Η συγγραφέας Αγγελική Δαρλάση μάς μιλά για τα αγάλματα που «έφυγαν» για να σωθούν, για την ηρωίδα του βιβλίου της, τη μικρή Αγγελίνα, τη σχέση των Ελλήνων με την πολιτιστική τους κληρονομιά αλλά και τις δικές της αξίες, ως άνθρωπος κι ως βραβευμένη συγγραφέας παιδικών βιβλίων.
Συνέντευξη Πηνελόπη Πετράκου
Culturenow: Η εκπληκτική υπόθεση της φυγάδευσης των αγαλμάτων δυστυχώς δεν είναι γνωστή σε πολλούς. Πείτε μας δυο λόγια για το τι ακριβώς έγινε τότε.
Αγγελική Δαρλάση: Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, στήθηκε στην Ελλάδα μια τεράστια επιχείρηση σ’ όλα τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους προκειμένου να προστατευτούν τα αρχαιολογικά ευρήματα, τόσο από πιθανούς βομβαρδισμούς όσο και από ενδεχόμενες λεηλασίες σε περίπτωση εισβολής ή κατοχής. Ειδικά στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στο οποίο επικεντρώνεται η δική μου ιστορία και αποτελεί και το βασικό «σκηνικό» της, η επιχείρηση ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και απαιτητική τόσο δεδομένου του μεγάλου αριθμού των ευρημάτων αλλά και του μεγέθους πολλών αγαλμάτων. Στη δεύτερη περίπτωση και μέσα σε καθεστώς πολέμου η ασφαλής μεταφορά τους σε κρυψώνες ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Γι’ αυτό και πολλά αγάλματα ενταφιάστηκαν κάτω από τα πατώματα του Μουσείου.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
C. N.: Οι σύγχρονοι Έλληνες είναι συναισθηματικά έτοιμοι να υπερασπιστούν την πολιτιστική τους κληρονομιά;
Α. Δ.: Κάθε λαός κουβαλάει το όποιο βάρος της δικής του πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι σύγχρονοι Έλληνες, όπως και κάθε λαός, δεν είναι ένα ενιαίο σύνολο. (Άλλωστε, ούτε στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όλοι αντέδρασαν με τον ίδιο τρόπο). Οπότε υπό αυτό το πρίσμα θα έλεγα πως πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, αγνοούν τόσο την ορατή όσο και την άυλη πολιτιστική μας κληρονομιά Πολλοί επίσης, έχουν μια μάλλον στρεβλή εικόνα, κι είμαι βέβαιη πως είναι οι μόνοι που επί της ουσίας δεν είναι έτοιμοι να την υπερασπιστούν παρά τις όποιες αρχαιολατρικές, συνήθως, «κορώνες» τους. Υπάρχουν όμως και πάρα πολλοί οι οποίοι και γνώση έχουν και την ουσιαστική παιδεία, καλλιέργεια, ενσυναίσθηση κι ωριμότητα κι εμπράκτως το αποδεικνύουν τόσο στην καθημερινή ζωή τους και αρκετοί και με το έργο τους. Άλλωστε το να υπερασπίζεσαι την πολιτιστική σου κληρονομιά είναι και στάση και τρόπος ζωής κι αντίληψης του κόσμου.
C. N.: Ο Τίκο κι η Αγγελίνα ωριμάζουν ραγδαία μέσα σε ένα σκηνικό πολέμου και στέρησης. Τι μαθαίνει ο μικρός αναγνώστης του βιβλίου απ’ τη μεταξύ τους σχέση;
Α. Δ.: Δεν ξέρω τι μαθαίνει, ειλικρινά. Δε θα ήθελα να μάθει κάτι, αναγκαστικά. Αυτό που εγώ ήθελα να πω ήταν πως ακόμη και σε δύσκολες συνθήκες πάντα ο άνθρωπος αγωνίζεται και μάχεται για να ζήσει και να δημιουργήσει κάτι καλύτερο. Πως ακόμη και στο πιο μαύρο σκοτάδι έχεις την ανάγκη να βλέπεις κάπου ένα φως, ακόμη κι από μια χαραμάδα. Και πως η ανθρωπιά μας, η πίστη στις πανανθρώπινες αξίες, η αλληλεγγύη, η έμπρακτη αλληλοϋποστήριξη, η πίστη στο συνάνθρωπο είναι αυτό που μας κρατάει διαχρονικά όρθιους κι «αθάνατους» ως ανθρώπους. Και πως πατρίδα είναι, μεταξύ άλλων, το σπίτι μας, η γειτονιά μας, οι άνθρωποι που αγαπάμε, οι οικογένεια, οι φίλοι μας, τα παιχνίδια και τα τραγούδια μας ∙ οι μικρές καθημερινές λεπτομέρειες που μας διαμορφώνουν και μας ορίζουν. Αν καταφέρνω να εμπνεύσω κάτι απ’ όλα αυτά σ’ ένα παιδί αναγνώστη μου θα με χαροποιούσε ιδιαίτερα.
