Τα Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια με παρουσιαστή τον συγγραφέα-δημοσιογράφο Παύλο Μεθενίτη, δίνουν και φέτος το καθιερωμένο ραντεβού με τους επισκέπτες του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας.

Η έναρξη έγινε την Τρίτη με την συλλογή διηγημάτων «Δρόμοι» (εκδόσεις Πατάκης) του αδικοχαμένου συγγραφέα Πέτρου Κουτσιαμπασάκου και το κόμικς «Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη» (Τόπος) των Θανάση Πέτρου και Δημήτρη  Βανέλλη, εμπνευσμένο από το ομότιτλο διήγημα του Μ. Καραγάτση.

Σε συγκινησιακά φορτισμένο κλίμα ο γνωστός ντοκιμαντερίστας Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, μίλησε για τον αδερφό του, τον ταλαντούχο συγγραφέα Πέτρο Κουτσιαμπασάκο, που εργαζόταν επί χρόνια στην «Ελευθεροτυπία» κι έφυγε πρόωρα από κοντά μας πέρυσι. Ο Π. Κουτσιαμπασάκος άφησε πίσω του τρία βιβλία (από τις εκδόσεις Άγρα και Πατάκης), αλλά δεν πρόλαβε να πάρει στα χέρια του το τελευταίο του («Δρόμοι»), που  εκδόθηκε 1,5 χρόνο μετά τον θάνατό του.

  

«Ήμασταν σε διαρκή διάλογο και επικοινωνία όταν έγραφε» εξήγησε ο αδερφός του. «Και γενικά, ό, τι έγραφε ο Πέτρος έπρεπε να του έχει συμβεί, ήταν βιωματικό. Αλλά ακόμα κι αν τον γνώριζες, δύσκολα αναγνώριζες  το περιστατικό που περιέγραφε γιατί το απέδιδε με έναν τρόπο πολύ ιδιαίτερο –έναν τρόπο λοξό και βαθύ…».

   

Ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος έζησε για πολλά χρόνια (από τα 7 έως τα 18 του) στην Παιδούπολη Άγιος Δημήτριος της Θεσσαλονίκης, κι έχει μεταφέρει ένα μέρος των εμπειριών του αυτών σε παλιότερο βιβλίο του. «Ήμασταν μαζί εκεί. Και σκέφτομαι να γυρίσω ένα ντοκιμαντέρ για τις Παιδουπόλεις», απάντησε σε σχετική ερώτηση ο Δ.Κουτσιαμπασάκος. «Μεγάλωσα πια και νομίζω πως είναι κάτι που μπορώ να κάνω…»

    

«Είμαι πολύ συγκινημένος και μου είναι πολύ δύσκολο να μιλήσω για τον Πέτρο» κατέληξε. «Είμαι πολύ τυχερός που είμαι αδερφός του».

Ακολουθεί αυτούσια η ομιλία του Παύλου Μεθενίτη για τους «Δρόμους» του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου (ο οποίος υπήρξε συνάδελφός του στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία») :

“Δρόμοι” Διηγήματα του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου, από τις εκδόσεις Πατάκη, 2015

Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας

 

Μερικές φορές είναι δύσκολη η θέση μου. Όσο απλό κι αν φαίνεται, να μιλάς για βιβλία που έχεις διαβάσει, εδώ, στα Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια του Φεστιβάλ Δράμας, όσο ευχάριστο κι αν μοιάζει, να έχεις μπροστά σου ένα βιβλίο, δίπλα σου το συγγραφέα του κι απέναντι το κοινό, να μου επιτρέψετε να παρατηρήσω πως δεν είναι πάντα τόσο εύκολο, ενίοτε είναι δύσκολο, κάπως παράξενο, ίσως άχαρο – και τώρα είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις.

 

Το βιβλίο που έχω μπροστά μου είναι οι “Δρόμοι”, μια συλλογή διηγημάτων του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου. Εδώ, στα δεξιά μου, κάθεται ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, καλός φίλος, και βέβαια, αναγνωρισμένος, βραβευμένος σκηνοθέτης, με πολλά ντοκιμαντέρ και ταινίες μικρού, κυρίως, μήκους στο ενεργητικό του.

