Το ημερολόγιο έγραφε 23 Μαρτίου 1910. Ήταν τότε που γεννήθηκε ο «Αυτοκράτορας» της σκηνοθεσίας. Ως τέτοιος μνημονεύεται, ακόμη και σήμερα, ο Ακίρα Κουροσάβα (Akira Kurosawa). Πώς να τον αποκαλέσει άλλωστε κανείς; Ο Ιάπωνας σκηνοθέτης και σεναριογράφος, έχοντας γυρίσει πάνω από 30 ταινίες, κατάφερε να αφήσει ανεξίτηλο το κινηματογραφικό του στίγμα, επηρεάζοντας – ίσως περισσότερο από όσο κανείς – τους σκηνοθέτες του 21ου αιώνα. Οι ταινίες του Κουροσάβα αποτέλεσαν κινηματογραφικούς σταθμούς, εντάσσοντάς τον στο πάνθεο των «θρυλικών» σκηνοθετών στην ιστορία του σινεμά. Ο ίδιος θεωρείται αναμφισβήτητα ο πιο γνωστός Ιάπωνας σκηνοθέτης στη Δύση. Οι «Επτά Σαμουράι» (1954), «Ρασομόν» (1950), «Ραν» (1985) και «Ο θρόνος του αίματος» (1957), είναι μόνο μερικές από τις εμβληματικές ταινίες που άφησε ως παρακαταθήκη.
Η αγάπη για τη ζωγραφική
Ο Ακίρα Κουροσάβα, γεννημένος στην Όμορι του Τόκιο, ήταν ο τελευταίος από τα οκτώ παιδιά του Ισαμού και της Σίμα Κουροσάβα. Αν και το αρχικό του όνειρο ήταν να γίνει ζωγράφος, δεν κατάφερε να μπει στην Ακαδημία. Η επόμενη αγάπη του, ο κινηματογράφος, έμελλε να σημαδευτεί από μια προσωπική τραγωδία. Ένας από τους έξι αδελφούς του, εκείνος που λάτρευε το σινεμά και δούλευε ως αφηγητής σε βωβές ταινίες, αυτοκτόνησε. Το 1936 ο Ακίρα γίνεται βοηθός του σκηνοθέτη Γιαμαμότο Κατζίρο, που δούλευε σε μια γιαπωνέζικη εταιρεία παραγωγής ταινιών.
«Ήθελα να γίνω ζωγράφος, πριν ασχοληθώ με τον κινηματογράφο. Τα πράγματα έγιναν έτσι, ώστε να ασχοληθώ με το σινεμά, όπου και έκανα την καριέρα μου. Όταν άλλαξα τέχνη, έκαψα όλους τους πίνακες που είχα ζωγραφίσει μέχρι τότε. Ήθελα να ξεχάσω για πάντα τη ζωγραφική. Όπως λέει μια πολύ παλιά και γνωστή παροιμία στην Ιαπωνία, “αν κυνηγήσεις δύο λαγούς, μπορεί να μην πιάσεις ούτε τον έναν”».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η στρατιωτική κυβέρνηση ως τροχοπέδη της καλλιτεχνικής δημιουργίας
Ο Ακίρα κατάφερε με το ταλέντο του να κερδίσει από πολύ νωρίς την εμπιστοσύνη των ανθρώπων της παραγωγής, οι οποίοι τον άφησαν ελεύθερο να δημιουργήσει την πρώτη δική του ταινία. Το «Σουγκάτα Σανσίρο» (1943), ήταν μια ταινία δράσης, που έγινε εξαιρετικά δημοφιλής στην Ιαπωνία, με το κοινό να ενθουσιάζεται από τις σπάνιες σκηνοθετικές ικανότητες του Κουροσάβα.
Τα χρόνια, όμως, που ακολούθησαν δεν ήταν τόσο δημιουργικά. Οι ταινίες του Ιάπωνα σκηνοθέτη έπρεπε να περάσουν από τη λογοκρισία της στρατιωτικής κυβέρνησης της Ιαπωνίας, η οποία προτιμούσε λογοτεχνικά και κινηματογραφικά δημιουργήματα με πατριωτικό περιεχόμενο.Έτσι, οι επόμενες ταινίες του είναι πιο απλές και εμπορικές.
