Αφιερωμένο στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες το σημερινό Doodle της Google

Αφιερωμένο στον σπουδαίο συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες είναι το σημερινό Doodle της Google, με αφορμή την επέτειο των 91 χρόνων από τη γέννησή του.

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (ισπ. Gabriel José García Márquez, 6 Μαρτίου 1927 – 17 Απριλίου 2014) ήταν σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, βραβευμένος με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεύματος του μαγικού ρεαλισμού και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όχι μόνο της ισπανόφωνης αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έγινε διάσημος με το μυθιστόρημά του Εκατό χρόνια μοναξιά (1967), ενώ επίσης σημαντικά θεωρούνται και τα έργα του Το φθινόπωρο του Πατριάρχη (1975), Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1981) και Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (1985).

Ο Μάρκες δούλεψε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του σαν δημοσιογράφος και σεναριογράφος. Υπήρξε φίλος του Φιντέλ Κάστρο και για μεγάλο χρονικό διάστημα του είχε απαγορευτεί η είσοδος στις ΗΠΑ, λόγω της στήριξής του σε αριστερά καθεστώτα που ήταν ενάντια σε αυτές. Ο πρόεδρος της Κολομβίας Χουάν Μανουέλ Σάντος έχει αποκαλέσει τον Μάρκες «τον μεγαλύτερο Κολομβιανό που έζησε ποτέ».

Ζωή και έργο

Τα παιδικά χρόνια

Γεννήθηκε την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1927 στο χωριό Αρακατάκα (Arakataka) της Κολομβίας, το πρώτο παιδί από συνολικά 7 αγόρια και 4 κορίτσια του Γκαμπριέλ Ελίχιο Γκαρσία (Gabriel Eligio García) και της Λουίσα Σαντιάγα Μάρκες Ιγουαράν (Luisa Santiaga Márquez Iguarán ).

Το χωριό βρίσκεται στην επαρχία Μαγκνταλένα της Κολομβίας, στην περιοχή της Καραϊβικής. Η Αρακατάκα τα χρόνια που μεγάλωνε εκεί ο συγγραφέας ανήκε στη επονομαζόμενη «Zώνη της μπανάνας» – “banananera zone” – περιοχή που κατείχε η εταιρεία United Fruit Company(D/R) καλλιεργώντας μπανάνες, και ήταν μια ζωντανή πόλη με πολλούς κατοίκους.

Η μητέρα του είχε λάβει μια αξιοπρόσεκτη μόρφωση σε ένα από τα σχολεία για που λειτουργούσε η εταιρεία της μπανάνας, τότε. Ο πατέρας του δούλευε στο καινούριο για την εποχή επάγγελμα του τηλεγραφητή αν και είχε κάνει κάποιες σπουδές φαρμακευτικής και ιατρικής. Αμέσως μετά το γάμο του άφησε το προσοδοφόρο επάγγελμά του, για να ασχοληθεί με την ομοιοπαθητική ιατρική – ειδικότητα που είχε άνθιση εκείνο τον καιρό.

Το μωρό πήρε το όνομα του πατέρα του, Γκαμπριέλ, αλλά από την στιγμή της γέννησής του τον φώναζαν Γκαμπίτο (που είναι το υποκοριστικό του Γκαμπριέλ στη περιοχή της Γκουαχίρα, περιοχή από όπου κατάγονταν οι πρόγονοί του) και το όνομα Χοσέ, προς τιμήν του αγίου που γιόρταζε τον μήνα που γεννήθηκε ο Μάρκες, τον Μάρτιο.

Οι γονείς του έμειναν μαζί του για δυο περίπου χρόνια μέχρι τον Ιανουάριο του 1929. Όταν γεννήθηκε το δεύτερο παιδί, ο Λουίς Ενρίκες, οι γονείς έφυγαν από την Αρακατάκα που άρχισε να φθίνει για την πολυπληθέστερη Μπαρανκίγια παίρνοντας μαζί τους το νεογέννητο και αφήνοντας ύστερα απο επιμονή των παππούδων το πρωτότοκο. Μεγάλωσε λοιπόν με τον παππού του και τη γιαγιά του από την πλευρά της μητέρας του, τον συνταγματάρχη του επαναστατικού στρατού Νικολάς Ρικάρδο Μάρκες Μεχία (el coronel Nicolás Márquez Iguarán) βετεράνο του (εμφυλίου) πολέμου των Χιλίων ημέρων και την Τρανκιλίνα Ιγουαράν Κότες (Tranquilina Iguarán Cotes).

Τα χρόνια με τους παππούδες του ήταν τα πιο καθοριστικά όχι μόνο για τη ζωή του αλλά κυρίως για την λογοτεχνική του διαμόρφωση.

Η γιαγιά του και οι άλλες θείες του σπιτιού (ζούσε σε ένα σπίτι γεμάτο γυναίκες, θα πει) ήταν οι φορείς της παράδοσης και της λαϊκής κουλτούρας. Τα παραμύθια και οι ιστορίες που του έλεγαν συχνά, για τους θρύλους της περιοχής και κυρίως ο κόσμος των πνευμάτων μέσα στον οποίο ζούσαν, θα καθορίσει τη φαντασία του.

….«Η γιαγιά του ασχολιόταν περισσότερο με τον κόσμο των νεκρών παρά με των ζωντανών και μάλιστα ειχε πολλές δεισιδαιμονίες. Για παράδειγμα οτι τα παιδιά έπρεπε να πλαγιάζουν πριν βγουν οι ψυχές το βράδυ, πως αν περνούσε μια κηδεία και εκείνα ήταν ξαπλωμενα έπρεπε να τα βάλουν να καθίσουν για να μην πεθάνουν μαζί με τον νεκρό, οτι έπρεπε να προσέχουν να μην μπει μαύρη πεταλούδα στο σπίτι γιατί αυτό σήμαινε πως κάποιος από την οικογένεια θα πέθαινε, πως αν έμπαινε σκαθάρι ήταν σημάδι πως θα είχαν επισκέψεις, οτι έπρεπε να μη χυθεί αλάτι γιατί ήταν γρουσουζιά, πως αν ακουγόταν αλλόκοτος θόρυβος ήταν γιατί οι μάγισσες είχαν μπει στο σπιτι, και πως αν μυριζαν στον αερα θειάφι ήταν γιατί πλησίαζε ο δαιμονας.