 

Ο Δημήτρης είναι ο αδελφός του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου, του συγγραφέα. Ο Πέτρος πέθανε πέρσι τον Γενάρη στα σαρανταεννιά του χρόνια. Ο Πέτρος πέθανε κυριολεκτικά επί των επάλξεων, μαχόμενος: δούλευε διορθωτής στην Ελευθεροτυπία. Δεν ξέρω, και να σας πω την αλήθεια, δεν θέλω να ξέρω εάν η άθλια κατάσταση της ιστορικής εφημερίδας πριν ανασταλεί για δεύτερη φορά η έκδοσή της το Νοέμβρη του 2014, επέφερε ή επηρέασε καθ΄οιονδήποτε τρόπο τον πρόωρο χαμό του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου. Το στρες κι η ανέχεια βλάπτουν, ως γνωστόν, σοβαρά την υγεία. Σίγουρα πάντως καλό δεν του ‘κανε, όπως άλλωστε καλό δεν έκανε σε κανέναν, απ’ όσους δουλεύαμε εκεί. Μιλάμε για απλήρωτους επί σειράν μηνών εργαζόμενους, που χρηματοδοτούσαν με τους μισθούς που δεν λάμβαναν την έκδοση της εφημερίδας, πληρώνοντας κι από πάνω, ναύλα και βενζίνες, για να γίνουν κάτι σαν ακούσιοι επενδυτές στην Ελευθεροτυπία – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

 

Θυμάμαι τον Πέτρο. Να παρκάρει το ποδήλατό του, να παίρνει καφέ από το κυλικείο, να κάθεται μαζί μου για να πούμε πέντε κουβέντες πριν πάμε στα γραφεία μας. Τον θυμάμαι να γελάει με κάποια εκτυφλωτικά γλωσσικά μαργαριτάρια που αλίευσαν τα έμπειρα χέρια του, τα οποία είχαν σουλουπώσει αναρίθμητα κείμενα, που είχαν συμμαζέψει άπειρα πονήματα μεγάλων υπογραφών, ώστε να δουν το φως της δημοσιότητας ευπρεπή.

 

Θυμάμαι την ευπρέπεια, τους χαμηλούς τόνους, την αμεσότητα, την οξύνοια, την ευαισθησία, τη φυσική ευγένεια του Πέτρου, τη γερή θεωρητική σκευή του, το χιούμορ του. Θυμάμαι επίσης την αγωνία του, το άγχος του, τη θλίψη του για την κατάντια της εφημερίδας. Θυμάμαι που μιλούσαμε για τα βιβλία μας. “Για τη ψυχή μας γράφουμε”, θυμάμαι μια ατάκα, ένα σπάραγμα από μια συζήτησή μας στο κυλικείο του τρίτου ορόφου της Μίνωος. Δεν θυμάμαι ποιος από τους δυο μας την είχε πει, ο άλλος όμως είχε συμφωνήσει.

 

Ναι, για την ψυχή μας γράφουμε, γι’ αυτή την ψυχή που παρέδωσε ο Πέτρος λίγες μέρες μετά την κουβέντα μας, εντελώς ξαφνικά, απολύτως αναπάντεχα, αν και ήταν τρία χρόνια νεοτερός μου. Αφήνοντας πίσω του τα αδέρφια, τους συγγενείς, κάποιους αγαπημένους ανθρώπους, εμάς τους συναδέλφους του κι εντέλει κάποια βιβλία, το έργο του.

