A Fidai Film

H αραβική λέξη fidāʾī σημαίνει «αυτοί που θυσιάζονται», ενώ αποτελεί και τον τίτλο του εθνικού ύμνου της Παλαιστίνης. Ο ίδιος ο Kαμάλ Αλτζαφάρι θεωρεί την ταινία του μια πράξη αντίστασης, ενώ περιγράφει την προσέγγισή του με τον όρο «κάμερα των εκτοπισμένων», ανακτώντας χαμένες εικόνες και μνήμες από τη ζωή στην Παλαιστίνη.

Το λεηλατημένο αρχείο

Το 1982, κατά τη διάρκεια της πολιτικής αναταραχής του εμφυλίου πολέμου του Λιβάνου, ο Ισραηλινός στρατός επιχείρησε να διαλύσει την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) και διέπραξε θηριωδίες στη Βηρυτό. Το IDF πραγματοποιήσε επιδρομή και στο Ερευνητικό Κέντρο της Παλαιστίνης, που βρισκόταν στην πρωτεύουσα του Λιβάνου. Χιλιάδες βιβλία, εφημερίδες, αποκόμματα τύπου, μικροφωτογραφίες και ταινίες κλάπηκαν από το αρχείο του. Τα πολύτιμα ιστορικά τεκμήρια για τη «γη των πικραμένων πορτοκαλιών» μεταφέρθηκαν στο Ισραήλ, όπου καταχωρήθηκαν σε νέους καταλόγους, σύμφωνους με τις επιθυμίες των νέων θεματοφυλάκων του, δηλαδή του IDF.

Κατά τον Αλτζαφάρι στις λεζάντες του Ισραηλινού στρατού αντανακλάται η απανθρωποποίηση που υφίσταται σταθερά ο Παλαιστινιακός Λαός, καθώς κάθε πρόσωπο και σκηνή περιγράφεται ως απειλή και πηγή κακού: ακόμα και μια γυναίκα που μαγείρευε, ένα παιδί που περπάταγε στις λάσπες ή μερικοί χωρικοί που μάζευαν πορτοκάλια.

Δεύτεροι λεηλατητές του αρχείου χαρακτηρίζονται από τον Αλτζαφάρι και διάφοροι ακαδημαϊκοί που αξιοποιήσαν το υλικό για να χτίσουν καριέρες, αλλά επίσης αρνούνταν να δώσουν πίσω τις ταινίες και τις φωτογραφίες στους Παλαιστίνιους ιδιοκτήτες τους.

Η ταινία

Ψήγματα από αυτό το αρχείο εντάσσει στην ταινία του ο Αλτζαφάρι, μαζί με άλλες εικόνες παρμένες από ντοκιμαντέρ, ή ακόμα και μυθοπλαστικά φιλμ ισραηλινής παραγωγής.

Στο Μια ταινία Φιντάι [/ A Fidai Film] βλέπουμε εικόνες και πριν από τη Nakba, παρουσιάζοντας βιαιοπραγίες που έχουν διαπραχθεί εις βάρους του λαού της Παλαιστίνης και από τους Βρετανούς. Στην πραγματικότητα περιδιαβαίνουν από μπροστά μας στιγμιότυπα από σχεδόν ολόκληρο τον 20ό αιώνα – χωρίς χρονολογική σειρά – και χωρίς να μας δίνονται χρονολογίες και τοπωνύμια. Στην ταινία επίσης απουσιάζει μια κεντρική αφήγηση.

Οι εικόνες μας έρχονται επεξεργασμένες με ένα κόκκινο χρώμα: άλλοτε δηλωτικό του αίματος που έχει χυθεί, και άλλοτε για να διαγραφούν οι ισραηλινές λεζάντες στο αρχειακό υλικό, ή τα πρόσωπα των αποικιοκρατών.

Εξαιρετικά προσεγμένος είναι και ο ήχος της ταινίας, μιας και σύμφωνα με τον κινηματογραφιστή είναι το μέσο που επιτρέπει καλύτερα την ενσυναίσθηση – «Όταν ακούμε κάποιον να υποφέρει, σκεφτόμαστε λιγότερο το χρώμα του δέρματός του».

Ο Αλτζαφάρι σε συνέντευξή του επίσης έχει πει πως θεωρεί πως «ρόλος του καλλιτέχνη ή του σκηνοθέτη είναι να δείχνει τον βυθό του ωκεανού και όχι να τον περιγράφει». Η ταινία πάντως αναδεικνύει ένα μοτίβο βίας και καταπίεσης. Οι συλλογικές τιμωρίες, για παράδειγμα, όπως και οι μαζικές συλλήψεις αντρών, ή οι ολικές καταστροφές χωριών στα οποία έχει σημειωθεί αντίσταση, αποτελούσαν πρακτικές των Βρετανών που υιοθετήθηκαν από τους Ισραηλινούς και εφαρμόζονται μέχρι σήμερα. Το φιλμ καταφέρνει έτσι, να αντηχεί γνώριμο σε όλους και όλες που υφίστανται την καταπίεση του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας.

Ο Kαμάλ Αλτζαφάρι βρέθηκε στην Ελλάδα στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας και μίλησε για την ταινία του, τονίζοντας πως η ιστορία του λαού του είναι μια ιστορία καταπίεσης, αλλά και αντίστασης.

Πηγές: kunstkritikk.comfilmmakermagazine.comcineuropa.org