“Και θα σφάξουμε το κουνέλι. Η ζωή είναι ωραία. Η ζωή είναι καλή. Θα σφάξουμε το κουνέλι.”, είναι ο πρωτότυπος και αινιγματικός τίτλος της παράστασης που παρουσιάζουν η Αγγελική Παπαθεμελή και η Σοφία Κορώνη στο Bios Tesla main. Έχοντας αναλάβει από κοινού σύνθεση κειμένου, σκηνοθεσία και ερμηνεία, μέσα από τα δύο αριστουργηματικά βιβλία της Αλίκης του Λιούις Κάρολ και τα «Κυμάτα» της Βιρτζίνια Γουλφ, με οδηγό την αναρώτηση «Περί αλήθειας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια» του Νίτσε, “ταξιδεύουν” σε μία γοητευτική περιπλάνηση προς την αναζήτηση της Αλίκης για την Αλίκη.

Σ’ αυτό το δύσκολο αλλά και συναρπαστικό εγχείρημα “ακλόνητος συνοδοιπόρος και σταθερό σημείο αναφοράς” είναι ο Θάνος Ανεστόπουλος και η υπέροχη μουσική που έγραψε, η οποία “κοιτάζει με την απλότητα και την τόλμη ενός μεγάλου παιδιού τους τρομακτικότερους εφιάλτες μας και μας βάζει κάθε φορά για ύπνο με ένα χάδι απέραντης τρυφερότητας και τη βεβαιότητα πως δεν είμαστε μόνοι”, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και η Α. Παπαθεμελή.

Η ίδια, μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις της για την ιδέα και την δημιουργία της παράστασης, την έννοια της «συνάντησης», της πίστης και τους θάρρους, καθώς και για όλα αυτά που της δίνουν δύναμη ώστε να ξεπερνάει τους μεγαλύτερους φόβους της.

“Αρπάζω, κρατάω γερά. Κρατάω το χέρι οποιουδήποτε” γιατί “…η ζωή μαραίνεται όταν υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούμε να τα μοιραστούμε” (Β. Γουλφ).


Culturenow: Από 18 Ιανουαρίου παρουσιάζεται στη σκηνή του Bios η παράσταση «Και θα σφάξουμε το κουνέλι. Η ζωή είναι ωραία. Η ζωή είναι καλή. Θα σφάξουμε το κουνέλι», σε δική σας σύνθεση κειμένου/σκηνοθεσία/ερμηνεία. Ποια ήταν η αφετηρία και η πηγή έμπνευσης γι’ αυτό το ιδιαίτερο εγχείρημα;

Αγγελική Παπαθεμελή: Η αρχή έγινε με μια ιδέα της Σοφίας να ερευνήσουμε το θέμα της αλήθειας και του ψεύδους, πρόταση που απέκτησε πολύ σύντομα υπόσταση μέσα από το εξαιρετικό «Περί αλήθειας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια» του Φ. Νίτσε. Πηγή έμπνευσης στάθηκαν στη συνέχεια άπειρα κείμενα (λογοτεχνικά, ποιητικά, φιλοσοφικά, θρησκευτικά, επιστημονικά), τραγούδια, πίνακες, φωτογραφίες, σκηνές από ταινίες (σπαράγματα από Νίτσε, Τ. Σ. Έλλιοτ, Φ. Πεσσόα, Οκτάβιο Παζ, Μ. Γιουρσενάρ, αλλά και η σκηνή του χορού από το Permanent Vacation του Τζάρμους ντυμένη με το Morning Sun των Underground Youth) έφτασαν τελικά και μέχρι την παράσταση.