Υπό το βάρος αυτού του ελέγχου, η συνέχεια του «Σουγκάτα Σανσίρο» (1945) είναι μια πατριωτική ταινία που στοχεύει στο να προβάλει την υπεροχή της γιαπωνέζικης πολεμικής τέχνης απέναντι σ’ εκείνη των εχθρών των Ιαπώνων, των Αμερικανών.
Τα χρόνια της μεγάλης επιτυχίας
Ο Κουροσάβα, ο οποίος συμπορεύεται με την Αριστερά, καταφέρνει να ξεφύγει από τον πατριωτικό προσανατολισμό αμέσως μετά τον πόλεμο. Η πρώτη ταινία που κάνει μετά την πτώση της στρατιωτικής κυβέρνησης είναι το «Οι νέοι δεν χρειάζονται λύπηση» (1946). Η ταινία βασίζεται στην «πτώση του Τακικάβα», του 1933, όταν η κυβέρνηση ανάγκασε έναν καθηγητή να παραιτηθεί εξ αιτίας των πολιτικών απόψεών του, επειδή, δηλαδή, υποστήριζε την αριστερά και τα φοιτητικά κινήματα. Δύο χρόνια αργότερα ο Κουροσάβα, γύρισε το αριστούργημα «Ο μεθυσμένος άγγελος» (1948).
Τα επόμενα χρόνια ο Ακίρα Κουροσάβα δημιουργεί ταινίες με εξαιρετική παραγωγή, κορυφαία κινηματογράφηση και σπουδαία θεματολογία. Το 1950 θα κυκλοφορήσει το «Ρασομόν» η ταινία που του επέφερε τη διεθνή του φήμη και τον έκανε γνωστό στην Ευρώπη χαρίζοντάς του τον «Χρυσό Λέοντα». Έπονται τα αριστουργήματα: «Οι Επτά Σαμουράι», «Όνειρα», «Γιοτζίμπο», «Ραψωδία τον Αύγουστο», «Καγκεμούσα», αλλά και το θρυλικό “Ran”.
Ο Ιάπωνας «Σαίξπηρ» του κινηματογράφου
Ο Ακίρα Κουροσάβα μελέτησε με πολλή προσοχή και σε βάθος τη δυτική λογοτεχνία. Ίσως αυτό να ήταν που έκανε τις ταινίες του τόσο ξεχωριστές. Ο κορυφαίος σκηνοθέτης κατάφερε με ασυναγώνιστη έμπνευση να ενσωματώσει στην ιαπωνική κουλτούρα στοιχεία του δυτικού πολιτισμού. Αυτή ακριβώς η συνύφανση δύο τόσο διαφορετικών πολιτισμών, αλλά και η μετουσίωσή της σε κάτι εντελώς καινούργιο, είναι που καθόρισε το κινηματογραφικό του στυλ. Χαρακτήρες των Γουίλιαμ Σαίξπηρ, Μαξίμ Γκόρκι, καθώς και του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι «ζωντάνεψαν» στη φεουδαρχική Ιαπωνία. Αυτή τη φορά, για να αναμετρηθούν με άλλα ηθικά διλήμματα, άλλα ήθη και έθιμα, να απαντήσουν σε άλλα οριακά ερωτήματα.
Η παρακαταθήκη του στο Χόλυγουντ
Οι ταινίες του Κουροσάβα γίνονται ορόσημο. Δημιουργοί της Δύσης δεν δίστασαν να «πατήσουν» στις δικές του ταινίες προκειμένου να δημιουργήσουν τις δικές τους. Τρανταχτά παραδείγματα, το «Και οι επτά ήταν υπέροχοι» του Τζον Στέρτζες, ένα ριμέικ των «Επτά σαμουράι» και το «Μια χούφτα δολάρια» του Σέρτζιο Λεόνε, ένα ριμέικ του «Γιοζίμπο». Μάλιστα δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι η παγκόσμιας επιτυχίας ταινία “Star Wars” βασίστηκε στο «Το Μυστικό Φρούριο», μια ταινία που έκανε ο Κουροσάβα το 1958. Άλλωστε, ο ίδιος ο σκηνοθέτης του «Πόλεμος των άστρων» δεν έκρυψε ποτέ ότι εμπνεύστηκε από εκεί.
