Το νέο άλμπουμ του Νορβηγού Sivert Hoyem, κυκλοφορεί επίσημα την Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016 με τον τίτλο “Lioness“.

Τo κείμενο που ακολουθεί, είναι μια χαρακτηριστική περιγραφή των τραγουδιών και της ατμόσφαιρας του εξαιρετικού αυτού άλμπουμ και το υπογράφει ο συμπατριώτης του, συγγραφέας και μουσικός, Tom Roger Aadland.

O Sivert Hoyem είναι ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό, από τα χρόνια των Madrugada έως σήμερα.

Σύντομα θα ανακοινωθούν και οι ημερομηνίες των ζωντανών εμφανίσεών του στην Ελλάδα, που προγραμματίζονται για την άνοιξη.

Ένα φως νυχτερινό λάμπει πάνω από το νέο άλμπουμ του Sivert Høyem, “Lioness” – “Λέαινα”. Ο Νορβηγός καλλιτέχνης εξακολουθεί να κινείται μέσα σε σκιερό τοπίο, αλλά τώρα οι σκιές παίρνουν σχήμα από ένα ζεστό φως. Η φωνή και μόνο του Høyem θα έπρεπε να θεωρείται «εθνικός πλούτος» της Νορβηγίας, αλλά ο ίδιος έχει επιπλέον κατακτήσει έναν τέτοιον έλεγχο του ηχοχρώματος και της εκφοράς των στίχων, που θυμίζει καλλιτέχνη με κλασική παιδεία.

 

Σε αυτό το άλμπουμ η φωνή του βγαίνει μπροστά και τονίζεται, όχι μόνο χάρη στην απολύτως δεμένη μπάντα του αλλά και χάρη στο πλούσιο μωσαϊκό από έγχορδα και ακουστικά όργανα, που έχει συγκεντρώσει. Το “Lioness” είναι μια “Λέαινα” που πάλλεται από ζεστασιά και ζωή.

 

Το μυαλό γεννά μια σειρά συνειρμούς ακούγοντας αυτό το δίσκο. Θυμάται τον Bruce Springsteen στο “Thunder Road” (το εναρκτήριο κομμάτι από το “Born To Run”) να αναφέρεται στον Orbison και να τραγουδά “Roy Orbison singing for the lonely” (“ο Roy Orbison τραγουδά για την μοναξιά”). Τo νέο άλμπουμ τού Høyem περιέχει αναφορές τόσο στον Orbison όσο και στον Springsteen και ο Høyem στο “Lioness” τραγουδά για τους μοναχικούς. Σε αυτό το άλμπουμ ο τραγουδιστής και τραγουδοποιός βρίσκει τον εαυτό του κάτω από έναν πιο ήπιο, πιο ήσυχο, πιο γαλήνιο ουρανό, που γίνεται βάλσαμο για τις βασανισμένες ψυχές στις σκοτεινές ώρες της νύχτας.

 

Στην ορολογία της κλασικής μουσικής η nocturne (νυχτερινό) είναι μια μουσική σύνθεση που εμπνέεται ή προσπαθεί να απεικονίσει τη νύχτα. Το “Lioness” είναι από πολλές απόψεις ένα nocturnal album. Γιατί γεννά συναισθήματα που ανήκουν στη νύχτα. Τα περισσότερα από τα δέκα κομμάτια του έχουν αναφορές στον ύπνο, στα όνειρα ή στη νύχτα. “We’re better when we’re fast asleep”, τραγουδά ο Høyem στο “Sleepwalking Man”, το πρώτο τραγούδι του άλμπουμ, ενώ το “My Thieving Heart”, το ντουέτο του με την Marie Munroe, ξεκινά σαν ξύπνημα από ένα βαρύ ύπνο με τους στίχους “Walking up too soon| The pale blue light of your hotel room”.

 

Στο ελαφρώς Bowie-κό “V – O – I – D” τραγουδά, “Let me sleep and wake me never”. Ίσως τελικά με το τελευταίο τραγούδι “Silences” εξηγεί τα πάντα. Οι στίχοι το λένε καθαρά “The night is my favorite time of day”.

 

“You are, you are my lioness | And I am truly blessed to be your willing plaything”, τραγουδά ο Høyem στο τραγούδι που έδωσε τον τίτλο του στο άλμπουμ. Υπάρχει μια παιχνιδιάρικη διάθεση και μια αίσθηση ελευθερίας σε αυτόν το δίσκο, που τη συναντάμε και στον τρόπο που ο Høyem χειρίζεται τη φωνή του – οι φωνητικές του δυνατότητες εκτείνονται από αυτές ενός ώριμου βαρύτονου έως τις “γυαλισμένες” μπλουζ χροιές, που συναντάμε σε έναν soul falsetto τραγουδιστή-.