Πάνω απ’ όλα όμως, σταθερή πηγή έμπνευσης αποτέλεσε η αμοιβαία υπόσχεση να προσεγγίσουμε το θέμα με ειλικρίνεια και βαθιά προσωπική εμπλοκή, με τρόπο και σε βάθος χρόνου που θα επέτρεπε να κινηθούμε ανοιχτά, ελαχιστοποιώντας το φόβο της αποτυχίας και την ανάγκη για υλικά άμεσης χρηστικότητας. Με το βλέμμα πάντα προσανατολισμένο στην τελική υλοποίηση του πράγματος και με ιδιαίτερη επιμονή και πίστη σ’ αυτό, ακούσαμε με μεγάλη προσοχή και εμπιστευτήκαμε η μία την άλλη και τη δόνηση που μας προξενούσε το κάθε υλικό που φέρναμε ή από ένα σημείο και μετά ερχόταν από μόνο του στο δρόμο μας.

Τέλος, τεράστια πηγή έμπνευσης ήταν η προθυμία των εξαιρετικών συνεργατών μας να εμπλακούν σ’ αυτή την παράξενη ιστορία (του απολύτως μηδενικού budget) και η πολύτιμη συμβολή τους σε πολλά και διαφορετικά στάδιά της, συμβολή που δεν εξαντλείτο στο πεδίο που είχαν αναλάβει, αλλά αφορούσε στο σύνολο της δουλειάς.

Cul. N.: Ποια είναι η κοινή συνισταμένη ανάμεσα σ’ αυτά τα τρία -φαινομενικά ασύνδετα- έργα και μέσα από ποια δημιουργική διαδικασία οδηγηθήκατε στο τελικό παραστασιακό κείμενο;

Α. Π.: Μέσω του κειμένου του Νίτσε, το θέμα ανοίχτηκε γρήγορα προς το ζήτημα της κοινώς αποδεκτής πραγματικότητας και της πολύ προσωπικής πραγματικότητας του καθενός και στο αν και πώς μπορεί αυτή η βαθύτερη αλήθεια να επικοινωνηθεί, να αναγνωριστεί και έτσι να αποκτήσει υπόσταση.

Η ύπαρξη σ’ αυτόν τον κόσμο, με ό,τι αυτή συνεπάγεται, το ερώτημα «ποιος είμαι;», ο χρόνος και ο τρόπος που τον βιώνουμε, η ισχύς αλλά και η ανεπάρκεια της γλώσσας και της ονοματοδοσίας των πραγμάτων, οι επιλογές, οι χαμένες δυνατότητες και η εκ των υστέρων θεώρησή τους, το αίτημα της ελευθερίας, η τόλμη και ο τρόμος, το φευγαλέο και το διαρκές, η βασανιστική «μνήμη» μιας ολότητας και η αναπόφευκτη περιχαράκωση στα όρια του εαυτού, η παιδικότητα, η μοναξιά, η σύνδεση με τους άλλους, η απώλεια, η θνητότητα, η πιστοποίηση της ύπαρξής μας μέσα από το βλέμμα του άλλου, η νομοτέλεια και ταυτόχρονα ο απόλυτος παραλογισμός της ζωής, είναι τα περισσότερα από τα θέματα που ανοίχτηκαν στη δουλειά μας. Τα συναντήσαμε στην πιο πλήρη έκφρασή τους (με υπέροχη στη διαφορετικότητά της μορφή και χρήση του λόγου) στα δύο βιβλία της Αλίκης του Λ. Κάρολ και στα Κύματα της Β. Γουλφ, βρίσκοντας ακόμη και στα τρία τη δυνατότητα ενός λόγου που απευθύνεται, δηλαδή σαφώς θεατρικού και για μας αποτέλεσαν χωρίς καμιά αμφιβολία ενιαίο υλικό.

