Πώς είναι να ζεις συνεχώς περιπλανώμενος, πώς είναι να είσαι μόνιμα φυγάς χωρίς να φταις, πώς είναι άραγε να νιώθεις την απειλή των χωροφυλάκων να σε κατατρέχει, πώς μπορεί να αισθάνεσαι καταδιωκόμενος σε έναν κόσμο που αποπνέει αγριότητα;
Και όμως μέσα σε όλο αυτό το δυσμενές σκηνικό να βρίσκεις θαλπωρή και φροντίδα στα μάτια ενός γέρου, ενός βοσκού που στην αρχή νόμιζες εχθρό και καταδότη. Αυτή είναι η ζωή του μικρού αγοριού που βάλλεται από παντού και πασχίζει να ξεφύγει από τα δίχτυα των διωκτών του, μία συνεχής μάχη για ένα παιδί που γνώρισε το κακό του κόσμου πριν καν συστηθεί με το καλό.
Ο Χεσούς Καρράσκο χτίζει μια ιστορία σκληρή και αδυσώπητη αλλά τόσο αληθινή που αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές του αναγνώστη και καταφέρνει να τον καταστήσει συμμέτοχο και να του εμφυσήσει συμπόνια, οίκτο και συμπαράσταση για αυτό το ταλαιπωρημένο μικρό αγόρι.
Ένας μικρός μαχητής της ζωής
“Προχωρούσε μέσα από τα χερσοχώραφα αναζητώντας τα άχυρα που είχαν απομείνει από τον τελευταίο θερισμό. Πού και πού τρόμαζε καμιά πέρδικα στο πέρασμά του ή ένιωθε το τρεχαλητό των κουνελιών που το ‘σκαγαν στο τρίξιμο των παπουτσιών του. Αφήνοντας πίσω του τον ελαιώνα, μοναδικό του σχέδιο ήταν να κρατάει την πορεία του σταθερή. Μπορούσε να αναγνωρίσει τον Γαλαξία, το σίγμα της Κασσιόπης και τη Μεγάλη Άρκτο. Ξεκινώντας απ’ αυτήν εντόπισε τον Πολικό Αστέρα και κατεύθυνε τα βήματά του προς αυτόν”.
Η πορεία του μικρού αγοριού κινείται προς έναν δρόμο άγνωστο, τον δρόμο της σωτηρίας, ο οποίος μοιάζει με την ισορροπία ενός σχοινοβάτη πάνω στο σχοινί. Πορεύεται με μοναδικό σκοπό να διαφύγει, να προσπαθήσει να ζήσει μια κανονική ζωή όντας ελεύθερος και ανεξάρτητος κάποια στιγμή. Αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, συναντά κινδύνους και βιώνει κακουχίες, έρχεται πρόωρα αντιμέτωπος με έναν κόσμο εχθρικό και επικίνδυνο, κάτι που ούτε είχε φανταστεί.
Ο Θεός όμως δεν τον ξέχασε και στον δρόμο του βρέθηκε ο γέρος, στο πρόσωπο του οποίου θα συναντήσει έναν σύμμαχο, έναν αρωγό στην προσπάθεια φυγής του, έναν άλλο πατέρα ίσως, μιας και ο κανονικός τον πρόδωσε. Με τον γέρο αυτό χτίζεται σιγά σιγά μια σχέση εμπιστοσύνης που κορυφώνεται στο τέλος, το μικρό αγόρι ως Δον Κιχώτης και ο γέρος ως Σάντσο Πάντσα για να θυμηθούμε τον Θερβάντες, Δουλτσινέα ο πιστός σκύλος του γέρου που ακολουθεί το μικρό αγόρι και είναι πάντα στο πλευρό του.
Ο γέρος και το παιδί
“Το αγόρι έβαλε μια κραυγή που έσκισε τον αέρα σαν να έβγαινε μόλις από τη σήραγγα που συνδέει τη ζωή με το θάνατο. Ο γέρος την άκουσε και ευτυχώς, ήταν ο μόνος αυτήκοος μάρτυρας εκείνης της σπαρακτικής κραυγής καταμεσής της ερημιάς”. Ο γέρος του Καρράσκο θυμίζει τους γέρους των ζωγράφων της Αναγέννησης, για παράδειγμα έναν Άγιο Ιερώνυμο ή έναν Άγιο Ματθαίο όπως τους απεικόνισε γυμνούς, ρακένδυτους και εξαθλιωμένους ο Καραβάτζιο. Είναι συγκλονιστική η μορφή του γέρου, ενός φτωχού πλην τίμιου ανθρώπου που στο πρόσωπο του μικρού αγοριού θα βρει και αυτός έναν συνάνθρωπο να τον περιποιηθεί μήπως και μπορέσει να τελειώσει τις μέρες του πιο γαλήνια. Είναι ένας γέρος βοσκός που θυμίζει και τα επεισόδια της Παλαιάς Διαθήκης, ένας άλλος Αβραάμ που συμβουλεύει και νουθετεί τον νέο ενώ ο νέος αισθάνεται την ανάγκη να σταθεί δίπλα στον γέρο και να τον βοηθήσει στα δύσκολα. Ένα δίδυμο αρχετυπικό, ένα δίδυμο που εκπέμπει ανθρωπιά μέσα σε μία άγρια ερημιά όπου τα ζώα είναι οι μόνιμοι και σταθεροί του κάτοικοι, σαν ο άνθρωπος να έχει παραβιάσει το σπίτι τους.
