοσχεδιασμούς σου. Δεν έχω ξαναδουλέψει έτσι και μου προκαλούσε άγχος, αλλά τελικά αφέθηκα στην δημιουργικότητα του Πολ και ήταν υπέροχα».

Σκηνοθεσία

Πολ Φιγκ

Σενάριο

Πολ Φιγκ

Παραγωγή

Πολ Φιγκ
Πίτερ Τσέρνιν

Τζένο Τόπινγκ

Τζέσι Χέντερσον

Ηθοποιοί

Μελίσα ΜακΚάρθι

Τζουντ Λο

Τζέισον Στέιθαμ

Ρόουζ Μπερν

Μιράντα Χαρτ

Μπόμπι Καναβάλε

Άλισον Τζάνεϊ

Μοντάζ

Μπρεντ Ουάιτ

Μελίσα Μπρέδερτον

Φωτογραφία

Ρόμπερτ Γέομαν

Σκηνικά

Τζέφερσον Σέιτζ

Διάρκεια

121’

Διανομή

Odeon