Δουλέψαμε επιλέγοντας αρχικά τα πάμπολλα κομμάτια που κυρίως μας ενδιέφεραν, άλλοτε ολόκληρα επεισόδια και άλλοτε παραγράφους ή απλά φράσεις και λέξεις, κατατάσσοντάς τα σε ενότητες, συνδέοντας κομμάτια και δημιουργώντας δοκιμαστικά νέες παραγράφους και μικρές σεκάνς αποτελούμενες από διάφορα μέρη και των τριών βιβλίων (κάποιες από τις οποίες έχουν πια καταγραφεί στη συνείδησή μας σαν να είχαν εξαρχής γραφτεί έτσι), διαμορφώνοντας σιγά σιγά έναν σκελετό, μετακινώντας πάλι και πάλι, ξαναγυρίζοντας στα βιβλία και προσθέτοντας, όσο οδεύαμε προς το τέλος πια μόνο αφαιρώντας, ενώ παράλληλα άρχιζε να εμφανίζεται και η μορφή που τελικά θα έπαιρνε η παράσταση (πολύ διαφορετική από ό,τι αρχικά φανταζόμασταν), το πλαίσιό της και ένας για μας πολύ καθαρός ειρμός του δικού μας πια κειμένου. Ήταν μια συναρπαστική διαδικασία, που την κάναμε με μεγάλη σύμπνοια και μας πρόσφερε μια βαθειά γνώση του υλικού που θα διαχειριζόμασταν σαν ηθοποιοί (ακόμη και του τεράστιου υλικού που τελικά δεν χρησιμοποιήθηκε), μια πολύ προσωπική σχέση με το έργο, τις λέξεις, τις συνδέσεις, τη διαδρομή του, καθώς και πολύ καθαρά τη σκηνοθετική ματιά μας σ’ αυτό. Η διαδικασία της επεξεργασίας του κειμένου συνεχίστηκε μέχρι τέλους, στην πράξη πια, όπως και το μοίρασμά του, μέσα από πολλές διαφορετικές δοκιμές, ενώ συχνά ξαναδουλεύαμε μεγάλα κομμάτια του κειμένου σαν μονολόγους, για να μπορούμε να κατανοούμε αυτή τη μοιρασμένη στις δυο μας ροή της σκέψης ενός ανθρώπου, που έγινε η παράστασή μας. Σε διάφορα στάδια της δημιουργίας του κειμένου υπήρξε πραγματικά πολύτιμη η ματιά της Νικολίτσας Ντρίζη και της Ζωής Λιανοστάθη – όπως και στη συνέχεια σε διάφορα στάδια των προβών, σε συνδυασμό με την υπέροχη και γαϊδουρινά υπομονετική μαζί μας ματιά της Αγγελικής Στελλάτου.

Cul. N.: Γιατί επιλέξατε να δώσετε στην δημιουργία σας αυτόν τον μακροσκελή και αινιγματικό τίτλο, που προέρχεται από τα «Κύματα» της Β. Γούλφ;

Α. Π.: Η πλήρης φράση από τα Κύματα είναι «Και για χιλιάδες ο ύπνος είναι ζέστα και σιωπή και η στιγμιαία απόλαυση ενός παράξενου ονείρου: Και θα σφάξουμε το κουνέλι. Η ζωή είναι ωραία. Η ζωή είναι καλή. Θα σφάξουμε το κουνέλι.». Η αναφορά στο περιεχόμενο του ονείρου των πολλών, που στιγμιαία ανακουφίζει από την αγριότητα της ζωής, προσφέρει ικανοποίηση, ασφάλεια και μια ψευδαίσθηση ελέγχου, ώστε να τολμήσει κανείς να κλείσει τα μάτια και να αφεθεί σ’ αυτή την καθημερινή πρόβα θανάτου που είναι ο ύπνος, αλλά και η θεώρηση του ίδιου του σύντομου ερχομού μας στην ύπαρξη ως «στιγμιαία απόλαυση ενός παράξενου ονείρου», η τεράστια ειρωνία αυτής της απόλαυσης («Δεν πειράζει. Τι μετράει; Φάγαμε καλά.» λέει αλλού στα Κύματα η Γουλφ) στην οποία όμως όλοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ενδίδουμε για να αντέξουμε τη διαδρομή της ζωής, και ταυτόχρονα η αδιαμφισβήτητη γλύκα της, η αναφορά στον καλό, ήσυχο, ευσεβή σφαγέα, ακόμη και το ίδιο το κουνέλι, σαν «φόρος τιμής» στον Κούνελο του Λ. Κάρολ που, τρέχοντας ασταμάτητα με το ρολόι στο χέρι, οδηγεί την Αλίκη στην πτώση της – όλα αυτά μας έκαναν να αγαπήσουμε αυτή τη φράση, που είναι και μέρος του τελικού μας κειμένου.