Ο Γκαρσία Μάρκες μπόρεσε να συλλάβει τα «Εκατό χρόνια μοναξιά» όταν κατάλαβε μια απλή και αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Ότι όχι μόνο η γιαγιά και οι θείες του ζούσαν σε μια παραπραγματικότητα αλλά και η πλειοψηφία των Κολομβιανών και των άλλων Λατινοαμερικανών…»

Από την άλλη ο παππούς του εκπροσωπούσε την λογική, τον ρεαλισμό, και την πραγματική ιστορία. Διηγόταν στο παιδί ιστορίες από τον πόλεμο που είχε λάβει μέρος, και κατορθώματα ανδρείας των συμπολεμιστών του. Μαζί του έκανε βόλτες τα απογεύματα στο χωριό και μάθαινε τα πάντα που αφορούσαν την καθημερινή, πραγματική ζωή.

Στο σπίτι της Αρακατάκα που έχει μετατραπεί σε μουσείο, το βιβλίο «Χίλιες και μία νύχτες» πάνω στο γραφείο. Το θεμελιώδες βιβλίο στο συγγραφικό μου πεπρωμένο γράφει η πινακίδα πάνω από το γραφείο

Το νηπιαγωγείο και την α΄ δημοτικού τα έβγαλε στο Μοντεσοριανό δημοτικό σχολείο που μόλις είχε ανοίξει στην πόλη του, ενώ τη β’ δημοτικού την έβγαλε στο δημόσιο δημοτικό της Αρακατάκα. (τα άλλα δύο χρόνια του τετρατάξιου τότε δημοτικού σχολείου τα τελείωσε στην πόλη Καρταχένα.)

Από τότε που ο Μάρκες έμαθε να γράφει και να διαβάζει, σχεδόν 8 χρονών, δεν σταμάτησε ποτέ. Το πιο καθοριστικό έργο της ζωής του όπως θα αναφέρει ήταν η ανακάλυψη ενός φθαρμένου βιβλίου με “μαγικές” ιστορίες. Όπως θα μάθαινε αρκετά χρόνια αργότερα ήταν οι Χίλιες και μια νύχτες», όπου διαπίστωσε έκπληκτος πως οι ιστορίες ήταν στην ουσία από το ίδιο υλικό με αυτές που του έλεγε η γιαγιά του, και μάλιστα πως μπορούσαν να ειπωθούν και με την ίδια χαρακτηριστική «ψυχραιμία», με την οποία τις έλεγε και η γιαγιά του . Μετά τις «Χίλιες και μια νύχτες» θα ερχόταν η σειρά των παραμυθιών των αδελφών Γκριμ, του Περό, του Δουμά, του Σαλγκάρι και του Βερν. Από τότε που έμαθε να διαβάζει, έκανε πέρα όλες τις άλλες διασκεδάσεις, και αφιέρωνε όλο τον ελεύθερο χρόνο του στο διάβασμα.

Με τους γονείς του θα ξανασμίξει τον Δεκέμβριο του 1936 όταν όλη η οικογένεια θα μετακομίσει στο Σινσέ (D/R), την ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του. Ο Γκαμπριέλ Ελίχιο πίστευε ότι ένα φαρμακείο στο Σινσέ θα ήταν καλύτερη επένδυση από ότι στην Μπαρανκίγια. Εξάλλου ήταν ευκαιρία για τα παιδιά να γνωρίσουν και τη γιαγιά τους, Αρχεμίρα Γκαρσία Πατερνίνα. και τους υπόλοιπους συγγενείς από την πλευρά του πατέρα. Παρόλες τις ελπίδες του πατέρα του, ούτε αυτό το φαρμακείο πήγε καλά, έτσι μετά από ένα χρόνο διαμονής ξαναγύρισαν στην Αρακατάκα τον Σεπτέμβριο του 1937. Με τον θάνατο της θείας Βενεφρίδα στις 21 Γενάρη του 1937 και κυρίως με αυτόν του παππού του μερικές μέρες αργότερα, 4 Μάρτη 1937 απο πνευμονία, το σπίτι εγκαταλείπεται και η οικογένεια σκορπίζεται.

Ο 11χρονος Μάρκες δεν θα αλλάξει μόνο πόλη αλλά στην ουσία και πατέρα, αφού ο πραγματικός πατέρας του τόσα χρόνια ήταν ο συνταγματάρχης παππούς του. Στην ουσία δεν θα καταφέρει ποτέ να ενσωματωθεί στην οικογένεια γι΄αυτό και θα ζήσει μαζί τους, συνολικά 3 μόνο χρόνια. Ο νεαρός Μάρκες θα δυσκολευτεί να συμβιβαστεί με την προσωπικότητα του πατέρα του, εξαιτίας του οποίου θα προκύψουν πολλές διαφωνίες αλλά στο τέλος, θα τα καταφέρει.

Ο Μάρκες θα πει πολλές φορές στις συνεντεύξεις του αργότερα: οτι τα «100 χρόνια μοναξιά» πήγασαν από την εμμονή του να επιστρέψει στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, οτι οι μεγαλύτερες λογοτεχνικές του επιρροές ήταν ο παππούς, η γιαγιά και το βιβλίο «Χίλιες και μια Νύχτες», ότι απο τότε που πέθανε ο παππούς του δεν του συνέβη τίποτα ενδιαφέρον και πως οτι είχε γράψει ως τότε το ήξερε ήδη ή το είχε ακούσει πριν γινει 8 χρονών.

Σπουδές

Πρώτος σταθμός της οικογενειακής περιπλάνησης η Μπαρανκίγια. Ο πατέρας όμως, θα συνεχίσει να αναζητά μια πόλη που να έχει καλές προοπτικές για το φαρμακείο και το ομοιοπαθητικό ιατρείο του και θα τη βρεί στο Σούκρε, μια κωμόπολη 16. 000 κατοίκων τότε, στην οποία θα μετακομίσουν τον Νοέμβριο του 1939.

