Ακριβώς το τέλος του κόσμου, του Ζαν – Λυκ Λαγκάρς στο 2ο Φεστιβάλ Σύγχρονου Θεάτρου

Το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος και το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης παρουσιάζουν στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ Σύγχρονου Θεάτρου, έργο του Ζαν – Λυκ Λαγκάρς, Ακριβώς το τέλος του κόσμου, σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι, το τελευταίο τριήμερο του φεστιβάλ, 29, 30 και 31 Μαΐου 2015.

Το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος και το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης παρουσιάζουν στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ Σύγχρονου Θεάτρου, έργο του Ζαν – Λυκ Λαγκάρς, Ακριβώς το τέλος του κόσμου, σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι, το τελευταίο τριήμερο του φεστιβάλ, 29, 30 και 31 Μαΐου 2015.

Σημείωμα: Ένκε Φεζολλάρι

Ο Λουί βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο της “αρρώστιας” του και μετά από μία μακρόχρονη απουσία, επιστρέφει για να ανακοινώσει στην οικογένειά του ότι θα πεθάνει. Όμως, η θλιβερή ανακοίνωση δεν βρίσκει χώρο για να γίνει αφού  τα μέλη της οικογένειας, μέσα σε μια χαρούμενη ατμόσφαιρα,  “αδειάζουν” τα συναισθηματικά τους βάρη και  ο θάνατος παραμένει μυστικό ανάμεσα στον Λουί και τους θεατές.

Ένα έργο για την ανικανότητα της οικογένειας για μία ειλικρινή επικοινωνία μεταξύ των μελών της. Ένα απόλυτα αποκαλυπτικό δράμα για την εικόνα του σύγχρονου ανθρώπου. Μέσα από το κείμενό του ο Λαγκάρς αποκωδικοποιεί το κλασικό αστικό δράμα, εμπλουτίζοντάς το με σύγχρονα στοιχεία και θέτοντας ερωτήματα όπως, η αλλοτρίωση,  ο παραλογισμός και η απουσία επαφής. Με σαφείς επιρροές από τον Μπέκετ και τον Καμύ, εντείνει στο έπακρο το αίσθημα της αγωνίας, της δυστυχίας και του θανάτου με επίκεντρο τον άνθρωπο.

Ο θεατής έχει μπροστά του τα μέλη μιας οικογένειας που μετά από πολλά χρόνια, και κατά τη διάρκεια μίας σύντομης συνάντησης, προσπαθούν απεγνωσμένα να αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον και να έρθουν και πάλι κοντά. Αλλά δεν γνωρίζουν ο ένας τον άλλον πια, δεν αγαπούν ο ένας τον άλλον, είναι τελείως ξένοι. Ένα αστείο, τρυφερό και ποιητικό έργο όπου τα πρόσωπα αναζητούν διαρκώς τις σωστές λέξεις και αποτυγχάνουν.

Το έργο μιλά για την θνησιμότητα, τις χαμένες ευκαιρίες, το σημαντικό και το ασήμαντο. Η σιωπηρή παρουσία του θανάτου υπογραμμίζει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την καθημερινότητα των ανθρώπων. Τί μας εμποδίζει να επικοινωνούμε πραγματικά; Τί μας κάνει ευτυχισμένους και τί δυστυχισμένους; Γιατί οι λέξεις δεν μας βοηθούν;

Ένα έργο που μας κάνει να σκεφτούμε την θνητή μας φύση, ένα έργο για την εγκατάλειψη, την αγάπη και την ενοχή. Ένα έργο που στήνει στον τοίχο την “Αγία” οικογένεια.