Cul. N.: Στην παράσταση ενσαρκώνετε από κοινού μια σύγχρονη Αλίκη και θα έλεγα ότι συμπληρώνετε ιδανικά η μία την άλλη. Πως θα περιγράφατε εσείς  τη σκηνική σας σχέση και συνύπαρξη;

Α. Π.: Η σκηνική ύπαρξη και ακόμη περισσότερο η συνύπαρξη είναι ένα τεράστιο και διαρκές πεδίο έρευνας, το οποίο φυσικά δεν εξαντλείται στο πλαίσιο των προβών, είναι μια πάλη κάθε φορά, τόσο για τον καθένα χωριστά όσο και για τη σχέση, περίπου όπως συμβαίνει και στη ζωή και ίσως ακόμη πιο έντονα, γιατί συμβαίνει υπό το βλέμμα των άλλων. «Για να είμαι εγώ, πρέπει να φωτίζομαι από τα μάτια των άλλων» λέει η Γουλφ, για να συμπληρώσει πως «Δεν υπάρχει πανάκεια για το σοκ της συνάντησης». Η έννοια αυτή της συνάντησης (μεταξύ των ανθρώπων που βρίσκονται επί σκηνής αλλά και των θεατών) είναι το α και το ω του θεάτρου σαν πράξη και δεν μπορεί βέβαια παρά να συμβεί μέσω της ενδεχομένως διαφορετικής αλλά πολύ προσωπικής σχέσης του καθενός με το έργο, η οποία αν είναι ειλικρινής, ανοίγει έναν ανεξάντλητο δίαυλο επικοινωνίας. Προϋποθέτει επίσης ένα άνοιγμα και έναν «κόπο» εκ μέρους του θεατή, κόπο στον οποίο έχουμε σε μεγάλο βαθμό ξεσυνηθίσει να μπαίνουμε. Αν όλα παν καλά μπορεί να είναι μαγική, αν όχι βασανιστική, και καμία προετοιμασία δεν μπορεί να εγγυηθεί το πρώτο, είναι πραγματικά μια διαρκής πάλη, κυρίως σε σχέση με τον εαυτό σου και τη δική σου σχέση με όλους τους παράγοντες την κάθε στιγμή…

Στη δική μας περίπτωση, η απόφαση να αυτοσκηνοθετηθούμε ήταν σχεδόν αυτονόητη, και είχε τεράστια οφέλη και τεράστιες δυσκολίες ταυτόχρονα, με βασική δυσκολία την ανυπαρξία ενός σταθερού «από κάτω» βλέμματος τόσο στις πρόβες όσο και τώρα στις παραστάσεις, που μας ανάγκασε όμως να γίνουμε πολύ εφευρετικές μεταξύ μας και ευέλικτες ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των συνεργατών μας. Η απόφαση να ενσαρκώνουμε από κοινού ένα πρόσωπο (που κι αυτή προέκυψε σχεδόν αυτονόητα με την πορεία που ακολουθούσαν τα πράγματα), δημιούργησε κι αυτή επιπλέον δυσκολίες, αλλά σταδιακά αποδείχτηκε και εξαιρετικά απελευθερωτική – έχοντας υποτίθεται ως παρτενέρ όχι κάποιον άλλο αλλά τον εαυτό σου, πολλά άλλοθι του ηθοποιού καταρρέουν και καλείσαι πραγματικά να αναλάβεις την ευθύνη «του εαυτού σου», με όλη τη γκάμα των πραγμάτων (οικείων ή απρόβλεπτων, θαυμαστών ή ενοχλητικών, συμπληρωματικών ή αταίριαστων) που μπορεί να σου δώσει κάθε στιγμή. Η σκηνική μας σχέση είναι ένα παράλληλο «έργο μέσα στο έργο», ρευστή και πραγματική και απόλυτα συμβατή με το περιεχόμενο της παράστασης. Είναι ακόμη μια σχέση τίμια, γενναία, επίμονη και γι’ αυτό συγκινητική, που δείχνει όσο περνάει ο καιρός να μας χωράει όλο και περισσότερο και τις δύο ολόκληρες.