 

Κτερίσματα στον Πέτρο, κυρίες και κύριοι, κτερίσματα είναι αυτοί οι ελάχιστοι τίτλοι. Όπως οι παλιοί πολεμιστές θάβονταν με τα νικηφόρα όπλα τους, για να έχουν κάτι να πιστοποιήσει την ανδρεία τους στον Άλλο Κόσμο, έτσι κι ο Πέτρος, τρία δικά του βιβλία συνολικά θα έχει να κρατάει για να τεκμηριώσει την ιδιότητά του, ως Άνθρωπος των Γραμμάτων, με το άλφα και το γάμμα κεφαλαία, στον Κάτω Κόσμο. Και βέβαια στοίβες ολόκληρες από κείμενα άλλων, που χάϊδεψε θεραπευτικά το χέρι του.

 

Ένα από αυτά τα τιμαλφή, είναι και αυτό το βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων “Δρόμοι”, από τις εκδόσεις Πατάκη. Πώς είναι σαν συγγραφέας ο Πέτρος, στη ιδιαίτερη φόρμα το διηγήματος; Εδώ μπορώ να μιλήσω μόνο σαν αναγνώστης και βιβλιόφιλος. Όμως, είμαι σίγουρος πως ο αδελφός του συγγραφέα, ο Δημήτρης, θα σας εξηγήσει καλύτερα από μένα, την ιδιαίτερη ικανότητα του συγγραφέα να αιχμαλωτίζει μια εικόνα, μια αλληλουχία σκηνών, μια σεκάνς, και να την πραγματεύεται δημιουργικά, εστιάζοντας τον δραματουργικό φακό του τόσο στον έξω, όσο και στον έσω κόσμο των ηρώων του. Ο Δημήτρης θα σας τα πει καλύτερα, σαν σκηνοθέτης που είναι.

 

Αυτό που μπορώ να επισημάνω εγώ, είναι η ευχάριστη έκπληξη που αισθάνθηκα διαβάζοντας τα διηγήματα του Πέτρου. Λεπτό χιούμορ, τρυφερότητα, διεισδυτικότητα στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, ευαισθησία στη ακρόαση και αναμετάδοση των εσωτερικών φωνών τους, αλλά και κάτι άλλο, που μου έκανε ξεχωριστή εντύπωση: επιμονή και υπομονή.

 

Σε πολλά διηγήματα, σχεδόν σε όλα, ο Πέτρος άρπαξε το θέμα του σαν δαγκανιάρης σκύλος: κυριολεκτικά το δάγκωσε, δεν το άφησε από τα μάτια του, το ξεψάχνισε, το συνέτριψε για να φτάσει στο μεδούλι του. Με μια αδιανόητη υπομονή, με ένα σχεδόν εμμονικό πείσμα, ο Πέτρος περιέγραψε  μια κουβέντα, ή ένα δρόμο, ή ένα πρόσωπο, ή όλα αυτά μαζί, χωρίς να του ξεφύγει τίποτα, ούτε μια οδική πινακίδα, ούτε ένας αναστεναγμός, ούτε μια ρυτίδα σε μια αξύριστη φάτσα. Ενδεχομένως αυτές οι αρετές στον χειρισμό του λόγου απεκτήθησαν εν τω επαγγέλματι – ένας ικανός διορθωτής και επιμελητής δεν αφήνει τίποτα να του ξεφύγει, είναι ζήτημα τιμής. 

 

Οι δρόμοι του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου, κυρίες και κύριοι, είναι οι δικοί μας δρόμοι. Είναι οι δρόμοι των πόλεων μας, όπου οι τροχιές μας τέμνονται, όπου αλληλεπιδρούμε σαν υποατομικά σωματίδια. Ένα από αυτά, ένα ξεχωριστό φωτόνιο ονόματι Πέτρος Κουτσιαμπασάκος, ολοκλήρωσε ευδοκίμως την τροχιά του, αφήνοντας πίσω του ό,τι πρέπει: φως και ενέργεια.

Συμπτωματικά, και ο γνωστός, Θεσσαλονικιός κομίστας Θανάσης Πέτρου, πέρασε από την «Ελευθεροτυπία» και γνώρισε κι αυτός τον Πέτρο Κουτσιαμπασάκο…

Από τους πιο προικισμένους Έλληνες κομίστες (και καθηγητής στην ΑΚΤΟ), ο Θανάσης Πέτρου, «ζωντανεύει» στο νέο του βιβλίο το ομώνυμο διήγημα του Μ.Καραγάτση. Δεν είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεται με έργο της ελληνικής λογοτεχνίας.

