Με αφετηρία το θεατρικό έργο του Αλέκου Γαλανού, «Κόκκινα Φανάρια», ο Νίκος Μαστοράκης δημιουργεί ένα νέο κείμενο, που θα γίνει το όχημα για την δική του σκηνική εκδοχή πάνω στην σκοτεινή εποχή της Τρούμπας της δεκαετίας του ’50. Το αποτέλεσμα είναι η παράσταση Παράνομα Φιλιά – Κόκκινα Φανάρια, που παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και είναι αφιερωμένη στους άγνωστους πρωταγωνιστές της ζωής, στους καθημερινούς ανθρώπους του μόχθου που τριγυρνούσαν στις γειτονιές του Πειραιά.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης, που ερμηνεύει τον ρόλο του Μιχαήλου, μας μίλησε για τον Πειραιά της Τρούμπας, τον ηττημένο αντιήρωα που ενσαρκώνει, την κρίση αλλά και την τέχνη που, όπως αναφέρει και ο ίδιος, “δεν καταλαβαίνει από δυσκολίες και εποχές, είναι ένα μεγάλο ανοιχτό παράθυρο με πάρα πολύ φως, ένα πολύ αιχμηρό μαχαίρι που εσύ επιλέγεις την χρήση του”.
Μια συζήτηση μαζί του δεν γίνεται να μην είναι ενδιαφέρουσα!
Culturenow.gr: Τα «Κόκκινα Φανάρια» του Αλέκου Γαλανού, μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της δεκαετίας του ’60, ταινία-σταθμός στον ελληνικό κινηματογράφο από τον Βασίλη Γεωργιάδη, παρουσιάζεται τώρα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε κείμενο, σκηνοθεσία, σκηνικά και μουσική επιμέλεια Νίκου Μαστοράκη. Ποια είναι τα θέματα που πραγματεύεται το έργο και ποιος είναι ο κεντρικός άξονας της παράστασης;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Αιμίλιος Χειλάκης: Η παράσταση στηρίζεται στην ιδέα των Κόκκινων Φαναριών του Αλέκου Γαλανού, ένα έργο ελληνικού νεορεαλισμού, που παίχτηκε πρώτη φορά το 1961, περίπου πριν από 50 χρόνια. Το θέμα είναι , πως όταν αναφέρεσαι στον Πειραιά της δεκαετίας του ‘50, πρέπει να σκεφτείς πάρα πολύ ποιος είναι ο κοινωνικός περίγυρος εκείνης της εποχής, το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσονται οι σχέσεις κάποιων ανθρώπων που δουλεύουν στην Τρούμπα, γυναίκες και άνδρες που ζουν σε ένα πάρα πολύ δύσκολο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον. Οι έρευνες που έχουμε κάνει για την εποχή εκείνη δείχνουν ότι πολύ λίγα νοικοκυριά είχαν ρεύμα, τουαλέτες και μπάνιο μέσα στο σπίτι. Ο Πειραιάς ήταν μια απέραντη παραγκούπολη στα πέριξ του λιμανιού.
Το φοβερό που ανακαλύψαμε ήταν πως υπήρχε μέχρι και το 1940 στα Βούρλα -μεταξύ Δραπετσώνας και λιμανιού- ένα κρατικό πορνείο, που είχε τρία κτίρια και στο καθένα από αυτά χωρίζονταν οι πόρνες ανάλογα με την ηλικία τους. Αυτό το πορνείο έκλεισε με τον πόλεμο και έγινε φυλακή από τους Γερμανούς, ειδικά για πολιτικούς κρατούμενους, μέχρι και μετά τον πόλεμο. Όλος αυτός ο κόσμος που δούλευε εκεί, γυναίκες και άνδρες, μαζεύτηκε στην Τρούμπα και έτσι άρχισαν να αναπτύσσονται τα κέντρα διασκέδασης, από «καφέ σαντάν» και καμπαρέ το ’50, μέχρι σε σπίτια όπου υπήρχαν οι ματρώνες μαζί με πάνω από 4, 5 ή 6 κοπέλες. Έρχεται λοιπόν κάποια στιγμή –και εδώ φτάνουμε στο έργο μας- που βγαίνει μία απόφαση η οποία απαγορεύει την λειτουργία των οίκων ανοχής που έχουν περισσότερα από δύο άτομα. Όπως ισχύει και σήμερα. Ήθελαν να νικήσουν την προστασία, της ματρώνας και του προστάτη- νταβατζή, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν αυτές τις γυναίκες. Αυτός ο Πειραιάς που εμείς ανακαλύψαμε είναι εντελώς από τον Πειραιά που νομίζαμε ότι ξέρουμε, αυτόν του Ολυμπιακού και του λιμανιού. Ο Πειραιάς της Τρούμπας είναι ένας Πειραιάς πιο σκοτεινός, πιο περίεργος.. Θα σου πω μία έκφραση που χρησιμοποιήσαμε κάποια στιγμή στην πρόβα, «ήταν σαν το Λούνα- παρκ των μεγάλων, η παιδική χαρά των μεγάλων». Αυτή η Τρούμπα έχει και μια παράξενη γλύκα, που έχει μείνει στα τραγούδια και γενικά στην ιστορία του Πειραιά.