C. N.: Τα αποσπάσματα του βιβλίου με την πλάγια γραφή -ειδικά αυτό της σελίδας 178- θυμίζουν τα χορικά στο αρχαίο δράμα. Οι σπουδές και η ενασχόλησή σας με τις Παραστατικές Τέχνες λειτούργησαν καθόλου υπέρ αυτής της τεχνικής;
Α. Δ.: Δεν ήταν κάτι συνειδητό, ούτε το είχα ως πρόθεση να θυμίζει κάτι, πόσο μάλλον χορικά αρχαίου δράματος. Τα συγκεκριμένα αποσπάσματα στα οποία αναφέρεστε, είναι οι «φανταστικές», αλλά για την ίδια την ηρωίδα πραγματικές, συνομιλίες της με τα αγάλματα που τα θεωρεί φίλους της – ως εκ τούτου πολλές φορές σχολιάζονται, αναλύονται, ή συζητιούνται θέματα που την απασχολούν, την προβληματίζουν ή τη στεναχωρούν και τη θλίβουν, όπως κάνουμε με τους φίλους μας. Μόνο που επειδή οι συγκεκριμένοι φίλοι είναι πολύ μεγάλοι ηλικιακά φέρουν τη διανόηση της ηλικίας και της δικής τους εποχής.
Έννοιες όπως το ρυθμό του κειμένου, τη δραματική κορύφωση, τη θεατρικότητα νομίζω πως τα κουβαλάω, ασυνείδητα, μέσα μου τόσο από τις σπουδές μου όσο κι από την επαγγελματική μου θητεία στο θέατρο. Ίσως αυτά να με βοήθησαν στη δημιουργία της εντύπωσης στην οποία αναφέρεστε, αφού εξυπηρετούν εναλλαγές, τόσο ρυθμικά και νοηματικά όσο και… σκηνικά.
C. N.: Η Αγγελίνα έχει μια εκ γενετής δυσπλασία και πέφτει θύμα ρατσισμού και μπούλινγκ αλλά αντιστέκεται. Παλαιότερα ήταν ευκολότερη η αντίσταση σε τέτοιου τύπου επιθέσεις;
Α. Δ.: Νομίζω πως, λίγο ή πολύ, οι άνθρωποι αναπαράγουμε κάποιες ίδιες συμπεριφορές και αντιδράσεις. Και δυστυχώς ο ρατσισμός και η βία απέναντι στον «διαφορετικό» και πιο αδύναμο, είναι μία από αυτές τις συμπεριφορές ∙ συμπεριφορά που στην ακραία της εκδοχή έγραψε τις πιο μαύρες σελίδες της Ιστορίας, ουκ ολίγες φορές. Και μπορεί ο ρατσισμός και η βία απέναντι στον διαφορετικό, κι η άντληση χαράς από αυτό, στη συγκεκριμένη ιστορία να ασκείται από παιδιά όμως δεν έχει σχέση με… παιδικότητα, όσο με αναπαραγωγή κοινωνικών αντιλήψεων και στερεοτύπων. Τα παιδιά είναι καθρέφτες μας.