Ρασομόν
Μία από τις σημαντικότερες ταινίες όλων των εποχών, λαμβάνει τον «Χρυσό Λέοντα» το 1951, και έτσι συμβάλλει στην παγκόσμια αναγνωρισιμότητα του Κουροσάβα και, μαζί με αυτόν, φέρνει στο προσκήνιο όλον τον ιαπωνικό κινηματογράφο. Το 1990 η ταινία βραβεύεται με τιμητικό Όσκαρ. Ο Κουροσάβα, με την άψογη σκηνοθετική του δεινότητα, χρησιμοποιεί με τέτοιο τρόπο τις κινήσεις της κάμερας, αλλά και τις φωτοσκιάσεις, ώστε καταφέρνει να δημιουργήσει ένα εκθαμβωτικό παραμύθι. Σε αυτό ο θεατής καλείται να λάβει ρόλο δικαστή, προσπαθώντας να προσανατολιστεί στην γκρίζα ζώνη της ανθρώπινης ηθικής, αλλά και της ίδιας της αλήθειας.
Ran
Στα 75 του χρόνια ο Ακίρα Κουροσάβα δίνει έναν τιτάνιο αγώνα προκειμένου να δημιουργήσει το κινηματογραφικό έπος “Ran”, το οποίο απέσπασε «Χρυσό Φοίνικα» στο Φεστιβάλ των Καννών, το 1986. O Ακίρα σκηνοθετεί την ιστορία του 70χρονου πολέμαρχου Hidetora Ichimonji, ο οποίος αποφασίζει να παραιτηθεί από τα αξιώματά του και να χωρίσει το βασίλειό του σε τρία μέρη για τους τρεις γιους του. Μοναδική του επιθυμία είναι να ζήσει ως τιμώμενο πρόσωπο σε κάθε ένα από τα κάστρα τους. “Ran” στα ιαπωνικά σημαίνει χάος, και ενδεχομένως με αυτόν τον τίτλο ο Ιάπωνας σκηνοθέτης να ήθελε να αναδείξει την χαοτική κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο ανθρώπινος νους, όταν τυφλώνεται από την εξουσία.
Σε αυτήν την ταινία ο Κουροσάβα παντρεύει την ιαπωνική τραγωδία με τον σαιξπηρικό βασιλιά Ληρ υπογράφοντας ένα κινηματογραφικό υπερθέαμα, απαράμιλλης αισθητικής αξίας, αλλά και βαθιάς φιλοσοφικής ευαισθησίας. Οι δυναμικές εικόνες, τα έντονα χρώματα, αλλά και η εξαίσια ενδυματολογία, για την οποία βραβεύτηκε και με Όσκαρ, είναι μόνο μερικά από τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα της ταινίας. Η πρώτη αγάπη του σκηνοθέτη, η ζωγραφική, ήταν και σε αυτήν την ταινία παρούσα.
Όπως ανέφερε ο ίδιος: «Η εμπειρία μου με το “Καγκεμούσα”, με έμαθε για το πόσο χρήσιμες μπορεί να είναι οι ζωγραφιές στη σκηνοθεσία, σαν ένας τρόπος να δίνω μια συμπαγή εικόνα των ιδεών μου για την ταινία, κι έτσι το συνέχισα και με το “Ραν”».
Ο Ακίρα Κουροσάβα, παρά την μεγάλη του επιθυμία να πεθάνει μέσα στα κινηματογραφικά πλατό, αφήνει την τελευταία του πνοή στις 6 Σεπτεμβρίου του 1998 μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο. Το έργο του, το οποίο συνδυάζει τον ρεαλισμό με στιλιζαρισμένα στοιχεία από το ιαπωνικό θέατρο, αποτελεί ακόμη και σήμερα σημείο αναφοράς για τους μεγάλους χολιγουντιανούς σκηνοθέτες. Περισσότερο από κάθε άλλο κινηματογραφιστή, είχε μια έμφυτη κατανόηση της κίνησης και του πώς να την αποτυπώσει στην οθόνη. Ο Ακίρα Κουροσάβα, ένας από τους πιο εμβληματικούς ανθρώπους της 7ης τέχνης, έσπασε κάθε καλλιτεχνικό στερεότυπο της εποχής του. Συμπλέκοντας στοιχεία του δυτικού και του ιαπωνικού πολιτισμού, κατάφερε να αφηγηθεί την πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης.
-Γράφει η Ναταλία Διονυσιώτη
Πηγές: lifo.gr, wikipedia.org, tvxs.gr