Cul. N.: Γιατί, πιστεύετε, έχει αυτή την γλύκα;
Α. Χ.: Γιατί μέσα σε όλους αυτούς τους παράνομους είχαμε μία άνθιση στο τραγούδι, στο σινεμά και στο θέατρο … μία άνθιση της φιλολογίας του σκοτεινού. Ουσιαστικά η Τρούμπα μας προσέφερε το δικό μας νουάρ! Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που πάλευαν να βγάλουν το ψωμί τους και να επιζήσουν, ήταν άνθρωποι που βρίσκονταν στις παρυφές της κόλασης -προσωπικής κόλασης εννοώ- και προσπαθούσαν διαρκώς να συνεχίσουν να κάνουν αυτό που κάνουν για να επιζήσουν.
Η παράστασή μας διαπραγματεύεται μία Ελλάδα η οποία με έναν περίεργο τρόπο έχει χάσει το ρομαντισμό της. Έχει ρομαντισμό η παράσταση αν και είναι πάρα πολύ σκληρή. Εμείς, το πιστεύω για όλα τα παιδιά που είμαστε στα «Κόκκινα Φανάρια» αλλά και για το Νίκο Μαστοράκη, μιλάμε για μία Ελλάδα που ίσως σας θυμίσει κάτι…
Cul. N.: Πείτε μας λίγα λόγια για τον δικό σας ρόλο…
Α. Χ.: Εγώ έχω τον ρόλο που είχε ο Γιώργος Φούντας στην ταινία, αυτόν του Μιχαήλου. Στην δική μας παράσταση ο Μιχαήλος είναι ένας ήδη ηττημένος και από τη ζωή και από τον έρωτα, ηττημένος από τη θέση του, ηττημένος από τα πάντα… Είναι αυτά τα ράκη τα ανθρώπινα, που πουλάγανε σκληράδα στις γυναίκες για να καλύψουν τη δικιά τους σωματική και ψυχική αδυναμία. Ο Μιχαήλος που κάνω εγώ είναι ένας άνθρωπος ο οποίος ηττάται κατά κράτος, γιατί ο τρόπος που προσπαθεί να «ηγηθεί» μέσα στο σπίτι της Μανταμ Παρί τον φέρνει αντιμέτωπο με τα προσωπικά του διλήμματα, τις προσωπικές του κολάσεις: να θες κάποιον και να μην σε θέλει, να προσπαθείς να διατηρήσεις τη εύρυθμη λειτουργία του «μαγαζιού» όταν τα πάντα ξεπερνούν την διαχείριση και ακουμπάνε τον άνθρωπο…
Cul. N.: Φαίνεται να σας γοητεύει ιδιαίτερα ο χαρακτήρας που υποδύεστε.
Α. Χ.: Αυτός ο χαρακτήρας είναι πολύ γοητευτικός ακριβώς επειδή είναι αντιήρωας. Είναι λίγο σαν –τολμώ να πω, ενώ φαίνεται να μην έχει μεγάλη σχέση- τον αντιήρωα Φίλιπ Μάρλοου. Αυτός ο ντεντέκτιβ δεν έχει υπεράνθρωπες δυνάμεις αλλά είναι ένας άνθρωπος που με το μυαλό του φτάνει να λύσει τα πάντα, αφού έχει περάσει απ’ τη κόλαση. Ο αντιήρωας που υποδύομαι εγώ έχει έναν περίεργο ρομαντισμό. Κοιτώντας το έργο, προσωπικά ανακάλυψα για ποιο λόγο κάποιοι άνθρωποι, όταν εγώ ήμουν είκοσι και εκείνοι γύρω στα εξήντα- εβδομήντα, κουβαλούσαν αυτό το βάρος της ήττας και τα τελευταία σαράντα χρόνια της ζωής τους δεν είχαν να ελπίζουν σε τίποτα..
