Η φωτογραφική έκθεση του Άρι Γεωργίου με τον τίτλο/λογοπαίγνιο «Ωτο-μπιο-γκραφί» (Auto-bio-graphie) εγκαινιάζεται την Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015 στις 20:00 στο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ.

Τις λήψεις αυτής της αυτοβιογραφικής 45ετίας συνοδεύουν «Τα παιχνίδια της Ωτο-μπιο-γκραφί», περίπου πενήντα μινιατούρες αυτοκινήτων: παιδικά παιχνίδια από τη Συλλογή Α. & Λ. Χαΐτογλου, ελάχιστη πρόγευση της οποίας παρουσιαζεται εδώ για πρώτη φορά.

Τέλος, στον κήπο της βίλας θα βρίσκονται σταθμευμένα μερικά ιστορικά αυτοκίνητα, που σημάδεψαν τους δρόμους της Θεσσαλονίκης από τη δεκαετία του 1950: τα πραγματικά «Παιχνίδια για μεγάλους». Πρόκειται για το “φοιτητικό” Triumph Spitfire (1962) του Νίκου Ευθυμιάδη, τη Studebaker Golden Hawk (1957) του Λάζαρου Μιχαηλίδη, τη Studebaker Champion (1955) του Γιάννη Εσκιάδη, τη Jaguar XK 150 (1958) του Νίκου Ευθυμιάδη και τη Mercedes 350 SLC (1972) του Αλέξανδρου Σαμαρά.

Η παρουσίαση του λευκώματος Άρις Γεωργίου: Ωτο-μπιο-γκραφί θα πραγματοποιηθεί στο βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ, Τσιμισκή 11, την Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015 στις 19.00, με ομιλητές τον ερευνητή φωτογραφίας Ηρακλή Παπαϊωάννου και τους καθηγητές Πάνο Τζώνο και Κώστα Κωτσάκη.

ΜΙΑ ΑΥΤΟ(κινητιστική) ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ο Άρις Γεωργίου είναι περισσότερο λάτρης της φωτογραφίας ή λάτρης του αυτοκινήτου; Η έκθεση αυτή μαρτυρά πως αυτά τα δύο υπήρξαν αξεχώριστα στη ζωή του ήδη από την εφηβεία, αν όχι από τα άγουρα παιδικά του χρόνια. Κάποια στιγμή, σε ώριμη ηλικία, συνειδητοποιεί ο ίδιος πως, μέσα στο αναρίθμητο των φωτογραφικών του λήψεων, το αυτοκίνητο κατέχει μια ιδιάζουσα θέση. Είναι η ληξιαρχική πράξη γέννησης της συγκεκριμένης φωτογραφικής συλλογής, που θα ψηφοθετηθεί σιγά σιγά μέχρι να πάρει τη μορφή με την οποία αρθρώνεται στην παρούσα έκθεση.

Η έκθεση –και ο 300 σελίδων κατάλογος/λεύκωμα που τη συνοδεύει– δεν αποτελούν βέβαια πλήρη και εξαντλητική καταγραφή των μοντέλων που κυκλοφόρησαν από τη δεκαετία του 1950 – αλλιώς θα ήταν κατάλογος έκθεσης αυτοκινήτων. Οι φωτογραφίες του Γεωργίου δεν αποτελούν απαστράπτοντα διαφημιστικά προώθησης της αυτοκινητοβιομηχανίας. Αντίθετα, είναι «αυτοβιογραφικές»: προδίδουν τις συνθήκες, το περιβάλλον, την εποχή ή τη μηχανή με την οποία τραβήχτηκαν. Κάποτε είναι σκοτεινές και εσωτερικές, άλλοτε αμήχανες ή ειρωνικές, ενίοτε καυστικές και ανατρεπτικές.

 

«Το αυτοκίνητο μερικές φορές συνιστά γλαφυρό ταξικό σύμβολο: μπορεί να εκπέμπει μια αίσθηση σπανιότητας και αριστοκρατικότητας ή να ενδύεται τη λαϊκότητα της μαζικής κυκλοφορίας. Διαρκής είναι στις φωτογραφίες η συνομιλία του ύφους των αυτοκινήτων με αυτό του δημόσιου χώρου, η ώσμωση του παλιού με το σύγχρονο, καθώς ο φωτογράφος κινείται από πόλη σε πόλη, από χώρα σε χώρα ή δρασκελίζει τα κατώφλια των δεκαετιών». Βρίσκονται σε αναπόφευκτο και διαρκή διάλογο με το αστικό περιβάλλον, όπου τα αυτοκίνητα «…υπηρετούν ακαταπόνητα την κλιμακούμενη κινητικότητα, την αποκεντρωμένη ζωή μιας σύγχρονης πόλης με περίπλοκα προάστια και δίκτυα εμπορικών και ψυχαγωγικών κέντρων, λειτουργώντας ως μέσο λύτρωσης από τον ασφυκτικό κλοιό και ταυτόχρονα ως κατάρα της … (Ηρακλής Παπαϊωάννου)