Σημείωμα: Ανδρέας Στάικος

Ο Λουί στο άνθος της ηλικίας του ή ο Λουί στο απόγειο του μαρασμού, – αδιευκρίνιστα τα όρια ανάμεσα στις δύο καταστάσεις – στην ηλικία των τριάντα τεσσάρων ετών, εγκαταλείπεται στην προσμονή του θανάτου. Εγκαταλείπει τη ζωή ή εγκαταλείπεται από τη ζωή. Το είδος του θανάτου επίσης αδιευκρίνιστο: αυτοκτονία, ανίατος ασθένεια ή ζωντανός θάνατος σε ένα συμβολικό επίπεδο;

Ο Λουί πριν παραδοθεί στην αιώνια σιωπή, προχωρά στη μεγάλη επιστροφή. Η επιστροφή ισοδυναμεί με αποχαιρετισμό. Επιστροφή στη γενέτειρα γη, στην οικογένεια, στα παιδικά χρόνια, στα χρόνια της ωρίμανσης και της φυγής. Η συνάντηση του αποχαιρετισμού είναι άκρως αποκαλυπτική. Η συμβατική επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη της τυπικής αυτής οικογένειας είναι το προσωπείο της έλλειψης αγάπης, του εγωισμού, της ερημιάς και του μαρασμού. Ο καθένας, περιχαρακωμένος στον εαυτό του έχει παραδοθεί στο δικό του, προσωπικό θάνατο. Απέναντι στους καθημερινούς, μικρούς ή μεγάλους θανάτους της ζωής, ο πραγματικός θάνατος του Λουί θα είναι η χαρά και η λύτρωση.

Jean-Luc Lagarce. Συγγραφέας και σκηνοθέτης, γεννήθηκε στην Μπεζανσόν όπου σπούδασε φιλοσοφία και στη συνέχεια υποκριτική στο Εθνικό Ωδείο Δραματικής Τέχνης. Το 1997, ιδρύει τον ερασιτεχνικό θεατρικό θίασο, Le Théâtre de la Roulotte. Μαζί με άλλους μαθητές, μεταξύ των οποίων η Mireille Herbstmeyer που έκτοτε θα δουλέψει στο πλευρό του, σκηνοθετεί Μπέκετ, Γκολντόνι και δικά του κείμενα. Όταν, το 1981, ο θίασος του γίνεται επαγγελματικός, το έργο Carthage, encore μεταδίδεται από την εκπομπή Nouveau Répertoire dramatique του Lucien Attoun στον ραδιοφωνικό σταθμό France Culture. Από το 1982, το έργο Le Voyage de Madame Knipper vers la Prusse orientale ανεβαίνει από τον σκηνοθέτη Jean-Claude Fall στο Petit Odéon. Η καριέρα του ως σκηνοθέτης ξετυλίγεται μέσα από 20 περίπου εναλλασσόμενες σκηνοθεσίες κλασσικών έργων (Κρεμπιγιόν υιός, Μολιέρος, Ζωρζ Φεϊντό, Ευγένιος, Ιονέσκο…), διασκευές μη θεατρικών κειμένων καθώς και δικές του δημιουργίες. Το 1992, ο Jean-Luc Lagarce ανεβάζει το έργο-κολάζ, Les Solitaires intempestifs, και ιδρύει τον ομώνυμο εκδοτικό οίκο μαζί με τον πιο στενό του καλλιτεχνικό συνεργάτη, François Berreur, με στόχο τη δημοσίευση σύγχρονων θεατρικών δημιουργιών. Μετά τον πρόωρο χαμό του από Aids σε ηλικία 38 χρονών το 1995, τα άπαντα του (εικοσιπέντε θεατρικά έργα, τρεις αφηγήσεις, ένα λιμπρέτο όπερας…) γνωρίζουν ολοένα και μεγαλύτερη επιτυχία σε κοινό και κριτικούς και μεταφράζονται σε εικοσιπέντε γλώσσες.

Συντελεστές:

Μετάφραση: Ανδρέας Στάικος
Σκηνοθεσία – Φωτισμοί – Μουσική Επιμέλεια: Ένκε Φεζολλάρι
Σκηνικά – Κοστούμια: Χριστίνα Κωστέα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Στεφανία Βλάχου

Παίζουν: Ελεονώρα Αντωνιάδου, Νικόλ Δημητρακοπούλου, Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, Ιωάννης Παπαζήσης, Βαγγέλης Ψωμάς

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