Cul. N.: Ποιες είναι οι αντιστοιχίες εκείνης της μετεμφυλιακής εποχής με την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα;
Α. Χ.: Κοίτα, ζούμε σε μια εποχή τα τελευταία πέντε χρόνια που διαρκώς η τέχνη αναγάγεται στην κρίση. Αν πάψουμε να κάνουμε αυτή την αναγωγή και απλά «ακούσουμε» τα λογοτεχνικά κείμενα, τα θεατρικά έργα, τα τραγούδια, τους πίνακες, μπορεί να ανακαλύψουμε εμείς τι πρέπει να σκεφτούμε για τη δυσκολία. Ξέρεις -και το λέω πολύ συχνά αυτό- η τέχνη ανοίγει ένα παράθυρο, δεν σε τραβάει ποτέ από το χέρι να κοιτάξεις έξω από αυτό, εσύ ο ίδιος διαλέγεις να κοιτάξεις. Κι επίσης, διαλέγεις να διαχειριστείς τι έχεις δει. Είμαστε σε μία εποχή που έχουμε ανάγκη την στρατευμένη τέχνη, η οποία έχει κακοποιηθεί ως έννοια.. Η τέχνη πάραυτα δεν καταλαβαίνει από δυσκολίες και εποχές, είναι ένα μεγάλο ανοιχτό παράθυρο με πάρα πολύ φως, ένα πολύ αιχμηρό μαχαίρι που εσύ επιλέγεις την χρήση του… Το μαχαίρι κόβει, μπορεί όμως να δημιουργήσει και κομψοτεχνήματα!
Cul. N.: Παρά την κρίση υπάρχουν όμως και κάποιες γόνιμες προσπάθειες..Αναφέρομαι βέβαια στον Φιλοκτήτη, που επιλέχθηκε από το Σύστημα Αθήνα 2014, μαζί με άλλες παραστάσεις, για να παρουσιαστεί σε εκπροσώπους θεάτρων και θεατρικών φεστιβάλ του εξωτερικού. Γιατί κατά τη γνώμη σας δεν προωθείται ο ελληνικός πολιτισμός και δεν ενισχύεται αυτός ο διαπολιτισμικός “διάλογος”;
Α. Χ.: Τέτοιες κινήσεις είναι πολύ σημαντικές. Έχουμε πάρα πολύ καλό θέατρο και αυτό το έχουμε αντιληφθεί και ιδίοις όμμασι, βλέποντας παραστάσεις στο εξωτερικό, αλλά και συνειδητοποιώντας ότι οι ξένοι που έχουν δει ελληνικό θέατρο μιλάνε με πολύ καλά λόγια τουλάχιστον. Το θέμα είναι να νικήσουμε εμείς την εσωστρέφειά μας, γιατί είμαστε ένας λαός ο οποίος έχει μεγαλώσει λίγο σαν «εκπεσών βασιλιάς», που διατηρεί τα σκήπτρα του στη γωνία ενώ δεν έχει να φάει. Αν συνειδητοποιήσουμε ποιοι είμαστε και ποια θέση έχουμε στον πολιτιστικό και στον πολιτικό χάρτη του κόσμου, όχι μόνο της Ευρώπης, όταν πάψουμε να ασχολιόμαστε μόνο με το προσωπικό μας πρόβλημα, θα καταλάβουμε ότι η κρίση, που υπάρχει στην Ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια, είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Εμείς λοιπόν, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την κρίση με τρόπο πολύ πιο δυνατό γιατί την βιώνουμε. Πάντα υπάρχουν ευήκοα ώτα που είναι έτοιμα να ακούσουν άτομα που έχουν βασανιστεί να τους μιλήσουν για το βασανιστήριο! Το θέμα είναι να θέλουμε εμείς να πάμε έξω..