Ο Μάρκες έχοντας ήδη αποκτήσει την συνήθεια να διαβάζει αχόρταγα, εκείνη την περίοδο θα γνωρίσει τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα της εφηβικής (και όχι μόνο) λογοτεχνίας: θα διαβάσει Κόμη Μοντεχρήστο, Το νησί των θησαυρών, τον Σεβάχ τον θαλασσινό, τον Ροβινσώνα Κρούσο, τον Δον Κιχώτη και άλλα.

Ωστόσο ο ίδιος ο Μάρκες δεν θα ζήσει στο Σούκρε παρά μόνο στις διακοπές του σχολείου του, αφού οι γονείς του, θέλοντας – παρόλη την οικονομική δυσπραγία τους να πάρει το παιδί τους την καλύτερη μόρφωση θα τον γράψουν στο κολλέγιο των Ιησουιτών «Σαν Χοσέ» της Μπαρανκίλια, στο οποίο θα αρχίσει να φοιτά τον Ιανουάριο του 1940.

Στην εφημερίδα του κολλεγίου «Χουβεντούδ», θα δημοσιευτούν κάποιοι σατιρικοί στίχοι που έφτιαχνε τότε για να διασκεδάζει τους συμμαθητές του, με την υπογραφή Γκαμπίτο. Ο Μάρκες θεωρεί αυτούς τους παιδικούς στίχους του, ως το opera prima του. Ο Γκαμπίτο θα γίνει αγαπητός από τους συμμαθητές και τους δασκάλους του, εξαιτίας και της εξυπνάδας του και του καλόβολου χαρακτήρα του. Τα σατιρικά στιχάκια που γράφει θα του χαρίσουν μεγάλη δημοφιλία ανάμεσα στους συμμαθητές του. Στο κολλέγιο κατάφερνε αν και δεν ήταν ιδιαίτερα μελετηρός να είναι από τους πρώτους μαθητές, μάλιστα το 1942 του απονεμήθηκε και μετάλλιο αριστείου.

Πανεπιστήμιο

Το 1943 θα δώσει εξετάσεις στο Υπουργείο Παιδείας για τον «Εθνικό διαγωνισμό υποτροφιών». Θα περάσει στις εξετάσεις, πράγμα που θα του επιτρέψει να πάρει μια υποτροφία για να φοιτήσει τα επόμενα 6 χρόνια, ως εσωτερικός στο «Εθνικό Λύκειο Αρρένων» της Σιπακιρά (D/R).

Στο Λύκειο θα πάρει καλούς βαθμούς, αφού χωρίς να είναι ιδιαίτερα μελετηρός, ήταν αποδοτικός και έγραφε καλά στα διαγωνίσματα. Έτσι οι βαθμοί, οι πρωτιές και τα βραβεία ήρθαν χωρίς μόχθο από μέρους του. Ωστόσο εκείνος είναι αφιερωμένος στην λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην ποιήση – που ήταν τότε η επίσημη αγαπημένη όχι μόνο των διανοούμενων αλλά και του λαού. Θα διαβάζει ακατάπαυστα, ποίηση αλλά και τα έργα των μεγάλων συγγραφέων του κόσμου, θα γράφει συχνά τις ομιλίες για τις επίσημες εκδηλώσεις του Λυκείου, θα συνδράμει συγγραφικά με ένα πεζό κείμενο σε λυρικό ύφος στο ένα και μοναδικό τεύχος της μαθητικής εφημερίδας που προσπάθησαν να στήσουν, αλλά θα καταφέρνει επίσης να το σκάει για να παρακολουθεί κονσέρτα μουσικής, χορούς και κινηματογραφικές ταινίες.

Το Δεκέμβριο του 1944 θα έχει τη χαρά να δει δημοσιευμένο στο λογοτεχνικό ένθετο της μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδας Ελ Τιέμπο(D/R) ποίημά του, «Το τραγούδι», (ένα ποίημα- θρήνος για το θάνατο μιας φίλης του, λίγους μήνες νωρίτερα) ενώ το 1945 θα γράψει το πρώτο του διήγημά με τίτλο «Ιδεοληπτική Ψύχωση» (μια κοπέλα που μεταμορφώνεται σε πεταλούδα)

Τελειώνοντας το Λύκειο με επαίνους και με τιμητικά βραβεία, ετοιμάζεται για το επόμενο βήμα, το οποίο είχε αποφασιστεί από την οικογένεια και ο Μάρκες ακολούθησε: τη φοίτηση στην Νομική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου στη Μπογκοτά. Τον Φεβρουάριο του 1947 άρχισε τη φοίτησή του στην σχολή, όντας σίγουρος πως το μόνο που δεν ήθελε ήταν να γίνει δικηγόρος.

Πρώτα λογοτεχνικά βήματα

Η ανάγνωση της «Μεταμόρφωσης» του Κάφκα ήταν ένα γεγονός που επηρέασε πολύ τη συγγραφική εξέλιξη του Μάρκες, σύμφωνα τουλάχιστον με τον βιογράφο του Σαλβαντόρ Ντάσσο, ο οποίος γράφει στη σελίδα 209 της βιογραφίας του: …η συνάντηση αυτή έμελλε να τον αφήσει κυριολεκτικά άναυδο και ν’ αλλάξει τη μοίρα του συγγραφικού του πεπρωμένου, ακόμα και να καθορίσει τον μελλοντικό προσανατολισμό της φαντασίας του.

Επηρεασμένος από τον μεγάλο Γερμανό συγγραφέα θα γράψει το πρώτο διήγημα που θα δημοσιευτεί σε εφημερίδα, χαρίζοντάς του τον τίτλο του πολλά υποσχόμενου συγγραφέα. Το διήγημα το ονόμασε Η τρίτη παραίτηση και είναι η ιστορία ενός αγοριού που πεθαίνει στα 7 του χρόνια αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια κατάσταση νεκροζώντανου (από όπου μπορεί να παρακολουθεί τα πάντα, χωρίς όμως να συμμετέχει) για τα επόμενα 18 χρόνια.

