Το γεγονός πως δεν πτοήθηκαν από την εχθρικότητα αυτή και ψήλωσαν μέσα τους το κερί της ψυχής τους που εκλιπαρούσε για διαφυγή μέσω της δημιουργίας, οδήγησε την καλλιτεχνική τους παρακαταθήκη στις κορυφές της οικουμενικότητας. Διανοητές και εκφραστές-μύστες των πιο μύχιων ανησυχιών τους μέσω της ζωγραφικής, της μουσικής και της λογοτεχνίας και κατά προέκταση μέσω των ήχων, των χρωμάτων και των λέξεων έδρασαν στα “κρησφύγετα” που οι ίδιοι είχαν επιλέξει να αποτελέσουν τα εργαστήρια επεξεργασίας της κρυφής αγωνίας τους. Αυτή η διακαής τους επιθυμία και λαχτάρα για ζωή μέσω της τέχνης τους είχε κυρίως δύσκολες στιγμές, περισσότερες λύπες και απογοητεύσεις παρά χαρές και ικανοποιήσεις.
Αναμφίβολα υπήρξαν δέσμιοι των αδυναμιών τους και των έντονων παθών τους, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Ξόδευαν τόση ενέργεια, επιστράτευαν τόση δράση και η τρέλα βρισκόταν ανά πάσα στιγμή στο κατώφλι τους με κίνδυνο να χαθούν στα μονοπάτια της χωρίς σχέδιο διάσωσής τους να προβλέπεται. Οι εθισμοί και οι εξαρτήσεις τους, το ποτό, ο τζόγος, η αυτοκαταστροφή και οι αυτοκτονικές τάσεις λοιπόν δεν αποτέλεσαν παρά ένα μέσο εκτόνωσης της καθ’ ομολογία ανεξήγητης, δυσερμήνευτης και σχεδόν θεόσταλτης ιδιοφυίας. Σε τέτοιο βαθμό που απελπισμένες λύσεις όπως αυτές που περιέγραψα και που εκείνοι ακούσια ή εκούσια δοκίμασαν για να κατατροπώσουν τον υψηλό κίνδυνο, τους στιγμάτισαν και τους εξοστράκισαν από μία κοινωνία ανέτοιμη να υποδεχθεί στα σπλάχνα της το μεγαλείο τους.
Μέσα σε όλο αυτό τον πυρετό και την λάβα που πάντα σιγόκαιγε, δεν έπαψαν να γεμίζουν το δοχείο της ζωής τους με ακραίες συμπεριφορές και ακρότητες γιατί με αυτή την παρά φύση μέθοδο τιθάσευαν τα ατελείωτα και αγριεμένα ένστικτά τους. Δεν είναι παράλογη όλη αυτή η παραφορά που τους διακατείχε. Ιερατικές και επαναστατικές – με την ορθολογική έννοια του όρου – μορφές όπως αυτοί, μέσα στην δίνη ενός απλού βίου ζωής χωρίς πολλές φορές ούτε καν τα απαραίτητα και τα στοιχειώδη και με την ένδεια να τους χτυπάει εκκωφαντικά την πόρτα, απευθύνθηκαν στην γεύση απαγορευμένων εξάρσεων και ανήθικων δρόμων.