Cul. N.: Δηλαδή, δεν θέλουμε και τόσο πολύ λέτε;
Α. Χ.: Μάλλον δεν θέλουμε.. αλλά είναι και θεσμικό το θέμα. Πίστεψέ με, υπάρχουν πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες, νεότεροι, της ηλικίας μου και μεγαλύτεροι, που θα ήθελαν πάρα πολλοί να δείξουν τη δουλειά τους στο εξωτερικό. Εμείς όμως είμαστε μία κοινωνία που αντί να θέλουμε να «συνομιλήσουμε» κοιταζόμαστε διαρκώς στον καθρέφτη! Είδαμε ένα τζάμι και το περάσαμε για καθρέφτη και όχι για παράθυρο…
Έχει μεγάλη σημασία να γίνονται κινήσεις σαν το Athens System ή και άλλες προσεκτικές κινήσεις που όταν γίνονται η ανταπόκριση είναι πολύ μεγάλη… Είχα την μεγάλη τύχη να βρίσκομαι στις αρχές του Ιούνη στη συναυλία «Η Άλλη Πλευρά της Ελλάδας », που παρουσίασε ο Φίλιππος Πλιάτσικας και Μπάμπης Στόκας στην Γερμανία, και να δω από σκηνής πως αντιδρούσε ο κόσμος σε ένα σχήμα που έπαιζε μουσική και μιλούσε για το τι είναι η Ελλάδα μέσα από τους ποιητές. Υπήρχε απόλυτη προσήλωση και προσοχή και αυτό ήταν μαγευτικό..
Cul. N.: Ίσως το τραγούδι να βγαίνει λίγο πιο εύκολα προς τα έξω, πώς όμως θα βγάλουμε και το θέατρο;
Α. Χ.: Να ξέρεις ότι το θέατρο, παρόλο που έχει πρόβλημα με τη γλώσσα, δημιουργεί αισθήματα και εικόνες πολύ μεγαλύτερα από αυτά που νομίζουμε εμείς όταν βλέπουμε κάτι. Υπάρχουν σκηνοθέτες πλέον στην Ελλάδα που σκηνοθετούν εικόνες και όχι μόνο το κείμενο.. κι αυτό σίγουρα μπορεί να ταξιδέψει έξω! Ο Φιλοκτήτης, που είναι ένα πολύ δύσκολο θέμα, παίχτηκε στους ανθρώπους των φεστιβάλ και είχε πολύ καλές αντιδράσεις. Υπάρχει και περίπτωση να μας καλέσουν έξω.. Επειδή όμως η κρίση είναι πανευρωπαϊκή, ένα σχήμα 15- 20 ατόμων δεν βγαίνει εύκολα… Να σου πω επίσης πως το Athens System φέτος παραλίγο να μην γίνει λόγω γραφειοκρατικών δυσκολιών. Ένα θεσμικό όργανο που θα έφερνε ανθρώπους εδώ να δουν κάποιες ελληνικές παραστάσεις, δεν μπορούσε να πάρει τα χρήματα που είχε να πάρει από το ΕΣΠΑ, τα οποία ήταν δεδομένα. Λίγες μέρες πριν είχαμε μαζευτεί όλοι για να δούμε τι θα γίνει και πως θα βρεθούν τα χρήματα για να δοθούν οι προκαταβολές. Τελικά, με κάποιες προσωπικές πρωτοβουλίες του διοικητικού συμβουλίου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου της Ελλάδας, καταφέραμε και κάναμε αυτή την πολύ σημαντική, για μένα, κίνηση εξωστρέφειας.
Cul. N.: Μιας και αναφερθήκαμε στην εξωστρέφεια, είναι η καλύτερη στιγμή να μιλήσουμε για την αρτIVITIES, την εταιρεία που έχετε ιδρύσει με την Αθηνά Μαξίμου, η οποία έως τώρα έχει “στεγάσει” εξαιρετικές συνεργασίες και έχει οργανώσει με επιτυχία αξιόλογες παραστάσεις.
Α. Χ.: Δεν είναι τυχαίος ο τίτλος, έχουμε διαλέξει τα τρία πρώτα γράμματα που σχηματίζουν την αγγλική λέξη “art” να είναι γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες και αυτό δείχνει τη θέλησή μας να επικοινωνήσουμε με ανθρώπους οι οποίοι μας αναγνωρίζουν γεωγραφικά. Πρόκειται για μία κίνηση με καλλιτεχνική εξωστρέφεια..
Εμείς κάνουμε παραγωγές με την Αθηνά γιατί προσπαθούμε να έχουμε κάποιο επίπεδο αισθητικής, σύμφωνα πάντα με τα δικά μας θέλω. Γι’ αυτό και χρειάστηκε να διαχειριζόμαστε εμείς τον οικονομικό τομέα των παραστάσεων. Οι συνεργάτες που έρχονται και δουλεύουν μαζί μας, αναγνωρίζοντας το “δύστροπο” θέμα της ελληνικής οικονομίας, είναι πιο πολύ παρόντες από το αν ήταν σε έναν θεσμικό φορέα, όπως το Εθνικό ή το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας.
Σε τέτοιες προσπάθειες χρειάζεσαι συνενόχους και όχι συνεργάτες.. Η συνενοχή μας κάνει όλους να είμαστε επί των επάλξεων και να δημιουργούμε πράγματα που μας αρέσουν πάρα πολύ!