Όπως εξήγησε ξεκίνησε με τον παραγνωρισμένο Δημοσθένη Βουτυρά (ο οποίος έχει γράψει 600 διηγήματα!), ενώ μετέφερε σε κόμικς και διηγήματα των Καρυωτάκη, Καρκαβίτσα και άλλων σπουδαίων λογοτεχνών –ακόμα και του ποιητή Κ.Καβάφη.

«Είμαστε μεγάλοι κλέφτες εμείς οι κομιξάδες», είπε χαριτολογώντας. «Κλέβουμε από την λογοτεχνία, την ζωγραφική και φυσικά κλέβουμε από τον κινηματογράφο. Η διαδικασία άλλωστε είναι ανάλογη: σενάριο, ντεκουπάζ (σε σελίδες), ρεπεράζ χώρων, κάστινγκ».

Ο Πρεζάκης του Καραγάτση βιώνει κι αυτός την Εβδομάδα των Παθών, σε μια παράλληλη πορεία με αυτήν του Χριστού. Το όνομα του άλλωστε είναι  Χρήστος Νεζερίτης που παραπέμπει στο όνομα του Χριστού (Ναζωραίος). «Ο ήρωας είναι ποταπός, βλάσφημος, παρίας, όμως ο Καζαντζάκης τον αγαπά πολύ».

Του πήρε 8 μήνες για να ολοκληρώσει το 80 σελίδων βιβλίο. Τενοντίτιδες, πόνοι στη μέση, σκληρά οκτάωρα καθιστικής εργασίας, για να βγει, όπως είπε χαμογελώντας, το νοίκι ενός μήνα…

«Στα κόμικς κρατάμε την πλοκή, αλλά όχι κατ’ ανάγκη τη γλώσσα του συγγραφέα», εξήγησε στο κοινό ο Θ.Πέτρου. «Με έναν «μαγικό» τρόπο προσπαθούμε να συνδυάσουμε λόγο, ήχο και φωνή. Η εικόνα εξυπηρετεί το κείμενο, και το κείμενο την εικόνα. Κάθε καρέ του κόμικ είναι ένας χωρόχρονος»

Ακολουθεί αυτούσια η ομιλία του Παύλου Μεθενίτη για την «Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη» του Θανάση Πέτρου:

«Η Μεγάλη βδομάδα του Πρεζάκη» από το ομότιτλο διήγημα του Μ. Καραγάτση -Graphic novel των Θ. Πέτρου και Δ. Βανέλλη, από τις εκδόσεις Τόπος, 2015

Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας

 

Ο κύριος που κάθεται δίπλα μου, αυτός με τα μαλλιά και τα μούσια, επιτρέψτε μου να πω πως κρατάει από ψηλή γενιά – επαγγελματικά μιλώντας. Είναι κληρονόμος και θεματοφύλακας μιας αληθινά μακραίωνης καλλιτεχνικής παράδοσης, είναι ένας άξιος συνεχιστής μιας μεγάλης και ενδόξου γραμμής πνεύματος, που ξεκινά από τους προϊστορικούς ανθρώπους. Μιλώ για εκείνους τους τραχείς, τομαροντυμένους τύπους, τους Κρομανιόν,  που σχεδίαζαν βόνασους και ελάφια στα τοιχώματα των σπηλαίων, αφηγούμενοι μια ιστορία με εικόνες: ένα επιτυχημένο κυνήγι, ας πούμε. Ή, που σχεδίαζαν τους εαυτούς τους να καρφώνουν τα ζώα, ακριβώς για να τα μαυλίσουν, να τα μαγέψουν, ώστε να υποκύψουν χωρίς πολλά πολλά στα δόρατά τους. Αυτοί λοιπόν οι τρωγλοδύτες, οι πνευματικοί πρόγονοι του μαλλιαρού κυρίου δίπλα μου, χρησιμοποιούσαν υπέροχες, ζωντανές, πολύχρωμες εικόνες για να πουν μια ιστορία, ή να εκφράσουν μιαν ευχή – οι λέξεις, το συνοδευτικό κείμενο, ήρθε αργότερα. 