Το διήγημα δημοσιεύτηκε στην άλλη μεγάλη εφημερίδα της Μπογκοτά, την Ελ Εσπεκταδόρ (D/R), (El Espectador), στο λογοτεχνικό ένθετό της, στις 15 Σεπτεμβρίου του 1947. Ενθαρρυμένος από την αποδοχή που συνάντησε, θα γράψει και θα δημοσιεύσει στην ίδια εφημερίδα, στις 25 Οκτωβρίου του 1947 το διήγημα Η Εύα βρίσκεται μέσα στο γάτο της. Στις 17 Ιανουαρίου του 1948 δημοσίευσε και το τρίτο του διήγημα Ο Τουμπάλ Κάιν πλάθει ένα αστέρι.

Ωστόσο, πολλά χρόνια αργότερα στην αυτοβιογραφία του, όταν ο Μάρκες τα ξαναθυμάται δεν τα θεωρεί αξιόλογα: μου φάνηκαν ανακόλουθα και αόριστα, και κάποια παράλογα, και κανένα δεν βασιζόταν σε αληθινά συναισθήματα’.

Την περίοδο των πρώτων διηγημάτων, ο Μάρκες προσπαθεί να κατακτήσει τη τέχνη του γραψίματος ιστοριών: Ήθελα συγκεκριμένα, να μάθω να δημιουργώ αληθοφανή και ταυτόχρονα φανταστική πλοκή, χωρίς ρωγμές’. Γι αυτό το σκοπό μελετά τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, το «Πέλμα της Μαϊμούς» του W. W. Jacobs(D/R) – που το θεωρεί το τέλειο διήγημα-, τη «Χοντρομπαλού» του Γκι ντε Μοπασάν και δεκάδες άλλα.

Δημοσιογραφία

Τον Μάη του 1948 και αφού η Μπογκοτά ήταν πλέον μια κατεστραμμένη πόλη εξαιτίας των πολύνεκρων ταραχών που είχαν ξεσπάσει, (ταραχές που έμειναν γνωστές στην ιστορία ως Bogotazo(D/R) θα μετακομίσει στην Καρταχένα (για να συνεχίσει τις σπουδές του στην εκεί Νομική σχολή, όπως δικαιολογήθηκε στους γονείς του). Δίνοντας εισαγωγικές εξετάσεις θα προχωρήσει στον δεύτερο χρόνο, χωρίς πλέον να παρακολουθεί τα μαθήματα.

Αντίθετα, γνωρίστηκε με τους συντάκτες της εφημερίδας Ελ Ουνιβερσάλ, (El Universal(D/R)) στην οποία άρχισε να αρθρογραφεί έχοντας μια δική του στήλη, με τίτλο «Τελεία και Παύλα», σποραδικά μέχρι και το 1950.

Τον Δεκέμβρη του 1949 θα εγκατασταθεί στη Μπαρανκίλια, όπου το πρώτο σπίτι του είναι ένα φτηνό ξενοδοχείο για πόρνες, που μπορούσε να κοιμάται για ένα πέσος τη βραδιά. Θα συνεργαστεί με την εφημερίδα Ελ Εράλδο,(El Heraldo(D/R)) κρατώντας τη στήλη με τίτλο “Η Καμηλοπάρδαλη”, (αναφορά στον ωραίο λεπτό λαιμό της κοπέλας -ντάμας του στους χορούς στο Σούκρε που γνώρισε το 1943, και μελλοντικά, γυναίκας του), και με υπογραφή “Σέπτιμους” (από τον Σέπτιμους Γουώρεν Σμιθ, τον ήρωα του μυθιστορήματος της Βιρτζίνια Γουλφ «Η κυρία Ντάλογουέη», βιβλίο που τον εντυπωσίασε ιδιαίτερα). Στην “Καμηλοπάρδαλη” θα δημοσιεύσει συνολικά 400 άρθρα και σημειώσεις. Το 1950 συνεργάζεται και με το βραχύβιο λογοτεχνικό περιοδικό Κρόνικα, (Crónica) στο οποίο θα δημοσιεύσει τα διηγήματα «Η γυναίκα που έφτανε στις 6», «Η νύχτα των ψαροφάγων» και «Κάποιος ανακατεύει τα τριαντάφυλλα» που αργότερα θα εκδοθούν στη συλλογή του «Μάτια γαλάζιου σκύλου».

Από το 1950 και μέχρι το 1953 θα κάνει μερικά ταξίδια στη γη των προγόνων του, την επαρχία Γκουαχίρα. Στα ταξίδια αυτά, ήρθε σε επαφή με τους βετεράνους του πολέμου των Χιλιων ημερών που ζούσαν ακόμα, συναντήθηκε με τόπους και ανθρώπους που του ήταν γνωστοί από τις διηγήσεις του παππού της γιαγιάς, γνώρισε και μαγεύτηκε από τα παραδοσιακά τραγούδια – τα βαγενάτος – και κυρίως από τους μύθους και τους θρύλους του τόπου, που θα γίνουν πολύτιμο υλικό για το μετέπειτα έργο του. Τις εντυπώσεις του από αυτά τα ταξίδια θα τις γράψει στην Ελ Εράλδο στο εκτενές λογοτεχνικό – δημοσιογραφικό ρεπορτάζ «Μια χώρα στην ακτή του Ατλάντικο»

Μπογκοτά, δημοσιογράφος με μισθό

Στις 13 Ιουνίου του 1953 και εξαιτίας των συνεχιζόμενων συγκρούσεων που άρχισαν με το Μπογκοτάζο το 1948 στη χώρα θα επιβληθεί η στρατιωτική δικτατορία του Γκουστάβο Ρόχας Πινίγια (Gustavo Rojas Pinilla(D/R)) που έφερε μαζί της περισσότερες ταραχές και βία. Εκείνα τα χρόνια ο Μάρκες είχε αρχίσει να προσανατολίζεται προς την Αριστερά. Συν τω χρόνω, έγινε μέλος του παράνομου κομμουνιστικού κόμματος της Κολομβίας και μάλιστα όποτε μπορούσε συνέδραμε οικονομικά.