Ο Καρράσκο μιλάει ανοιχτά για την πάλη του ανθρώπου με το κακό που παραμονεύει, για την ασίγαστη δύναμη της φύσης που μπορεί να φιλοξενεί και να κρύβει στα σπλάχνα της το παιδί που ζητά την αγκαλιά της αλλά και της φύσης – όπως στον Γέρο του Φώκνερ – που μπορεί και εκδικείται όποιον την προσβάλλει και δεν την σέβεται. Για το μικρό αγόρι η αγκαλιά που βρίσκει στα μάτια του γέρου, σαν αυτός να είναι ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή είναι ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει. Η σχέση είναι πολύ τρυφερή και ας περνά από σαράντα κύματα, ένας συναισθηματικός κόσμος αναπτύσσεται μεταξύ των δύο και συγκινεί η επικοινωνία των δύο γενεών μέσα από κοινούς κώδικες σε τέτοιο βαθμό που ο αποχωρισμός είναι μία δύσκολη έννοια, μια διαδικασία που κοστίζει και στους δύο.
Η συμβίωσή τους, η έγνοια του ενός για τον άλλο και η αλληλεπίδραση τους σε ένα περιβάλλον που δεν είναι το δικό τους συσφίγγει και ενισχύει το δέσιμό τους έτσι που κανένας χωροφύλακας δεν τους χωρίζει, έχουν ήδη βρει το δικό τους κλοιό προστασίας και αυτό διαφαίνεται έντονα στο τέλος. Και ας γνωρίζει το αγόρι πως ο κόσμος των ενηλίκων δεν περνά από το γέρο και πως έχει αφήσει πίσω του τις παιδικές αναμνήσεις για να ζήσει από εδώ και εμπρός ως στρατιώτης στο μέτωπο της σκληρότητας με όπλο την εμπειρία των δυσκολιών. “Για πρώτη φορά από τότε που γνώρισε τον βοσκό, ένιωσε να χάνει την επαφή με τη γη που τον είχε κρατήσει στη ζωή μέσα σ’ εκείνη την αγριεμένη αμμοθάλασσα”.
Αυτό που συνδράμει την πιο εύκολη επαφή του αναγνώστη με αυτό το δύσκολο και τραχύ σύγγραμμα είναι η αριστοτεχνικά δοσμένη αφήγηση με εικόνες που σχηματίζονται και χαράσσονται στο νου. Ωμός πολλές φορές και ίσως και μη ανεκτός ο τρόπος αφήγησης γιατί πηγάζει από αυτόν βιαιότητα -θυμίζοντας την κινηματογραφική “Επιστροφή” (The Revenant) και το άγριο επεισόδιο με το άλογο – αλλά αυτό το άγριας ομορφιάς πεδίο δράσης καθιστά τον αναγνώστη άμεσο κοινωνό της ιστορίας και είναι τέτοια η αποτύπωση της φύσης από τον συγγραφέα που εκπέμπει γοητεία γιατί ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας και ας μη ζούμε από πρώτο χέρι τα όσα εκεί εκτυλίσσονται. Αξίζουν συγχαρητήρια τέλος στην μεταφράστρια Λένα Φραγκοπόλου που έφερε εις πέρας ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα απόδοσης της γλώσσας.
Αποσπάσματα
“Θυμήθηκε τη μυρωδιά του γράσου κάτω από το σκέπασμα, και το σκισμένος μουσαμαδένιο του τελείωμα. Το μουγκρητό εκείνης της μηχανής ήταν γι’ αυτόν η σάλπιγγα του πρώτου αγγέλου. Εκείνη που ανέμειξε τη φωτιά με το αίμα και έπεσε πάνω στη γη ώσπου κατέκαυσε κάθε χλωρό χορτάρι”.
“Η άγρια ερημιά τον είχε σπρώξει πολύ πιο πέρα και απ΄όσα ήξερε και απ΄όσα δεν ήξερε για τη ζωή. Τον είχε φέρει μέχρι το χείλος του θανάτου κι εκεί, καταμεσής σ΄αυτόν τον κάμπο του τρόμου, εκείνος είχε υψώσει το ξίφος αντί να σκύψει το κεφάλι. Ένιωθε πως είχε πιει από το αίμα που κάνει τα αγόρια πολεμιστές και τους άντρες αήττητους”.