           

Οι Αιγύπτιοι, ας πούμε,  οι επιφανείς κομίστες του αρχαίου κόσμου, πόσες ιστορίες δεν αφηγήθηκαν με τις στυλιζαρισμένες ζωγραφιές τους, που συνοδεύονταν, βέβαια, από κάποιο επεξηγηματικό ή/και πληροφοριακό κείμενο; Ο κύριος αυτός λοιπόν, είναι, όπως καταλαβαίνετε, όχι απλώς σχεδιαστής, αλλά κομίστας, από τους καλύτερους που έχουμε στην Ελλάδα. Είναι πολύ γνωστός στον χώρο του, έχει συνεργαστεί με εφημερίδες και περιοδικά, έχει υπογράψει την εικονογράφηση αρκετών βιβλίων, και βέβαια κάμποσων άλμπουμ με κόμικς.

           

Κυρίες και κύριοι, σας παρουσιάζω με υπερηφάνεια τον Θανάση Πέτρου, που υπογράφει τη εικονογράφηση του γκράφικ νόβελ με τίτλο “Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη”, από το ομότιτλο διήγημα του Καραγάτση, σε σενάριο Δημήτρη Βανέλλη, από τις εκδόσεις Τόπος. Είναι η πρώτη φορά που φιλοξενείται βιβλίο τέτοιου είδους στα Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια, και, ειλικρινά, είμαι πολύ υπερήφανος γι’ αυτό. Οι παλιές αγάπες δεν κρύβονται – λατρεύω τα κόμικς παιδιόθεν.

           

Το Φεστιβάλ Δράμας πιστεύω πως είναι ο φυσικός χώρος του Θανάση Πέτρου, κυρίες και κύριοι. Διότι η δεξιότητά του, αυτό που κάνει, είναι από μια άποψη έντυπος κινηματογράφος, και μάλιστα μικρού μήκους, καθώς έχει εικονογραφήσει ένα διήγημα, κι όχι ένα μεγάλο μυθιστόρημα. Πριν σας πω πέντε πράγματα για το ύφος του και το μαγικό του χέρι, θέλω να σημειώσω πως αυτή η τάση, που ελπίζω να είναι τάση, ας πούμε αυτό το ρεύμα στην παραγωγή κόμικ, να εικονογραφούνται βιβλία από την πλουσιότατη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, παλιότερη και νεότερη, είναι κάτι το θαυμάσιο για όλους μας. Κατ’ αρχάς φέρνει πιο κοντά την λογοτεχνία στο κοινό, ενδεδυμένη ένα φορμά σύγχρονο και οικείο σε νεότερα άτομα, και μετά, αν θέλετε, ενθαρρύνει και άλλους καλλιτέχνες να αντλήσουν από τις υπέροχες ιστορίες που έχουν αφηγηθεί οι λογοτέχνες μας. Ναι, οι παλιότεροι θα καταλάβουν ποιο καμπανάκι χτυπάω. Μιλώ για τους φίλους μου τους μικρομηκάδες, τους νέους σκηνοθέτες, που δυσκολεύονται να βρουν ωραίες ιστορίες, ως πρώτες ύλες για τα σενάρια που θα κινηματογραφήσουν: πηγαίνετε, παιδιά, σε μια βιβλιοθήκη – ξεχειλίζει από σπουδαίους, γοητευτικούς μύθους. Αν δε με πιστεύετε, ρωτήστε τον συνάδελφό σας, το Θανάση Πέτρου, να σας πει…

           