Τον Ιανουάριο του 1954 έφτασε στην Μπογκοτά έχοντας μαζί του τα χειρόγραφα των έργων που δούλευε εκείνο τον καιρό, «Το σπίτι» και «Τα Ανεμοσκορπίσματα». «Τα Ανεμοσκορπίσματα», ήταν έτοιμα και αναζητούσαν εκδότη ενώ «Το Σπίτι» προχωρούσε με δυσκολία καθώς από ότι φάνηκε στο μέλλον η μοίρα του ήταν να χρησιμεύσει στην ανάδυση των άλλων μεγάλων μυθιστορημάτων του όπως «Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει», «Η κακιά ώρα» και «Η κηδεία της Μεγάλης Μάμα», αφού από αυτό το χειρόγραφο ξεπήδησαν οι μορφές και εικόνες των έργων αυτών.

Τη δουλειά του στην «Ελ Εσπεκταδόρ» την οποία ξεκίνησε με τον συγκλονιστικό για τον Μάρκες εκείνης της εποχής, μισθό των 900 πέσος- την πρωτάρχισε με άρθρα γνώμης, επιφυλλίδες και κριτική κινηματογράφου, στο ένθετο «Μέρα με την ημέρα». Ύστερα από λίγο καιρό, δημιουργήθηκε η πρώτη στήλη κινηματογραφικής κριτικής στην Κολομβία, την οποία ανέλαβε ο Μάρκες με τον τίτλο «Ο κινηματογράφος στην Μπογκοτά: οι νέες ταινίες της εβδομάδας».

Το πρώτο ρεπορτάζ έγινε όταν με αφορμή τις κατολισθήσεις βράχων στην περιοχή Μέδια Λούνα του Μεντεγίν, όταν ο Μάρκες ταξίδεψε ως εκεί, απεσταλμένος της εφημερίδας. Το ρεπορτάζ που έγραψε «Απολογισμός και επανόρθωση της καταστροφής στην Αντιόκια» δημοσιεύτηκε σε 3 συνέχειες στις αρχές Αυγούστου του 1954, και χάρη στο συγγραφικό ταλέντο έγινε ένα ρεπορτάζ υπόδειγμα αφήγησης.

Ύστερα θα ακολουθούσαν και άλλες δημοσιογραφικές έρευνες, -για να φτάσει στην μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία του, «Η αλήθεια για την περιπέτειά μου», που αργότερα θα έβγαινε και σε βιβλίο με τίτλο «Η αφήγηση ενός ναυαγού».(The Story of a Shipwrecked Sailor(D/R)) Αυτό το ρεπορτάζ, η εξιστόρηση της περιπέτειας του ναυαγού Λουίς Αλεχάνδρο Βελάσκο που πάλευε με τα κύματα και τους καρχαρίες πάνω σε μια σχεδία στη θάλασσα της Καραϊβικής για δέκα μέρες, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα σε 14 συνέχειες. Ήδη από την πέμπτη μέρα της δημοσίευσης η αφήγηση είχε γίνει δημοφιλέστατο ανάγνωσμα, διπλασιάζοντας τις πωλήσεις της εφημερίδας, και κάνοντας τον Μάρκες ρεπόρτερ πρώτου μεγέθους.

Τον Μάη του 1955 γίνεται η πρώτη έκδοση «Των Ανεμοσκορπισμάτων». Την έκδοση ανέλαβε ο εκδότης Σαμουέλ Λίσμαν Μπάουν, ο οποίος έκανε μια φτηνή αλλά προσεγμένη έκδοση του βιβλίου σε χίλια αντίτυπα. Ο Μπάουν όμως χρεωκόπησε, άφησε τα βιβλία απλήρωτα στις αποθήκες του τυπογραφείου και εξαφανίστηκε. Ο Μάρκες και οι φίλοι του πούλησαν όσα βιβλία μπόρεσαν στα βιβλιοπωλεία, και χάρισαν πολλά αντίτυπα σε φίλους και γνωστούς. Το φιάσκο της έκδοσης, αποζημιώθηκε όμως από τις διθυραμβικές κριτικές που δέχτηκε το μυθιστόρημα από όλο τον λογοτεχνικό κόσμο της χώρας. Η στιγμή της αναγνώρισης είχε φτάσει για τον Μάρκες.

Ευρώπη

Στις 15 Ιουλίου του 1955 θα φύγει από την Κολομβία με προορισμό τη Γενεύη, προκειμένου να παρακολουθήσει το «Συνέδριο Ειρήνης των 4 μεγάλων του κόσμου» – ως απεσταλμένος της εφημερίδας του. Με το τέλος της συνδιάσκεψης που δεν του προξένησε και μεγάλο ενδιαφέρον, κατευθύνθηκε προς την Ιταλία, για να καλύψει για την εφημερίδα τo 16o Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Ανάμεσα στα τέλη Αυγούστου και στις αρχές Σεπτέμβρη του 1955 παρακολούθησε νυχθημερόν όλες τις ταινίες του Φεστιβάλ, με μια ακόρεστη κινηματογραφική ορμή. Το μέσο αυτό εξάλλου τον είχε μαγεύσει από μικρό ακόμα – όταν παρακολούθησε τις πρώτες του ταινίες στον υπαίθριο κινηματογράφο της Αρακατάκα, παρέα με τον παππού του- και τώρα βρήκε μια ευκαιρία για να ασχοληθεί περισσότερο.

Έτσι, κατ’ αρχήν φεύγει για την Πολωνία για να παρακολουθήσει το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κάρλοβι Βάρι, ύστερα από επίσημη πρόσκληση ως αντιπρόσωπος της Κολομβίας. Παρακολούθησε το φεστιβάλ αλλά ταξίδεψε κιόλας στην Πολωνία και στη Τσεχοσλοβακία από όπου κράτησε άφθονες σημειώσεις που δεν τις δημοσίευσε παρά δυο χρόνια αργότερα, (1957), στο εκτενές ρεπορτάζ του ‘’90 μέρες στο Σιδηρούν Παραπέτασμα”.