Ποιο είναι όμως το προφίλ των τριών αυτών “Αγίων”; Ποια δρομολόγια ακολούθησε ο καθένας για να χαράξει σε χαρτί, να αποτυπώσει σε καμβά και να εγγράψει σε ρυθμούς τον παλμό μίας τέχνης που έγινε σημείο αναφοράς για ολόκληρες γενιές επερχόμενων καλλιτεχνών και απλών ανθρώπων; Ποιοι οι λόγοι που εκείνοι έστω και με την υστεροφημία τους αφού στη ζωή τους δεν απόλαυσαν τους καρπούς της αναγνώρισης κατόρθωσαν να εγκατασταθούν μία για πάντα στον χρόνο και να καταστούν διαχρονικοί; Αναμφισβήτητα, οι τρεις τους δεν συνδέθηκαν ποτέ, δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους αλλά ως συγκοινωνούντα δοχεία ανέπτυξαν μέσω της τέχνης τους έναν διάλογο ουσιώδη, μία ζωηρή συνομιλία, έναν κοινό κώδικα ρομαντισμού, τρυφερότητας και προσέγγισης των πραγμάτων που αν κανείς έγραφε ένα βιβλίο σίγουρα θα κυοφορούσε κοινές ιδέες, συνισταμένες και αρχές.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Βαν Γκογκ (1853-1890) υπήρξε ο ζωγράφος/φιλόσοφος που στην σύντομη ζωή του λοιδορήθηκε, αγνοήθηκε, ταλαιπωρήθηκε αλλά άφησε πίσω του ανεκτίμητη κληρονομιά μία πληθώρα έργων και επέδειξε τέτοιο ζήλο αξιομνημόνευτο. Στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, ο αυταρχικός πατέρας του επεφύλασσε για αυτόν καριέρα πάστορα μιας και ο ίδιος ήταν πάστορας. Τον ρόλο ενώ ουσιαστικά ποτέ δεν τον αποδέχτηκε, τον επιτέλεσε με τόση αφοσίωση και έμελλε αυτά τα χρόνια και κυρίως η παραμονή του στο Βορινάζ κοντά στους μεταλλωρύχους, όπου και κήρυττε τον λόγο του Θεού, να γίνουν η κύρια πηγή έμπνευσής του.
Ο Βαν Γκογκ σε όλη την διάρκεια της ζωής του βρέθηκε κοντά στους κατατρεγμένους, τους φτωχούς, τους ανθρώπους του μόχθου και της εργασίας όπως άλλωστε υπήρξε και ο ίδιος. Αν και είχε κοντά του τον αδερφό του, μόνιμο συμπαραστάτη και υποστηρικτή του έργου που χωρίς την βοήθειά του θα είχε τεράστια προβλήματα επιβίωσης, δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ την αδερφική αυτή στοργή παρά μόνο για τα απολύτως απαραίτητα. Υπερήφανος για τις δημιουργίες του, εκστασιασμένος για την ζωγραφική και το χρώμα με το οποίο γέμισε τα υπέροχα θέματά του, αγάπησε κάθε έκφανση της ζωής παρά το γεγονός πως η μοίρα της ευτυχίας του γύρισε πολλαπλώς την πλάτη.
Κύρια θέματά του, οι προσωπογραφίες ανθρώπων που τον συνέδραμαν και θέλησε να τους ευχαριστήσει όπως ο γιατρός Γκασέ, ο σταθμάρχης της Άρλ Ρουλέν, ο Γκωγκέν με τον οποίο αρχικά τους συνέδεε αληθινή φιλία. Στα έργα του όμως έπαιξε κυρίαρχο ρόλο η ίδια η φύση, τα χρώματά της, η μαγεία της υπαίθρου που πραγματικά τον συγκλόνισε. Σε συνεχή επαφή με τον άνεμο, τον ήλιο, το φως και την ηρεμία και την γαλήνη του ευλογημένου τοπίου παρήγαγε πάνω από 150 πίνακες και σε αυτούς φώλιασε όλη την ένταση της ψυχής του δίνοντάς της την δυνατότητα να εκφραστεί και να λυτρωθεί. Ελεύθερο πνεύμα, ατίθασος γητευτής, επίμονος μαχητής και αιώνιος έφηβος της τέχνης του παρέκαμψε ό,τι προσχώματα εμφανίστηκαν ενώπιον του, ακόμα και τον ίδιο του τον εγκλεισμό στο ψυχιατρείο του Σαιν Ρεμύ, μεταμορφώνοντας την υποτιθέμενη παραφροσύνη με την οποία διαγνώστηκε σε δημιουργία.
Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881) λογοτέχνης/στοχαστής σε μία Ρωσία αιμορραγούσα λόγω της κοινωνικής αδικίας και των πολιτικών ανισορροπιών, με το έργο του το τόσο δραματικό και θεατρικά δοσμένο, αναλώθηκε εμμέσως και πλην σαφώς στην αποτύπωση της σκληρότητας και της τραχύτητας της ζωής του ίδιου και των συμπολιτών του, των μουζίκων αλλά και στην καταγραφή του εξευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης μέσω των διώξεων και των παράνομων δράσεων ενός διεφθαρμένου πολιτικού κατεστημένου. Άσκησε μέσα από τα έργα του έντονη κριτική και ψυχογράφησε με γλαφυρό και ωμό τρόπο σκηνές από την καθημερινότητα των Ρώσων, πολλές φορές δεχόμενος τα πυρά των κριτικών. Χωρίς οικονομικά μέσα, με ασταθή οικογενειακή και συζυγική ζωή, με άθλιες συνθήκες ζωής και με τις αρρώστιες να τον ταλαιπωρούν συνεχώς, πάλεψε με την συνείδησή του για να καταφέρει να εξωτερικεύσει σε έργα μεγαλειώδη όπως οι Δαιμονισμένοι, οι Αδελφοί Καραμαζόφ, το Έγκλημα και τιμωρία όλη την αγωνία μίας ζωής στενάχωρης.
Στα έργα του όμως αυτά διαβλέπουμε την συναισθηματική φόρτιση, την ψυχανάλυση των χαρακτήρων ανθρώπων που ρέπουν προς την παρανομία και την ανηθικότητα και έναν Ντοστογιέφσκι που εκφράζει την απαραίτητη προσέγγιση στα θεία – ο πατέρας του ήταν κληρικός – ως το μόνο μέσο απελευθέρωσης και απενεχοποίησης της ένοχης ψυχής. Πέρα από τα παιδικά και εφηβικά χρόνια όπου υπήρχε μία κάποια οικονομική άνεση στην οικογένεια, στα χρόνια που ακολούθησαν κυριάρχησαν τα χρέη και οι φυλακίσεις λόγω πολιτικών φρονημάτων και αντικαθεστωτικής δράσης.
Αφού νωρίτερα ζυμώθηκε όντας στρατιωτικός γιατρός και ζώντας κοντά σε ασθενείς και αναξιοπαθούντες γεμίζοντας έτσι την ευαίσθητη ψυχή του με εικόνες σκληρές και επώδυνες για τον ίδιο, τα χρόνια μετά το 1859 εξέδωσε τα περισσότερα μυθιστορήματα που τον έκαναν γνωστό. Δυστυχώς όμως η έκδοση των έργων του απέφερε χρήματα που αποσκοπούσαν μόνο και μόνο στην εξόφληση των χρεών του, δυσχεραίνοντας έτσι την ήδη επιβαρυμένη οικονομική του κατάσταση. Σε εκείνη την περίοδο γράφει τον Παίκτη, αφού ο ίδιος ήταν παίκτης τυχερών παιχνιδιών, τους Φτωχούς αφού ο ίδιος υπήρξε φτωχός. Έγραψε διηγήματα, νουβέλες, δοκίμια, τα προσωπικά του ημερολόγια και δεν έπαψε να βρίσκει θεραπεία μέσω της γραφής μέχρι και το τέλος της ζωής του.
Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827) υπήρξε διάσημος πιανίστας και συνθέτης χωρίς να συνδεθεί με την αυλή ή την εκκλησία που για εκείνη την εποχή ήταν τίτλος τιμής αφού ποτέ δεν ανήκε ή δεν εργάστηκε εκεί. Ως ανεξάρτητος και ελεύθερος πιανίστας και συνθέτης καθιερώθηκε από νωρίς έχοντας πλάι του ανθρώπους, όπως τον Χάυντν που πίστεψαν στο ταλέντο του και είδαν σε εκείνον έναν άλλο Μότσαρτ.
Είχε την ατυχία και αυτός να έχει έναν αυταρχικό πατέρα που ήταν ουσιαστικά ο πρώτος του δάσκαλος αλλά η σχέση τους θα χαρακτηριζόταν μάλλον κακή. Καταγόταν από μουσική οικογένεια, κάτι που σαφώς συνέδραμε την καριέρα του και άνοιξε δρόμους αλλά στην πραγματικότητα πάλεψε μόνος του με χρήματα που κέρδιζε από δημόσιες συναυλίες και κατά παραγγελία συνθέσεις, μένοντας μακριά από την παράδοση της εποχής ο επιφανής δημιουργός να είναι αρεστός και να αποτελεί μέλος της αυλής.
