Ο Σεριντάν Λε Φανύ είχε πολλούς θαυμαστές – ανάμεσά τους και αρκετούς επιφανείς ομοτέχνους του. Ο M. R. James ισχυριζόταν ότι « κατορθώνει να εμπνέει τον μυστηριώδη τρόμο καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον συγγραφέα », ενώ ο Henry James διατεινόταν ότι οι ιστορίες του ήταν « το ιδανικό ανάγνωσμα για μεταμεσονύχτιες ώρες σ’ ένα σπίτι στην εξοχή » – διατυπώσεις που ιχνογραφούν απλώς το περίγραμμα μιας απαράμιλλης αφηγηματικής και εικονοπλαστικής ικανότητας στην υπηρεσία μιας προσωπικής ποιητικής του τρόμου, που στηρίζεται στην υποβλητικότητα και πάλλεται από έναν γνήσιο όσο και παράδοξο λυρισμό με μεταφυσικές προεκτάσεις.
Το Άγρυπνο μάτι είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές ιστορίες του Λε Φανύ και από τις πλέον αριστοτεχνικές όσον αφορά την κλιμάκωση της υφέρπουσας απειλής και τη συντριπτική επικράτησή της έναντι της λογικής και τελικά της ζωής του ήρωα. Ο Μπάρτον, άνδρας ορθολογιστής, με περιπέτειες και εμπειρίες, αποφασίζει στο Δουβλίνο να προσχωρήσει στο ρεύμα μιας κοινωνικά αποδεκτής κανονικότητας – να κατασταλάξει, να συνάψει γάμο με μια νεαρή κυρία, να ενσωματωθεί. Τα σχέδιά του ανατρέπονται όταν ένα βράδυ ακούει βήματα να τον ακολουθούν – βήματα που δεν τον εγκαταλείπουν έκτοτε και που φαίνεται να ανήκουν σ’ έναν (πραγματικό ή φανταστικό; ) διώκτη, αποφασισμένο να τον κυνηγήσει μέχρι τέλους και να γίνει η νέμεσή του για ένα σφάλμα που διαπράχθηκε στο παρελθόν και παραμένει έως τη λύση του δράματος ανεξιχνίαστο.
Όμως, ακόμα και όταν ο συγγραφέας παραχωρεί μια ενδεχόμενη ερμηνεία, λίγα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους και ποτέ δεν καθησυχαζόμαστε στ’ αλήθεια : κάτι ελλοχεύει εκεί έξω και πιθανότατα δεν μας είναι ανοίκειο, ξένο. Βρισκόμαστε σίγουρα κάτω απ’ τον αστερισμό της αμφισημίας.
Ο Joseph Sheridan Le Fanu (1814-1873) θεωρείται από πολλούς κριτικούς ως ο σπουδαιότερος συγγραφέας αγγλικών ιστοριών φαντασμάτων. Στις ιστορίες αυτές, προϊόν της παρακμάζουσας αγγλοϊρλανδικής κουλτούρας κατά τις αρχές και τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, ο Λε Φανύ συνοψίζει καλύτερα από οποιονδήποτε από τους συγχρόνους του τους φόβους και τους τρόμους που μπορεί να στοιχειώνουν το ευαίσθητο άτομο.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι λόγοι για την υπεροχή του είναι πολλοί. Υπήρξε ικανότατος τεχνίτης του λόγου, και το έργο του έχουν θαυμάσει πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους κριτικοί και συγγραφείς, όπως ο V. S. Pritchett και ο H. P. Lovecraft. Με κανέναν απ’ όσους επηρέασε με τη δουλειά του –τον M. R. James (στις δικές του ιστορίες φαντασμάτων), τον Bram Stoker (στον Δράκουλα), ακόμη και τη Charlotte Brontë (στην Τζαίην Έυρ)–, δεν μοιράστηκε τόσο αποτελεσματικά μια τέτοιου τύπου συνενοχή και εκλεκτική συγγένεια όπως με τον Henry James, ιδιαίτερα όταν φτάνει στην καρδιά του απαστράπτοντος σκότους που είναι Το στρίψιμο της βίδας. Και παρόλο που έζησε και δημιούργησε στη βικτωριανή εποχή, τα έργα του ήταν από πολλές απόψεις μη βικτωριανά : οι ιδέες του κοιτάζουν πίσω, στη μεγάλη παράδοση των υπερφυσικών διηγήσεων του Ρομαντισμού, αλλά και μπροστά, στη σύγχρονη εποχή.
Ζούσε σαν ερημίτης, ιδίως μετά το θάνατο της γυναίκας του, εμπνεόταν από τους εφιάλτες που έβλεπε, έγραφε από το σούρουπο ώς την αυγή και εξαιτίας του νυχτερινού τρόπου ζωής του απέκτησε το προσωνύμιο « ο Αόρατος Πρίγκιπας ».
Εικόνα εξωφύλλου: Τελωνείο, Δουβλίνο, 19ος αι. Classic Image / Alamy Stock Photo
Διαβάστε επίσης την κριτική του βιβλίου από τον Γιάννη Αντωνιάδη, ΕΔΩ.