Cul. N.: «Καλή μου, είμαστε παιδιά, παιδιά μεγάλα τώρα, και τρέμουμε όταν έρχεται να κοιμηθούμε η ώρα.»

Το συναισθηματικά φορτισμένο σύμπαν της παράστασης “ντύνει” όμορφα η πρωτότυπη μουσική του Θάνου Ανεστόπουλου, αλλά και η φωνή του! Πως προέκυψε αυτή η συνεργασία; Θα μπορούσατε να χαρακτηρίσετε με λίγα λόγια το μουσικό στίγμα που δίνει στην παράσταση;

Α. Π.: Πιστεύω πως όταν κάτι έχει πια αποκτήσει ένα ειδικό βάρος μέσα σου και είσαι με σαφήνεια στραμμένος σ’ αυτό, οι άνθρωποι και τα πράγματα που συγγενεύουν με αυτό αναπόφευκτα εμφανίζονται στην πορεία. Κάπως έτσι συνέβη και με τον Θάνο, και μια παλιότερη συνεργασία του με τη Σοφία έκανε το προξενιό ώριμο! Ο Θάνος υπήρξε για μας αστείρευτη πηγή έμπνευσης και δύναμης και ο ενθουσιασμός και η σοβαρότητα με την οποία αγκάλιασε τις τρελές ιδέες μας (η αρχική πρόταση ήταν να ενσαρκώνει τον Κούνελο της Αλίκης!) μας βοήθησαν να μη λυγίσουμε σε δύσκολες στιγμές. Εξαίρετος καλλιτέχνης και άνθρωπος σπάνιας ευθύτητας, γενναιοδωρίας και αληθινής ομορφιάς, είχαμε την τύχη να μας χαρίσει ένα κομμάτι από τον κόσμο του κι ακόμη περισσότερο να σταθεί και να αφουγκραστεί έναν δικό μας κόσμο. Από κοντά όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν (κάποιες φορές κι όταν δεν το επέτρεπαν) και από μακριά όταν δε γινόταν αλλιώς, ο Θάνος ήταν και παραμένει ακλόνητος συνοδοιπόρος και σταθερό σημείο αναφοράς.

Το δίστιχο που αναφέρετε (από ποίημα του Λ. Κάρολ που προλογίζει κατά κάποιον τρόπο το «Μέσα απ’ τον καθρέφτη – και τι βρήκε η Αλίκη εκεί») το συναντήσαμε πολύ νωρίς, πριν μπούμε στο συγκεκριμένο βιβλίο, και συμπύκνωσε υπέροχα σε λέξεις αυτό που αόριστα ξέραμε ότι θέλαμε να κάνουμε παράσταση. Ο Θάνος σ’ αυτό το αόριστο έδωσε φωνή, έδωσε με τη μουσική του υπόσταση στο κέντρο των πραγμάτων και, παρόλο που είναι αδύνατο να περιγράψω τη μουσική με λέξεις, μπορώ μόνο να πω ότι η μουσική του Θάνου κοιτάζει με την απλότητα και την τόλμη ενός μεγάλου παιδιού τους τρομακτικότερους εφιάλτες μας και μας βάζει κάθε φορά για ύπνο με ένα χάδι απέραντης τρυφερότητας και τη βεβαιότητα πως δεν είμαστε μόνοι.

