«Αφήγηση είναι εκείνα που λέμε, εκείνα όπου στέκεται η προσοχή, αλλά κι εκείνα που δεν λέμε. Όσα παραλείπονται, είναι επίσης μέρος του μύθου. Ψέμα είναι οι ιστορίες που παραλείπουμε…».
Με μια ιδιαίτερη δομική σύνθεση το βιβλίο αυτό του Γιάννη Παπαγιάννη είναι γραμμένο έτσι ώστε να εμπεριέχει όλες εκείνες τις αγωνίες του συγγραφέα για μια νέα αφηγηματική τεχνική που θα εκτείνεται πέρα από το μεταμοντέρνο μυθιστόρημα και θα αποκαλύπτει την αφοσίωσή του και την αγωνία του στο ψυχογράφημα, στο συνειδητό και στο ασυνείδητο των ηρώων του, στην ειλικρίνεια της απόδοσης του μύθου του.
Η βασική ιστορία του Παπαγιάννη μοιάζει με ένα παζλ. Κάθε κομμάτι του μοιάζει να μπαίνει παντού κι όμως μόνο όταν μπει στη σωστή θέση κλειδώνεται η εξέλιξή της. Ο ίδιος δεν στέκεται απλός αφηγητής αλλά συμμετέχει από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου του ως ήρωας κι αυτός σε μια προσπάθεια να λειτουργήσει η ιστορία του με έναν ιδιάζοντα τρόπο. Αναμετράται μαζί τους και δηλώνει ξεκάθαρα την παρουσία του αναζητώντας ανάμεσά τους τη συντροφικότητα και την αναδόμηση των αναμνήσεών τους.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο χρόνος και η κίνηση των ηρώων μέσα σ’ αυτόν είναι ένα ακόμα στοιχείο που δυναμιτίζει το κείμενο καθώς γίνεται η αφορμή να αντιληφθεί ο αναγνώστης τις παραμέτρους της ιστορίας. Οι ήρωες αναζητούν στο παρελθόν το μέλλον τους, και μέσα στο μέλλον αντικρίζουν τον παρελθόντα εαυτό τους. Η αναζήτησή τους αυτή θα τους οδηγήσεις την αυτογνωσία και στον επαναπροσδιορισμό της προσωπικότητάς τους.
Το κείμενο του Γιάννη Παπαγιάννη είναι μια ανοιχτή διακειμενική συνομιλία. Ακόμη και τα ονόματα των ηρώων του είναι επιμελώς επιλεγμένα, ομιλούντα ονόματα, για να εξυπηρετούν αυτή τη συνομιλία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Αριάγνη που μας μεταφέρει στις σελίδες του Τσίρκα και η Λένα στου Φόκνερ.
Πέρα από τη βασική ιστορία του συγγραφέα Γιάννη Παπαγιάννη που κατηγορείται για ένα φόνο και τις ανακρίσεις που γίνονται, και παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, για να φωτιστεί το έγκλημα, ο Παπαγιάννης εγκιβωτίζει ιστορίες ηρώων του σε μια προσπάθεια να αναδειχθεί η λογοτεχνική διαχρονικότητα κάποιων ηρώων. Ο ίδιος με σαρκασμό γράφει για τις συγγραφικές του ανησυχίες και αποκαλύπτει τις αφηγηματικές του προθέσεις:
«Η ανάγνωση είχε γίνει πάθος σαν κάπνισμα. Είχα ξεκινήσει ως συγγραφέας, πολύ φοβόμουν όμως ότι δεν ήμουν πια ακριβώς. Τα ξένα βιβλία μού είχαν πάρει την ψυχή. Εάν δημιουργούσα δικό μου μυθιστόρημα, θα ήταν σαν να καρπώνομαι διπλή ψυχή. Εκείνο που στην πραγματικότητα έπραττα, ήταν να κόβω κομμάτια από ένα βιβλίο και να τα κολλάω δίπλα σε αποσπάσματα από άλλο βιβλίο και με τέτοιον τρόπο να σχηματίζω κάτι που έμοιαζε με βιβλίο. Ένα λογοτεχνικό παράσιτο. Ένας μοντέρ. Με μυαλό ακόμη γεμάτο ιδέες (ούτε ο ξένος θάνατος, ούτε ο πόλεμος, οικονομικός, τα ερείπια, η φτώχεια με πτόησαν), είχα αρχίσει να σχεδιάζω ένα βιβλίο όπου δεν θα υπήρχε τίποτα δικό μου. Όλα, ακόμη και οι λέξεις, ακόμη και οι χαρακτήρες, θα ήταν κλεμμένα. Η Βερονίκη, έγκριτη ποιήτρια, δικαίως αποδοκίμασε, όμως εγώ είχα πάρει τη μεγάλη απόφαση: θα δημιουργούσα ένα μυθιστόρημα αντίθετο του βιωματικού. Ένα άθυρμα ιστοριών που ούτε μία από αυτές δεν θα την είχα ζήσει. Οι ήρωες θα ήταν όλοι παντελώς και συνειδητά ψεύτικοι».
Αυτό που κάνει σημαντικό αυτό το έργο όμως είναι η αφηγηματική, σύνθετη πρόταση που φέρει στο χώρο της πεζογραφίας. Με μια ανασυνθετική διάθεση ο Παπαγιάννης βαδίζει πέρα από το χώρο του μεταμοντέρνου. Διεκδικεί την επινόηση ενός αφηγηματικού παιχνιδιού που δικαιώνει τον αναγνώστη και τον κάνει να σκεφτεί πως η ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, ευτυχώς, εξακολουθεί να λειτουργεί ως το ασφαλές μονοπάτι της νέας πορείας στην πεζογραφία, έστω και αν η αφηγηματική της μορφή έχει πλέον αλλάξει πάρα πολύ.
Το βιβλίο του Γιάννη Παπαγιάννη, Το διπλό πρόσωπο του νου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.