Cul. N.: Επιστρέφοντας στην τρέχουσα παράσταση.. Μπορεί στην εποχή των «Κόκκινων Φαναριών», η Ελλάδα να ήταν ρημαγμένη οικονομικά, όπως και σήμερα, όμως οι άνθρωποι ίσως έκαναν όνειρα…
Α. Χ.: Από τις λογοτεχνικές πηγές που έχουμε για εκείνη την εποχή εικάζουμε πως οι άνθρωποι τότε είχαν ως στόχο όχι τόσο την ευμάρεια αλλά την ευημερία. Εμάς, τα τελευταία 30 χρόνια έγινε στόχος μας –αλλά και παγκόσμιος στόχος- η ευμάρεια! Δεν ξέρω αν έχει μεγάλη διαφορά ένας άνθρωπος που πείναγε τότε και ένας που πεινάει σήμερα. Σίγουρα, το διαφορετικό τώρα είναι ότι βλέπει γύρω του να υπάρχει κάτι αλλά να μην μπορεί να το πιάσει! Τότε δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα.
Cul. N.: Εσείς, σε προσωπικό επίπεδο, πως βλέπετε ή πως αναγκάζεστε να βλέπετε το μέλλον;
Α. Χ.: Το μέλλον πρέπει να το βλέπεις βάσει των αναγκών σου, όχι μόνο των βιολογικών ιδιαίτερα των πνευματικών.. Πραγματικά το πιστεύω, γιατί η βιολογική ανάγκη είναι ενεστώτας ενώ η πνευματική μέλλοντας! Αν θέλουμε να ορίσουμε ένα καλύτερο μέλλον θα πρέπει να το ορίσουμε με κάποιες αξίες –ακούγεται λίγο δασκαλίστικο αυτό- της προσωπικής μας ηθικής. Κι αν η προσωπική μας ηθική είναι να μην κάνουμε στον άλλον αυτό που δεν θα θέλαμε να μας κάνει, νομίζω πως θα έχουμε ένα πρώτο βήμα στο να δημιουργήσουμε ένα κοινωνικό κράτος. Αν με ρωτήσεις αν το βλέπω να γίνεται ή όχι, θα σου απαντήσω ότι δεν το βλέπω στο απώτερο μέλλον. Μπορεί όμως να συμβεί..
Αν καταναλώσουμε περισσότερο τέχνη, αντί για κάτι άλλο –όσο μπορούμε βέβαια- θα καταλάβουμε πως η τέχνη είναι δημιουργήματα ανθρώπων για ανθρώπους. Πως έλεγε αυτός ο υπέροχος δίσκος της Νικολακοπούλου, «Ανθρώπων έργα»; Η τέχνη λοιπόν είναι «Ανθρώπων έργα»! Θα αγαπήσουμε τον άνθρωπο μόνο από τα έργα του, μόνο από την σκέψη του ή θα τον μισήσουμε επίσης. Αν θέλουμε ένα κοινωνικό κράτος όπως το ευαγγελιζόμαστε πρέπει να ξεκινήσουμε από εμάς τους ίδιους.
Όλες οι παραστάσεις της αρτIVITIES προς τα εκεί κινούνται και φέρνουν μπροστά στο κοινό το ερώτημα: «Εσύ τι έχεις να κάνεις γι’ αυτό»; Στη δυσκολία πρέπει να είμαστε παρόντες για να πράξουμε, αν συνεχίσουμε να περιμένουμε να πράξουν οι άλλοι για μας δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα!
Cul. N.: Ολοκληρώνοντας αυτή την όμορφη κουβέντα, υπάρχουν κάποια επόμενα καλλιτεχνικά σχέδια που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;
Α. Χ.: Επαγγελματικά –μπορώ να το ανακοινώσω πια!- θα είμαι στο Θέατρο Παλλάς, στον «Κύκλο με την Κιμωλία», σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, μαζί με την Μαρία Πρωτόπαππα, μπορώ να πω με σιγουριά.
Cul. N.: Σας ευχαριστώ πολύ.
Α. Χ.: Κι εγώ σας ευχαριστώ, να είστε καλά.
*Η παράσταση Παράνομα Φιλιά – Κόκκινα Φανάρια, παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά από τις 17 Δεκεμβρίου, σε διασκευή κειμένου, σκηνοθεσία, σκηνικά και μουσική επιμέλεια Νίκου Μαστοράκη. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