Cul. N.: Το ανελέητο τικ- τακ του ρολογιού αφήνει κατά τη γνώμη μου μία αίσθηση απώλειας –για τον χαμένο χρόνο που έφυγε και δεν ξαναγυρίζει-, αναμονής –για τον θάνατο που έρχεται αναπόφευκτα-, αλλά και αφύπνισης -για την ζωή που δεν έχουμε ζήσει ακόμα. Ποια είναι η δική σας σχέση με τον χρόνο;

Α. Π.: Σύνθετη, σχετική και διαρκώς αντιφατική, όπως μάλλον όλων των ανθρώπων. Αλλά «χαμένο» περιέργως δεν τον έχω θεωρήσει ποτέ – ούτε επειδή παρήλθε ούτε επειδή ενδεχομένως «σπαταλήθηκε». Έχω εποχές ολόκληρες που στ’ αλήθεια δεν τις θυμάμαι και παρόλαυτά πολύ έντονα την αίσθηση μιας αδιάλειπτης συνέχειας. Με έναν τρόπο, δεν αισθάνομαι να με χωρίζει απόσταση από καμιά περίοδο της ζωής μου, του παρελθόντος ή του μέλλοντος, σαν το παρόν να εμπεριέχει και να εμπεριείχε ανέκαθεν κάθε στιγμή το όλο.

Cul. N.: «Αρπάζω, κρατάω γερά. Κρατάω το χέρι οποιουδήποτε». Εσείς, σε πιο προσωπικό επίπεδο, από πού αντλείτε θάρρος και δύναμη για να “παλεύετε” με τους μεγαλύτερους φόβους σας;

Α. Π.: Από τους λίγους πραγματικούς φίλους, κάποτε και πιο μακρινούς, και όχι σπάνια από την ουσιαστική ευγένεια και καλοσύνη αγνώστων. Από το παράδειγμα ανθρώπων που γνώρισα μόνο μέσα από το έργο τους ή την ιστορία τους και από τη μνήμη ανθρώπων που δεν είναι πια κοντά και όσων μοιραστήκαμε – περιουσία που ποτέ δε χάνεται κι ας εμπεριέχει πόνο. Από όλες τις στιγμές παρελθόντος και μέλλοντος που αφέθηκα χωρίς φόβο σε κάτι. Από ευγνωμοσύνη για κείνους τους ανθρώπους που βάλαν φωτιά στην ύπαρξή τους για να παραδώσουν (και) σε μένα σε λέξεις, μουσική, εικόνα αυτό το οποίο εγώ δεν μπορώ να συλλάβω. Εδώ και χρόνια από το «Σύσσημον» του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Από την οικογένειά μου με ό,τι ωραίο ή δύσκολο μου έδωσε, από την ανεξάντλητη λίστα πραγμάτων που μπορώ ακόμα να μάθω, να εξερευνήσω, από τη λίγη έστω επαφή με τη φύση, από τη δουλειά (που άλλες φορές απεχθάνομαι), καμιά φορά από κάποια ιδιόμελη «προσευχή», καμιά φορά στεγνά από αντίδραση… Από εξαντλητικές ολονυχτίες υπέροχης ανοησίας, παλαβομάρας, ασοβαρότητας που εκτελείται με άκρα σοβαρότητα και προσήλωση, με σχέδια καταδικασμένα να μην υλοποιηθούν, μεγάλα όνειρα για τεράστια εγχειρημάτα, ό,τι διευρύνει την κλίμακα σουρεαλιστικά σαν να χλευάζει το φόβο και αντισταθμίζει άλλες ενίοτε αγωνιώδεις ξαγρύπνιες. Από την παραδοχή των φόβων, της αδυναμίας. Από την ανθρώπινη ικανότητα για ομορφιά και ενσυναίσθηση και τις όχι λίγες φορές που την κάνουμε πράξη.