 

Υπάρχει μια σλάβικη αίσθηση σε αυτό το κομμάτι, με την ενορχήστρωση να περιλαμβάνει πιάνο, celesta και έγχορδα, δίνοντας έμφαση στον κλασικό χαρακτήρα του. “There won’t be a fifteenth station”, τραγουδά ο Høyem, αναφερόμενος στην Ανάσταση – που, σύμφωνα με τους καθολικούς, είναι ο δέκατος πέμπτος σταθμός -.

 

Κάποιος μπορεί να βρει παραλληλισμούς με το σκοτεινά χιουμοριστικό σύμπαν του Leonard Cohen. Στη βελούδινη μαύρη μπαλάντα “It Belongs To Me” ο Høyem εισέρχεται σε αυτό το σκοτεινό τοπίο και μουσικά. Άραγε συνδέεται όλο αυτό με το γεωγραφικό πλάτος του τόπου του; Ο Bob Dylan αναφέρει στην αυτοβιογραφία του ότι θα μπορούσε να ταυτιστεί με τον Καναδό Daniel Lanois, καθώς και οι δυο κατάγονταν από τον Βορρά και βίωναν έντονα τις αλλαγές των εποχών και του καιρού στην παιδική τους ηλικία. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ο Sivert Høyem θα εκφραζόταν με τον ίδιο τρόπο μουσικά, εάν είχε μεγαλώσει στη Μεσόγειο.

 

Ο Sivert Høyem μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό, την Kleiva, έξω από το Sortland στο Vesterålen στη Βόρεια Νορβηγία. Μετακόμισε στο Oslo, και η καριέρα του άρχισε να ανεβαίνει πολύ από το 1999 και μετά, ως τραγουδιστής των Madrugada. Οι Madrugada κέρδισαν την αναγνώριση και πολλά Νορβηγικά Grammy. Περιόδευαν με επιτυχία στη Νορβηγία και στην Ευρώπη έως την διάλυσή τους, το 2008. Ως solo καλλιτέχνης, ο Høyem έχει κυκλοφορήσει 5 album και ένα EP. Αυτήν την περίοδο κερδίζει ακόμη μεγαλύτερη αναγνώριση ως συνθέτης, χάρη στο τραγούδι των τίτλων της πολύ επιτυχημένης Νορβηγικής τηλεοπτικής σειράς Okkupert (Occupied). Ένα πολιτικό θρίλερ πάνω σε σενάριο του Jo Nesbo, που έχει γίνει γνωστό και έξω από τα σύνορα της χώρας του. Ο Høyem δηλώνει ότι αυτό το project αποτέλεσε μεγάλη πηγή έμπνευσης για αυτόν. “Σε γενικές γραμμές αισθάνομαι πολύ άνετα στο να δουλεύω μέσα σε δημιουργικές ομάδες και ένα project σαν αυτό σου ανοίγει μια νέα οπτική. Νομίζω ότι πήρα στοιχεία από αυτό και για το δικό μου album. Ως συνθέτης πολλές φορές παγιδεύεσαι μέσα στο «βαρύ φορτίο” της δικής σου προσωπικής ζωής. Ίσως είναι καλύτερο να λες μια ιστορία ως συγγραφέας ή ηθοποιός.”

 

Ένα λαμπρό παράδειγμα μυθοπλασίας βρίσκεται στο “The Riviera Of Hades”, ένα τραγούδι που χρωστά τον εμπνευσμένο τίτλο του σε μια αναφορά του Winston Churchill στα θέρετρα της Σοβιετικής Ένωσης στη Μαύρη Θάλασσα, τα οποία, μετατράπηκαν σε αιματοβαμμένα πεδία μάχης, καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του. Σήμερα αυτό το σκηνικό βρίσκει την εφαρμογή του στα παράλια της Μεσογείου.

 

Το “The Boss Bossa Nova”, παρά τον χιουμοριστικό του τίτλο, είναι πιθανόν το πιο σκοτεινό κομμάτι του album. Ο τίτλος αυτός είναι μια αναφορά στον Springsteen και συγκεκριμένα στη γοητεία που του ασκεί η synthpunk μπάντα “Suicide”, λέει ο Høyem. Φυσικά η αναφορά στους Suiside είναι εμφανής και στην ενορχήστρωση του τραγουδιού με τις επαναλαμβανόμενες κιθάρες, το rhythm box και τα έγχορδα.