Νομίζω πως πιθανότατα παλιότερα να ήταν ακόμη πιο δύσκολο να αντισταθεί ο διαφορετικός. Το λυπηρό κι εξοργιστικό όμως είναι το ότι σήμερα, στον 21ο αιώνα, παρ’ όλη την πληροφόρηση κι ενημέρωση, και παρά τα λάθη του παρελθόντος, συνεχίζουμε να αναπαράγουμε τις ίδιες συμπεριφορές.
C. N.: Θεωρείτε πως το παιδικό βιβλίο στο είδος της περιπέτειας ή της φαντασίας ανταγωνίζεται το κλασικότερο είδος που υπηρετείτε εσείς;
Α. Δ.: Ένα καλό βιβλίο είναι ένα καλό βιβλίο, ανεξάρτητα σε ποιο είδος ανήκει και για τα καλά βιβλία πάντα υπάρχει χώρος στα ράφια της βιβλιοθήκης μας αλλά και στο νου και την καρδιά μας. Και κάθε φορά που συνομιλώ με παιδιά διαπιστώνω πως αυτό το «αξίωμα» τελικά, ευτυχώς, ισχύει.
C. Ν.: Τα βραβεία που έχετε αποσπάσει για τα έργα σας σάς δεσμεύουν απέναντι στο αναγνωστικό κοινό και τους μαθητές σας;
Α. Δ.: Τα βραβεία δεν τα αισθάνθηκα ποτέ ως «βάρος» αφού έτσι κι αλλιώς πρώτη εγώ δεν μου χαρίζομαι και δεσμεύομαι κατ’ αρχάς απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό που είναι ο πρώτος που θα με κρίνει αυστηρά – κι ο πρώτος που, αν τύχει, θα απογοητεύσω. Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να δίνω, κάθε φορά, το καλύτερο που μπορώ. Θέλω να συνομιλώ με εντιμότητα κι ειλικρίνεια κι απ’ όσο συναισθηματικό ή διανοητικό βάθος έχω, τόσο με τους αναγνώστες αλλά και τους μαθητές μου (μικρούς και μεγάλους).
C. N.: Πόσο αποτελεσματικά υποστηρίζονται μεταξύ τους η διαδικασία του να μεγαλώνεις παιδιά κι η διαδικασία του να γράφεις για παιδιά;
Α. Δ.: Ως γονιός, είναι πολλές φορές που πιστεύω ότι το να μεγαλώνεις παιδιά είναι ένα από τα δυσκολότερα κι ομορφότερα εγχειρήματα. Νομίζω πως ανάλογη είναι κι η διαδικασία της συγγραφής βιβλίων που θα διαβάσουν και παιδιά. Συνειδητοποίησα όμως πως γράφω και για παιδιά, όχι τόσο ή μόνο επειδή τα αγαπάω, δεν είναι αυτός ο πρωταρχικός λόγος. Περισσότερο είναι επειδή μου αρέσει να γοητεύομαι από αυτή την ηλικία, με γοητεύουν τα παιδιά, άρα κι οι ήρωες παιδιά. Με εντυπωσιάζουν κι εμπνέουν το σεβασμό μου. Σχεδόν με μαγεύει η παιδική ηλικία. Πιστεύω πως πρόκειται για μια διαφορετική θέαση του κόσμου, τόσο απλή και, ταυτόχρονα, τόσο ουσιαστική και μεστή, τρυφερή και, συνάμα, τόσο σκληρή. Τόσο γήινη και ταυτόχρονα αλλόκοσμη. Και σ’ αυτή μου τη θεώρηση κάπου σίγουρα με βοηθάει το να παρατηρώ, να συνομιλώ και να μεγαλώνω τα παιδιά μου.
Καμιά φορά λέω πως ως ενήλικας που μεγαλώνει παιδιά και που γράφει γι’ αυτά, πιάνω τον εαυτό μου να βρίσκομαι συνεχώς στην «κόψη», στην άκρη ενός γκρεμού. Από εκεί πάνω μπορώ να αφεθώ να δω τον κόσμο με άλλα μάτια, τα δικά τους, αλλά ταυτόχρονα νομίζω πως κινδυνεύω ανά πάσα στιγμή να στραβοπατήσω και να πέσω με τα μούτρα στην… ενήλική μου πραγματικότητα.