Ο ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΑΥΤΟ-ΑΝΑΛΥΕΤΑΙ

«Kοντεύει εικοσαετία, με πατημένα τα σαράντα, κρατώ δοκιμαστικά εκείνη τη χάρτινη και πλαστική μαζί φωτογραφική μηχανή μιας χρήσης της Kodak, εκείνη που σου έβγαζε τη φωτογραφία πανοραμική, σε αναλογίες περίπου ένα προς τρία. Kαι, σκοπεύοντας αδιακρίτως τον Kόσμο γύρω μου, αντιλαμβάνομαι ότι το συγκεκριμένο σχήμα πλαισιώνει ιδανικά σχεδόν τα δέντρα όταν την κρατάς κατακόρυφη και ακόμη ιδανικότερα τα προφίλ των αυτοκινήτων στις οριζόντιες λήψεις.

Αφέθηκα να καταγράφω στο επίμηκες οριζόντιο καρέ τα αυτοκίνητα που μου κινούσαν το ενδιαφέρον ή όσα, μαζί με το περιβάλλον τους, μου συγκροτούσαν μια φωτογραφία με πυγμή. Kαι διαπίστωσα πως το βλέμμα μου σκάλωνε σ’ εκείνα που μου ξυπνούσαν μνήμες από εποχές παρελθούσες, ρόδινες ή και χαλεπές, που κινητοποιούσαν νοσταλγία για απωθημένα ή έστω όψιμη ανοχή, ίσως και αναδρομική περιφρόνηση. Ξεπέρασα κάποια στιγμή την έστω κατ’ ευφημισμόν πανοραμική λήψη και επεκτάθηκα άναρχα σε ό,τι μηχανή ή φιλμ τύχαινε να έχω πρόχειρο όταν συναντούσα το αυτοκινητικό σκίρτημα. Kαι συνειδητοποίησα παράλληλα πως αυτό που πρόσφατα είχα ξεκινήσει ενσυνείδητα, είχε ανέκαθεν αποτελέσει μέρος της φωτογραφικής μου πρακτικής, κυριολεκτικά από τα ξεκινήματα.

Τι με ενδιέφερε λοιπόν περισσότερο; H φωτογραφία ή τα αυτοκίνητα;

Aποδέχθηκα το διττό ενδιαφέρον μου. Kαι χρησιμοποίησα τη φωτογραφία για να αναδιφήσω παιδικές και νεανικές συγκινήσεις όπως και εκείνες αντίστροφα για να εμπλουτίσω με ψηφίδες που έλειπαν από τον ακόμη εν εξελίξει φωτογραφικό μου κόσμο. Άλλη μια φορά πυροδοτήθηκε ο μηχανισμός ανασκαφής της μνήμης με την υποστήριξη των αδιάψευστων φωτογραφικών τεκμηρίων. Όταν, πλειστάκις εξάλλου, η πρόσφατη πραγματικότητα μου αρνήθηκε την οπτική πληροφορία, ή ο δρόμος μου δεν με έφερε κοντά της, η μνήμη αποδύθηκε αστήρικτη σε περιπέτεια χωρίς, ελπίζω, μεγάλο ρίσκο ατοπήματος. Δεν αποζητούσα εξάλλου την ιστορική καταγραφή, να ξαναζήσω τη συγκίνηση με ενδιέφερε περισσότερο. Έτσι το κατάλαβε και ο φίλος μου ο Φιλίπ Ντελακρουά όταν πριν από χρόνια, επινοώντας λογοπαίγνιο στα γαλλικά μού αντιγύρισε γελώντας «Mα εσύ ουσιαστικά ασχολείσαι με την auto-bio-graphie σου!».

Tο κράτησα. Kαι νά ’το ως τίτλος, έστω μετ’ εμποδίων: Ωτο-μπιο-γκραφί.» (Άρις Γεωργίου)

ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΧΑΪΤΟΓΛΟΥ

«Ο κόσμος του παιχνιδιού είναι αχανής• θα τολμούσα ―πλέον― να διανοηθώ ότι είναι συμμετρικά ισοδύναμος με τον πραγματικό κόσμο. Τα παιδικά μάτια, η παιδική φαντασία δεν τον χωράει, σίγουρα δεν τον χωρούσε η δική μου. Γι αυτό και, όταν σταδιακά εκτέθηκα στον κόσμο που μου αποκάλυπτε η βαθμιαία επαφή μου με τη συλλογή παιχνιδιών του Αλέκου Χαΐτογλου, εισήλθα σε μια κατάσταση ανάμεσα στο απόλυτο stupor και τη διεγερμένη ονειροπόληση που μόνο ένα παιδικό μυαλό είναι ικανό να βιώνει. Το «θαύμα» επέβαλε τον θαυμασμό που του αναλογούσε. Άφωνος και εκστατικός περιεργάζομαι κάθε φορά το αντικείμενο του πόθου της παιδικής ηλικίας ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιώ το προνόμιο που μού ’λαχε να μπορώ να ονειροπολώ ως ενήλιξ αντιμέτωπος με τα αναπάντεχα κατορθώματα της μικροτεχνίας αλλά και της αισθητικής του σχεδιασμού και της βιομηχανίας.

Το αυτοκίνητο αποτελεί ένα μόνο από τα πεδία που η συλλογή καλύπτει. Αυτή ήταν περισσότερο από άλλες η περιοχή που και εμένα συγκινούσε περισσότερο, σ’ αυτά τα μοντέλα «σκάλωνα» κάθε φορά που η επίβλεψη και η μέριμνα για την ολοκλήρωση του κτιρίου με έφερνε στη θέση του μαγεμένου θεατή. Και ανάμεσα στις εκατοντάδες πιστές αναπαραγωγές πραγματικών μοντέλων, το βλέμμα μου χάιδευε πάντα περισσότερο εκείνες που άγγιζαν τις συγκινησιακές χορδές του δικού μου «φαντασιακού». ­Τα ομοιώματα δηλαδή των αυτοκινήτων που απεικονίστηκαν πιο τρυφερά από άλλα στη δική μου συλλογή εικόνων τους και μάλιστα κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου οικοδόμησης της συλλογής του Αλέκου. Αυτά, ως παιχνίδια της δικής μου «Ωτο-μπιο-γκραφί», επέλεξα εγώ για να συμπράξουν με τη δική μου έκθεση φωτογραφίας. Αυτά, τα πραγματικά πολύ λίγα ανάμεσα στα αμέτρητα που τα συμπεριλαμβάνουν, εικονογραφούν δειγματοληπτικά τη συλλογή Α. & Λ. Χαΐτογλου και μόνο υπαινικτικά παραπέμπουν στον αχανή κόσμο του πραγματωμένου φαντασιακού του Αλέκου. Εκείνος δέχτηκε με χαρά να τους επιτρέψει να συνομιλήσουν με τις απεικονίσεις των γεννητόρων τους.» (Άρις Γεωργίου)

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

O Άρις Γεωργίου γεννήθηκε το 1951 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Μονπελλιέ της Γαλλίας όπου πήρε και το μεταπτυχιακό δίπλωμα DEA πολεοδομίας. Eπέστρεψε στη Θεσσαλονίκη το 1978 και αρχικά ασχολήθηκε με μεταφράσεις, ενώ την εξαετία 1979-1985 υπήρξε συνεργάτης του ραδιοφώνου με προγράμματα για την τέχνη. Aπό το 1977 εκθέτει ζωγραφική και φωτογραφία σε πλήθος ατομικών και ομαδικών εκθέσεων στην Eλλάδα και στο εξωτερικό. Tο 1984 ήταν ιδρυτικό στέλεχος του PARALLAXIS που τον Mάιο του 1985 διοργάνωσε τις πρώτες διεθνείς εκδηλώσεις φωτογραφίας στην Eλλάδα. Tον Φεβρουάριο του 1988 ήταν ο εμπνευστής και έκτοτε επί δεκαπενταετία διοργανωτής της Φωτογραφικής Συγκυρίας, του ετήσιου διεθνούς φεστιβάλ φωτογραφίας στη Θεσσαλονίκη. Ως συνεργάτης του περιοδικού Eντευκτήριο εγκαινίασε το ένθετο Camera Obscura που έχει παρουσιάσει ως τώρα περισσότερα από 100 πορτφόλιο φωτογράφων. Το διάστημα 1998-2002 διετέλεσε πρώτος διευθυντής του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης. Δημοσίευσε εργασίες του σε πολλά έντυπα και περιοδικά και σε πλήθος μονογραφιών και καταλόγων. Aντικείμενο της επαγγελματικής του δραστηριότητας αποτελεί η αρχιτεκτονική και, σε σημαντικό βαθμό, οι γραφικές τέχνες, συνήθως όταν άπτονται των πολιτιστικών ενδιαφερόντων. To 2011 το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης εξέδωσε το λεύκωμα του Άρι Γεωργίου «Η Παπαμάρκου και τα πέριξ».