Ξαναγυρίζοντας στη Ρώμη ο Μάρκες αποφάσισε να σπουδάσει κινηματογράφο παρακολουθώντας μαθήματα στο “Πειραματικό Κέντρο Κινηματογραφίας” (Cinecitta Experimental Film School) , στην Τσινετσιτά. Το ενδιαφέρον του στρεφόταν σχεδόν αποκλειστικά στο σενάριο, του οποίου ήθελε να κατακτήσει την τεχνική, αλλά τα θεωρητικής φύσης και ακαδημαϊκού χαρακτήρα μαθήματα περί κινηματογραφικής τέχνης, δεν τον προσέλκυσαν και έπειτα από δεκαπέντε περίπου μέρες μαθημάτων, εγκατέλειψε τη σχολή.

Τον Δεκέμβρη του 1955 αφήνει τη Ρώμη για το Παρίσι όπου θα μείνει σε ένα φτηνό ξενοδοχείο του Καρτιέ Λατέν, στο “Οτέλ Φλαντρ”, (Hotel de Flandre), σε μια γειτονιά γεμάτη από Λατινοαμερικάνους φοιτητές και διανοούμενους.

Με το τέλος του χρόνου έφτασαν από την Κολομβία οι άσχημες ειδήσεις. Η δικτατορία του αρχιστράτηγου Ρόχας Πινίγια (Gustavo Rojas Pinilla) – που είχε εγκατασταθεί στη χώρα από το 1953- σκληραίνοντας της στάση της απέναντι στα ΜΜΕ, έκλεισε την εφημερίδα “Ελ Εσπεκταδόρ” αφήνοντας τον Μάρκες χωρίς τις καθιερωμένες μηνιαίες επιταγές με τις οποίες ζούσε. Ο Μάρκες σκέφτηκε οτι ίσως ήταν η στιγμή για να δουλέψει τα μυθιστορήματά του, και αφήνοντας τα ρεπορτάζ, έγραφε όλη μέρα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Έτσι συνέχισε να δουλεύει το μυθιστόρημα που είχε αρχίσει να επεξεργάζεται πριν από δυο μήνες, και που όταν τελειώσει και εκδοθεί θα ονομαστεί «Η κακιά ώρα».

Από την Άνοιξη του 1956 ο Μάρκες θα ασχοληθεί με την συγγραφή του «Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει».

Ταυτόχρονα περνούσε τις πιο δύσκολες από άποψη επιβίωσης μέρες της ζωής του. Η πείνα του χτυπούσε καθημερινά την πόρτα, και ο συγγραφέας πιστεύει ότι “επέζησε ως εκ θαύματος”. Χωρίς να μιλάει γαλλικά και επομένως χωρίς να μπορεί να πάρει κάρτα εργασίας, δεν μπορούσε να βρει δουλειά πουθενά, έτσι σώθηκε μόνο από την βοήθεια και την αλληλεγγύη των λατινοαμερικάνων φίλων του του Καρτιέ Λατέν, την ανοχή της μαντάμ Λακρουά του Οτέλ ντε Φλαντρ, και τους εράνους που έκαναν οι φίλοι του στην Κολομβία.

Στις αρχές Μαϊου του 1957 ξανασυναντά στο Παρίσι τον παλιό του φίλο και δημοσιογράφο Πλίνιο Μεντόσα και μαζί αποφασίζουν να ταξιδέψουν για να γνωρίσουν τις χώρες του Υπαρκτού σοσιαλισμού . Πρώτος προορισμός το ανατολικό Βερολίνο. Μετά την ανατολική Γερμανία επισκέφτηκε τη Μόσχα, το Στάλινγκραντ, την Βουδαπέστη και τέλος την Τσεχία τη μόνη χώρα που είδε τους κατοίκους της ικανοποιημένους από τη ζωή τους. Το ταξίδι ήταν γι’ αυτόν μια απογοήτευση. Γοητευμένος σαν νεαρός από την φιλοσοφία του Μαρξισμού, και έχοντας κάποιες επαφές με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κολομβίας, θα διαπιστώσει οτι η πράξη ήταν εντελώς διαφορετική από τη θεωρία.

Τελειώνοντας το ταξίδι αυτό, πήγε στο Λονδίνο με σκοπό να ζήσει και εκεί λίγο καιρό αλλά, όταν κατέφτασε η προσφορά για δουλειά στο Καράκας, στο περιοδικό “Momentos”, του οποίου διευθυντής ήταν ο φίλος του Πλίνιο Μεντόσα Plinio Apuleyo Mendoza(D/R), αποφάσισε να ξαναγυρίσει πίσω στην πατρίδα.

Επιστροφή στη Λατινική Αμερική

Στις 23 Δεκεμβρίου του 1957 επιστρέφει στη Λατινική Αμερική, και συγκεκριμένα στο Καράκας. Το Καράκας εκείνο τον καιρό συγκλονίζεται απο τα γεγονότα που θα οδηγήσουν στην πτώση του δικτάτορα Μάρκος Πέρες Χιμένες (Marcos Pérez Jiménez(D/R)). Τα ξημερώματα της 23ης Ιανουαρίου 1958, οι Μάρκες και Μεντόσα βλέπουν το αεροπλάνο με το οποίο φυγαδευόταν στον Άγιο Δομήνικο ο δικτάτορας. Πανευτυχείς από το γεγονός, καλούν όλη τη συντακτική και τεχνική ομάδα του περιοδικού και το επόμενο πρωί, το περιοδικό, ανακοινώνει πρώτο τη πτώση του δικτάτορα. Το κύριο άρθρο, γραμμένο από τον Μάρκες είχε τον τίτλο «Καλημέρα, Ελευθερία». Με αφορμή εκείνα τα γεγονότα, συλλαμβάνει την ιδέα να γράψει ένα μυθιστόρημα για έναν Λατινοαμερικάνο δικτάτορα. Έτσι θα αρχίσει τη μελέτη διαβάζοντας ιστορία και βιογραφίες, για να ετοιμάσει το μυθιστόρημα που αργότερα θα εκδιδόταν με τον τίτλο «Το φθινόπωρο του Πατριάρχη».

Γάμος

Την Παρασκευή 21 Μαρτίου 1958 παντρεύτηκε την από χρόνια αγαπημένη του Μερσέδες Μπάρτσα Πράδο.