 

“Watch as the daylight melts away, my love”, τραγουδά ο Høyem στο τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το “Silences”, το πιο τρυφερό και ειλικρινές, «από καρδιάς», τραγούδι αγάπης του album. Οι νυχτερινές ώρες γίνονται εικόνα, μέσα από τις λέξεις και τη μουσική. Ένα όμορφο και άξιο φινάλε σε ένα ζεστό, καίριο και σπουδαίο album.

 

Ο Sivert Høyem έκανε την παραγωγή αυτού του album σε συνεργασία με τον εδώ και χρόνια συνεργάτη του, τον κιθαρίστα Christer Knutsen, ο οποίος επίσης παίζει keyboards και κάνει backing vocals. “Δεν ξοδέψαμε πολύ χρόνο με την μπάντα στο studio”, λέει ο Høyem μιλώντας για την ηχογράφηση του δίσκου.”Είχαμε δουλέψει πάρα πολύ τις ενορχηστρώσεις νωρίτερα και το κύριο μέλημά μας ήταν να βγάλουμε το σωστό συναίσθημα σε κάθε ένα από τα τραγούδια που ηχογραφούσαμε.” Στο album συμμετέχουν επίσης ο Øystein Franzvåg στο μπάσο και ο Βørge Fjordheim στα τύμπανα –και οι δύο μόνιμα μέλη της μπάντας του Høyem.

 

Ύστερα από το πιο έντονο σκοτάδι των προηγούμενων δουλειών του, ο Høyem κάνει αυτή τη φορά ένα άλμπουμ που αναπνέει και επιτρέπει στο φως να μπει. Ο ήχος είναι πιο φυσικός, με πολύ περιορισμένη χρήση ηλεκτρονικών και synthesizer και ο τόνος της έκφρασης αφήνεται περισσότερο στα χέρια των μουσικών. Η ακουστική κιθάρα του Høyem έχει τον κεντρικό ρόλο σε ολόκληρο το άλμπουμ. Οι ηλεκτρικές κιθάρες του Christer Knutsen υπογραμμίζουν τη μελωδικότητα της φωνής του Høyem ή τη χρωματίζουν με ακόμα πιο αδρές πινελιές, σε αντίθεση με τα εύθραυστα έγχορδα, την ενορχήστρωση των οποίων υπογράφει ο Jan Martin Smørdal. Όλα οδηγούν προς την ίδια κατεύθυνση.

 

Το “Lioness” ηχογραφήθηκε στο Klang studio στο Oslo, με ηχολήπτη τον Bjarne Stensli.

 

Η μίξη έγινε από τον Tchad Blake (The Black Keys, Tom Waits, Arctic Monkeys κ.) στo Full Mongrel studio, της Ουαλίας. Tο mastering έγινε από τον θρυλικό Greg Calbi (David Bowie, Bob Dylan, Bruce Springsteen κ.) στο Sterling Sound, στη Νέα Υόρκη.

 

Το “Lioness” είναι ένα album κλασικό, με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Έχει πολλές αναφορές σε σημαντικές στιγμές της ιστορίας της pop κουλτούρας και μουσικής. Παράλληλα όμως, είναι μια κυκλοφορία, η οποία, κρινόμενη με βάση την δύναμη των τραγουδιών και το επίπεδο παραγωγής, κάλλιστα μπορεί ήδη να θεωρηθεί κλασική. Ο Høyem είναι ένας αφοσιωμένος και σκληρά εργαζόμενος καλλιτέχνης και στο “Lioness” οι ικανότητες του ως συνθέτης, ερμηνευτής και band leader δένουν θαυμάσια και φθάνουν σε ένα νέο επίπεδο. “Κοιτώντας πίσω βλέπω ότι καταφέραμε να κάνουμε το album που θέσαμε στόχο να κάνουμε”, λέει καταλήγοντας. Ο Sivert Høyem βίωσε τις άγρυπνες βραδιές και τις νυχτερινές βόλτες που του αναλογούσαν. Σε αυτό το έκτο solo album του, βρήκε ένα φως, που το μοιράζεται με το κοινό του. Ο Høyem εξακολουθεί την πορεία του σε ένα σκοτεινό τοπίο, έχει όμως τώρα το βλέμμα του στραμμένο προς το φως.

Tom Roger Aadland

Musician and writer