Cul. N.: Πιστεύετε πως στη δύσκολη συγκυρία που διανύουμε υπάρχει χώρος για ελπίδα;

Α. Π.: Είναι ένας όρος με τον οποίο δεν είμαι πολύ εξοικειωμένη, ίσως λανθασμένα δε με παραπέμπει σε κάτι ενεργητικό, αλλά περισσότερο σε κάτι που υπάρχει ή δεν υπάρχει κάθε φορά. Πολύ διαφορετική αντίληψη έχω όμως ας πούμε για την παρεξηγημένη έννοια της πίστης – την οποία καταλαβαίνω σαν μια προϋπόθεση εσωτερικής καθαρότητας, ησυχίας, ανοιχτότητας και ενεργητικής δέσμευσης απέναντι στα πράγματα, τους ανθρώπους και τον εαυτό σου (σύμφωνα με τον ορισμό της πίστης από τον Allan Watts «…πάνω απ’ όλα πνευματική διαύγεια – πράξη εμπιστοσύνης απέναντι στο άγνωστο») – και για την έννοια του θάρρους.

Πρόσφατα για πολλούς η ελπίδα ήρθε – και έφυγε με ιλιγγιώδη ταχύτητα – και η συγκυρία που διανύουμε δεν είναι απλώς δύσκολη αλλά φρικαλέα και με πάτο αόρατο, αλλά αφού μιλάτε για χώρο και άρα για τη δική μας ευθύνη να τον διατηρούμε ανοιχτό, αισθάνομαι ότι πρέπει να αντισταθούμε με όλες τις δυνάμεις μας στην αποθάρρυνση, να πιστέψουμε βαθύτατα στην αλληλεγγύη και να επενδύσουμε την ενέργειά μας σε συλλογικές δομές αυτο-οργάνωσης (συμπεριλαμβάνω σ’ αυτές ακόμη και τις απλούστερες και συχνά υποτιμημένες όσο μεγαλώνουμε, τις παρέες), έναν σπουδαίο τρόπο να συμμετέχει κανείς με ολόκληρο τον εαυτό του σε κάτι, να αναλαμβάνει την ευθύνη της ανατροφοδότησης της ελπίδας του και να έχει συμπαραστάτες στην απελπισία του.

Cul. N.: Κλείνοντας, τι θα θέλατε να έχει πάρει από την παράστασή σας ο θεατής, πριν ανοίξει την πόρτα και βγει έξω στον πραγματικό κόσμο;

Α. Π.: Υπάρχει στην παράσταση μια φράση από τα Κύματα που την είχαμε (για εσωτερική κατανάλωση και δικό μας οδηγό σε σχέση με τους θεατές) ως υπότιτλο στα κείμενά μας, η φράση Θα συναντηθούμε απόψε, δόξα τω Θεώ.

Υπήρχε ακόμη πριν το τελικό κόψιμο του κειμένου μια τελευταία σκηνή, από τη συνάντηση της Αλίκης με τον Ιππότη στο Μέσα απ’ τον Καθρέφτη, σκηνή της οποίας τον διάλογο μάλιστα είχαμε ηχογραφήσει με τον Θάνο στο ρόλο του Ιππότη (ρόλο που έχει διατηρήσει εσαεί μέσα μας!) – στο πλαίσιο αυτής της σκηνής ακουγόταν και το τραγούδι του τέλους. Η τελευταία φράση μας ήταν Ελπίζω να μού ’δωσα λίγο κουράγιο.

Μακάρι αυτή η συνάντηση να συμβαίνει και μακάρι να αντλούμε αμοιβαία από αυτή λίγο κουράγιο.

*Φωτογραφίες: Βασίλης Γεροντάκος

Στιγμιότυπο από το βίντεο trailer του Γιώργου Ευθυμίου


Η παράσταση “Και θα σφάξουμε το κουνέλι. Η ζωή είναι ωραία. Η ζωή είναι καλή. Θα σφάξουμε το κουνέλι” παρουσιάζεται στο Bios Tesla main έως 1 Μαρτίου 2016