Τη Μερσέδες την είχε πρωτογνωρίσει στο Σούκρε, το 1943 στις διακοπές του σχολείου και χορεύοντας σε μια γιορτή της ζήτησε να τον παντρευτεί. Η Μερσέδες ήταν τότε 13 χρονών. Είχε γεννηθεί το 1932 και η καταγωγή της ήταν αραβική. Οι πρόγονοί της είχαν φτάσει κάποια στιγμή στη Κολομβία, από την Αλεξάνδρεια και τη Συρία, και ρίζωσαν σε εκείνο τον τόπο, ασχολούμενοι με το εμπόριο, κυρίως του καφέ.

Οι δυο νέοι βλέπονταν τότε σποραδικά, όποτε επέστρεφε ο Μάρκες για τις διακοπές του σχολείου. Όταν και οι δυο οικογένειες -για ξεχωριστούς λόγους- μετακόμισαν στην Μπαρανκίγια, οι συναντήσεις τους έγιναν πιο συχνές. Ο ερωτευμένος νεαρός τις έκανε καντάδες και η Μερσέδες υπέκυψε στη γοητεία του. Τότε είχαν αποφασίσει οριστικά, οτι την κατάλληλη στιγμή, θα παντρεύονταν. Και η κατάλληλη στιγμή είχε φτάσει. Όλα τα υπόλοιπα χρόνια θα τα περάσουν μαζί και αγαπημένοι, και μάλιστα ο συγγραφέας θα την ενσωματώσει στον λογοτεχνικό του κόσμο, αφού σε τρία βιβλία υπάρχει αυτούσια η μορφή της και τα συναισθήματά του γι’ αυτήν, ενώ της αφιέρωσε άλλα δύο.

Μετά την επιστροφή και των δύο πλέον στο Καράκας, ο Μάρκες άρχισε να γράφει τα διηγήματα που θα αποτελούσαν το βιβλίο «Η κηδεία της Μεγάλης Μάμα».

Λατινοαμερικάνικο Πρακτορείο Ειδήσεων

Η επανάσταση στην Κούβα την Πρωτοχρονιά του 1959 ήταν ένα μεγάλο γεγονός στη ζωή και του Μάρκες. Στις 17 Ιανουαρίου ο Μάρκες και ο Μεντόσα θα επισκέπτονταν την επαναστατημένη Κούβα ύστερα από πρόσκληση του Φιντέλ Κάστρο στους δημοσιογράφους.

Τον Φεβρουάριο με Μάρτιο του 1959 η οικογένεια επέστρεψε στην Κολομβία και συγκεκριμένα στη Μπογκοτά όπου οι δύο φίλοι και δημοσιογράφοι ανέλαβαν την ίδρυση και λειτουργία του «Λατινοαμερικάνιου Πρακτορείου Ειδήσεων» (Prensa Latina(D/R)) ενός ειδησεογραφικού πρακτορείου που θα διοχέτευε τις ειδήσεις από την Κούβα αλλά και την υπόλοιπη Λατινική Αμερική, -ανεξάρτητο από την προπαγάνδα των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης. Τα γραφεία του πρακτορείου θα γίνονταν επίσης και ένας χώρος συναντήσεων, διαλέξεων, ιδεών των υποστηρικτών της Κουβανικής επανάστασης και της κολομβιανής αριστεράς.

Το δεύτερο μεγάλο γεγονός στη ζωή του Μάρκες εκείνη τη χρονιά ήταν η γέννηση στις 24 Αυγούστου του πρώτου παιδιού του, του Ροντρίγκο. (Rodrigo García(D/R))

Τον Σεπτέμβριο του 1960 πέρασε από τη Μπογκοτά ο ιδρυτής του Λατινοαμερικάνικου πρακτορείου, και συμφώνησε με τον Μάρκες να πάει στην Αβάνα για να μάθει όλες τις λεπτομέρειες της λειτουργίας του πρακτορείου και μετά να διευθύνει ένα παράρτημα στη βόρεια Αμερική. Κατά τη διάρκεια της τρίμηνης παραμονής του στην Αβάνα, γνωρίστηκε με τον Φιντέλ Κάστρο, έμαθε όλη τη λειτουργία του πρακτορείου και έφυγε στις αρχές του 1961 μαζί με την οικογένειά του με σκοπό να ιδρύσει παράρτημα στο Μόντρεαλ του Καναδά.

Πρώτος απαραίτητος σταθμός προκειμένου να πάρουν βίζες για τον Καναδά, η Νέα Υόρκη. Η παραμονή στη Νέα Υόρκη παρατάθηκε για 6 μήνες, αφού από τη μια τα γραφεία του πρακτορείου στη Νέα Υόρκη είχαν έλλειψη προσωπικού και τον χρειάζονταν από την άλλη οι βίζες δεν θεωρήθηκαν ποτέ. Τελικά, η παραίτηση του ιδρυτή του πρακτορείου έφερε και την παραίτηση του Μάρκες που δεν ήθελε να δουλέψει κάτω από τη καινούρια διεύθυνση του πρακτορείου από τους σεχταριστές κομμουνιστές. Ο Μάρκες και η οικογένειά του, παίρνουν το λεωφορείο και ύστερα απο δυο βδομάδες ταξίδι φτάνουν στη Νέα Ορλεάνη και απο εκεί στο Μεξικό, – ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του φίλου του και συμπατριώτη Άλβαρο Μούτις (Álvaro Mutis(D/R)) από χρόνια εγκατεστημένου στο Μεξικό. Η μόνη αποζημίωση για το δύσκολο ταξίδι, ήταν οτι γνώρισε τους τόπους όπου λάμβαναν χώρα τα μυθιστορήματα του αγαπημένου του συγγραφέα του Γουίλιαμ Φώκνερ.

Στην Πόλη του Μεξικού θα φτάσει στις 2 Ιουλίου του 1961 (την ίδια μέρα που αυτοκτόνησε ο άλλος του δάσκαλος, ο Έρνεστ Χέμινγουεη).