Τώρα, όσον αφορά το συγκεκριμένο πόνημα, να πω πως είναι ευχής έργον, κυριολεκτικά: μια καλαίσθητη, υψηλής ποιότητας έκδοση, όπου το ταλέντο του Πέτρου στο σχέδιο και του Βανέλλη στο σενάριο αξιοποιήθηκαν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο από τον ρέκτη εκδοτικό οίκο, ώστε να παρουσιαστεί ένα από τα πιο απολαυστικά γραφτά του μεγάλου πεζογράφου. Δεν θέλω να επεκταθώ στην υπόθεση του έργου, που, για τους λάτρεις του Καραγάτση, και όχι μόνον αυτούς, είναι πασίγνωστη, απλώς επιτρέψτε μου να σημειώσω πως το κεντρικό πρόσωπο, έξοχα εικονοποιημένο από τον Πέτρου, είναι ένας έσχατος των εσχάτων, ένας Πειραιώτης πρεζάκιας στη δεκαετία του ’30, που, κυριολεκτικά περνάει την Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών του, μαζί με τον Ιησού Χριστό, σε μια εξόχως ιδιοφυή, αν και μάλλον βλάσφημη παράλληλη πορεία… Ο σατιρικός και ειρωνικός Καραγάτσης, με απαράμιλλο στιλ κατακρεουργεί με το αλληγορικό του γάντι τους πάντες: από τη μοιρολατρική, παθητική κουλτούρα των ναρκομανών, μέχρι την εξουσιομανία της άρχουσας τάξης, τη βλακώδη βαρβαρότητα των Σωμάτων Ασφαλείας και τον τυπολατρικό παρωπιδισμό του τιμημένου κουκουέ. Όμως, αυτό που είναι αληθινά συγκλονιστικό είναι πως ένας πρεζάκιας πραγματικά αποτελεί τη βάση της τροφικής αλυσίδας όχι μόνο της κοινωνίας, αλλά και της ιεραρχίας του Επέκεινα: Κόλαση και Παράδεισος του αρνούνται την είσοδο. Εδώ, να μου επιτρέψετε να βάλω, σαν νοερό σάουντρακ στην παρουσίασή  μου, το τραγούδι “δεν χωράς πουθενά”, από τις Τρύπες…

           

Κυρίες και κύριοι, αυτός ο αιώνιος απόβλητος, ο παρίας του Ουρανού και της Γης, εν  αντιθέσει με τον Κύριο και Βασιλέα ορατών τε πάντων και αοράτων, έχει το εντελώς αναπάντεχο τέλος, που του έδωσε ο Καραγάτσης. Αυτό το τέλος, έχει αποτυπωθεί στις σελίδες του γκράφικ νόβελ από τον Βανέλλη και τον Πέτρου θαυμασίως. Ο λόγος είναι μεστός, ενώ το χέρι του Θανάση έχει αποτυπώσει στο χαρτί το βάρος, το σχήμα και τον όγκο των συναισθημάτων και των ιδεών που βίωσε ο Καραγάτσης γράφοντας το διήγημά του. Τρυφερότητα, χιούμορ, συγκίνηση, τραγικότητα, δύναμη, κίνηση, ζωή: οι εικόνες του Πέτρου είναι σπαρταριστές, κυρίες και κύριοι, χωρίς να είναι φλύαρες – δεν πετάς ούτε μια γραμμούλα, ούτε μια κουκκίδα χρώματος, ούτε ένα κόμμα.

           

Αυτά. Κλείνοντας, να θυμίσω πως  η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη είναι ένα από τα διηγήματα του Καραγάτση που συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή “Το Μεγάλο Συναξάρι” καθώς και στην ανθολογία “Ιστορίες αμαρτίας και αγιοσύνης”. Πραγματικά εύχομαι να συνεχίσει ο Πέτρου να εικονογραφεί ελληνική λογοτεχνία. Φιλοδοξώ να κρατήσω κάποτε στα χέρια μου το ιερό βιβλίο “ο Χριστός ξανασταυρώνεται” – σε πραγματικά ιερογλυφικά.