Στις πρώιμες συνθέσεις του λόγω και της πολιτικής κατάστασης, είναι φανερή η επαναστατική φύση της μουσικής του με εμβατήρια που υμνούν την Γαλλική Επανάσταση. Στην πορεία όμως της δημιουργικής του παραγωγής δείχνει να εξελίσσεται, να εδραιώνει έναν δικό του τρόπο γραφής και σύνθεσης. Ο ρομαντισμός εκείνη την εποχή κερδίζει έδαφος τόσο στην ζωγραφική όσο και στην μουσική και έτσι και εκείνος στο πνεύμα της εποχής με συμφωνίες και σονάτες που διαπνέονται από έναν λυρισμό και μία ποιητικότητα στην σύνθεση, κλίνει προς μία μουσική πιο ασαφή και αφηρημένη ανακοινώνοντας εμμέσως πλην σαφώς ένα πνευματικό βάθος που θα χαρακτηρίσει τα έργα του.
Η Ωδή στην Χαρά ή αλλιώς η 9η συμφωνία καθώς και η 5η αποτελούν το επιστέγασμα της μουσικής του δημιουργίας και τα πιο δημοφιλή του έργα, έργα που σημάδεψαν την ιστορία της μουσικής και ταύτισαν τον Μπετόβεν με τον άνθρωπο που άλλαξε την ιστορία της μουσικής. Το γεγονός της κώφωσής του ήταν για αυτόν ό,τι πιο καταστροφικό και θλιβερό μπορούσε να του συμβεί, κλείστηκε στον ήδη εσωστρεφή εαυτό του, έγινε δύστροπος και αυτό το συμβάν έκρινε κατά μεγάλο βαθμό και το τέλος του, μιας και η στέρησή αυτή τον συνέθλιψε συναισθηματικά και τον οδήγησε πρόωρα στον θάνατο ως ένα καίριο χτύπημα στην πληγωμένη του περηφάνια. Ο Μπετόβεν δεν έπαψε ποτέ να κινείται ανεξάρτητα και ελεύθερα μακριά από συμβάσεις και πειθαρχία σε κανόνες της εποχής, εκμεταλλευόμενος όμως με ευφυΐα τις περιστάσεις κάθε περιόδου.
Εμβληματικές μορφές της τέχνης και ανατρεπτικοί επαναστάτες, οι τρεις αυτοί Άγιοι συγκίνησαν και προκάλεσαν, αναμετρήθηκαν με την Ιστορία και βγήκαν νικητές γιατί δεν ακολούθησαν το ρεύμα, δεν συμβιβάστηκαν, δεν υπέκυψαν σε συμβάσεις και κοινοτοπίες. Παρασυρμένοι από μία ψυχική ανάταση, έναν οίστρο-καταπέλτη και μία πνευματική διαύγεια πρωτόγνωρη για την εποχή τους, αρνήθηκαν να προδώσουν την τέχνη τους. Παρά τις αντιξοότητες που τους επεφύλασσε η μοίρα, δεν εκτροχιάστηκαν για να ζήσουν καλύτερα, δεν ζήτησαν παραπάνω και έλαβαν αυτά που τους αναλογούσαν.
Έμειναν πιστοί στα θέλω τους και τα πιστεύω τους και ως ζηλωτές και μάρτυρες, τάχθηκαν στην υπηρεσία της ψυχής τους που τους καλούσε να πολεμήσουν την εσωτερική τους θλίψη που στην πορεία έγινε κατάθλιψη. Γιατί ήξεραν πως η ανταμοιβή και η χαρά τους δεν βρισκόταν σε αυτό τον κόσμο αλλά σε μία άλλη σφαίρα μακριά από τα επίγεια. Αντιστάθηκαν και δεν λύγισαν μπροστά στο μέτωπο που ανοίχτηκε από τον κοινωνικό περίγυρο για να τους απαξιώσει, να τους καθαιρέσει με σκοπό να τους εξουδετερώσει ως επικίνδυνους. Όταν λες ναι σε όλα απλά ανήκεις στην ιστορία, εκείνοι έγραψαν ιστορία γιατί πίστεψαν βαθιά στην δύναμή του εαυτού τους και έλαμψαν με ζωντάνια. Στάθηκαν αγέρωχοι μπροστά στον μεγαλύτερο κριτή όλων, την ίδια την Ιστορία της μουσικής, της λογοτεχνίας, της ζωγραφικής, της τέχνης εν τω συνόλω.