Μεξικό: μια καινούρια αρχή

Το πρώτο κείμενο που έγραψε φτάνοντας στο Μεξικό, ήταν ένα συγκινητικό άρθρο- φόρος τιμής για τον πρόσφατα αποθανόντα Έρνεστ Χέμινγουέη, στο οποίο μεταξύ άλλων ο Μάρκες προδίκαζε και τη φήμη και τη σπουδαιότητα που θα αποκτούσε με τα χρόνια ο Χέμινγουεη στο χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Και πάλι με τη βοήθεια του Μούτις ανέλαβε τη διεύθυνση δύο περιοδικών ποικίλης ύλης και ελαφρού περιεχομένου, σε ένα εκδοτικό συγκρότημα, δουλειά που την κράτησε μόνο γιατί είχε ανάγκη από τα χρήματα.

Το Σεπτέμβριο του 1961 στέλνει την «Κακιά ώρα», στο διαγωνισμό μυθιστορήματος της Κολομβίας που είχε προκηρυχτεί με χορηγία της πετρελαϊκής εταιρείας ESSO. Το μυθιστόρημα κέρδισε το πρώτο βραβείο και μαζί και το θεόσταλτο δώρο των 3000 δολλαρίων.

Το 1962, στις 16 Απριλίου γεννήθηκε και ο δεύτερος γιός του, ο Γκονσάλο.

Ταυτόγχρονα το ενδιαφέρον του για τον κινηματογράφο αυξάνεται – τόσο που σκέφτεται οτι ισως ο κινηματογράφος είναι η τέχνη με την οποία θα κατάφερνε να πει αυτά που ήθελε, και έτσι όπως τα ήθελε. Γνωρίζεται με την ομάδα των πρωτοπόρων κινηματογραφιστών του Μεξικού, συνεργάζεται μαζί τους και αποφασίζει να γράψει και ο ίδιος μερικά σενάρια. Αναλαμβάνει τη προσαρμογή για τον κινηματογράφο, μαζί με τον Κάρλο Φουέντες του Χρυσού πετεινού ενός διηγήματος του Χουάν Ρούλφο, (Juan Rulfo(D/R)). Η ταινία προβλήθηκε το 1964, αλλά δεν γνώρισε επιτυχία.

Στη συνέχεια διασκεύασε και το Πέδρο Πάραμο ένα ακόμα μυθιστόρημα του Ρούλφο, και παραχώρησε και τα δικαιώματα του διήγημάτους «Δεν υπάρχουν κλέφτες σε αυτήν την πόλη» (En este pueblo no hay ladrones)για να γυριστεί ταινία. Η ταινία βραβεύτηκε στο α’ διαγωνισμό πειραματικού κινηματογράφου του Μεξικό, κερδίζοντας και το βραβείο διασκευασμένου σεναρίου. Στην ταινία μάλιστα εμφανίζεται και ο ίδιος ο Μάρκες στο ρόλο ενός ταμία κινηματογράφου. Το 1964 γράφει το σενάριο, πρωτότυπο και αποκλειστικά δικό του, για την ταινία «Καιρός για να πεθάνεις» (Tiempo de morir) το οποίο γυρίστηκε σε ταινία από τον Αρτούρο Ριπστάιν (Arturo Ripstein(D/R)) το 1965 και προβλήθηκε τον ίδιο χρόνο αλλά όχι με μεγάλη επιτυχία.

Τώρα είχε φτάσει η ώρα για να γράψει το αριστούργημά του, «Τα εκατό χρόνια μοναξιάς».

Εκατό χρόνια μοναξιάς

Το φθινόπωρο του 1965 και αφού τακτοποιήσει όλες τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις θα αφιερωθεί για σχεδόν έναν χρόνο στο γράψιμο του αριστουργήματός του. Επί ένα χρόνο θα δουλεύει καθημερινά γύρω στις 8 ώρες, κλεισμένος στη σπηλιά της μαφίας όπως ονόμαζε το γραφείο του. Τον Οκτώβριο του 1966 στέλνει ταχυδρομικώς τα χειρόγραφα του έργου του στον εκδοτικό οίκο Sudamericana της Αργεντινής με τον οποίο είχε ήδη υπογράψει συμβόλαιο.

Η έκδοση αυτου του μυθιστορήματος, σίγουρα θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί, «Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας επιτυχίας», αφού ήδη από την περίοδο της συγγραφής, και με τα αποσπάσματα που είχε δημοσιεύσει στον Τύπο ο συγγραφέας αλλά και με τις εγκωμιαστικες κριτικές όσων διάβαζαν τα χειρόγραφα, είχε κυκλοφορήσει η φήμη για την ποιότητα του μυθιστορήματος. Έτσι όταν στις 30 Μαη του 1967 κυκλοφόρησε η πρώτη έκδοση, το βιβλίο εξαντλήθηκε σε μια βδομάδα. Την επόμενη βδομάδα εξαντλήθηκε και η δεύτερη έκδοση, και ξεμένοντας από δημοσιογραφικό χαρτί, ο εκδοτικός οίκος έκανε τη τρίτη έκδοση τον Σεπτέμβρη του 1967. η επιτυχία είχε έρθει για να μεινει. Ο Μάρκες θα κάνει μια περιοδεία σε χώρες της Λατινικής Αμερικής για να προωθήσει το βιβλίο, και αμέσως μετά η οικογένεια θα εγκατασταθεί μόνιμα στην Βαρκελώνη, αφού εκεί ήταν πλέον το κέντρο των εκδοτικών του δραστηριοτήτων.

Το 1982 του δόθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Με βάση το σκεπτικό της απόφασης, ο Μάρκες τιμήθηκε με το βραβείο «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σε έναν πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου».

Τα τελευταία χρόνια αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή καθώς έπασχε από καρκίνο των λεμφαδένων. Πέθανε στις 17 Απριλίου 2014, σε ηλικία 87 ετών στο Μεξικό όπου και είχε εγκατασταθεί το 1961. Κατά καιρούς διέμενε και στην Καρθαγένη της Κολομβίας, στην Βαρκελώνη της Ισπανίας και στην Αβάνα.

Πηγή βιογραφικού: Wikipedia
x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