Αλαντίν: Οι νέες περιπέτειες, με τον Kev Adams

Η Feelgood παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τις 11 Φεβρουαρίου 2016 την ταινία Αλαντίν: Οι νέες περιπέτειες (LES NOUVELLES AVENTURES D’ ALADIN) μεταγλωττισμένη στα ελληνικά, με τον Kev Adams.

Η Feelgood παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τις 11 Φεβρουαρίου 2016 την ταινία Αλαντίν: Οι νέες περιπέτειες (LES NOUVELLES AVENTURES D’ ALADIN) μεταγλωττισμένη στα ελληνικά, με τον Kev Adams.

Το μαγικό παραμύθι του Αλαντίν και του μαγικού λυχναριού μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη σε μια ξεκαρδιστική υπερπαραγωγή από τη Γαλλία. Οι «Νέες Περιπέτειες» του μας μεταφέρουν στον κόσμο της Βαγδάτης, με πολλές ξεκαρδιστικές αναφορές στο σήμερα, την τεχνολογία, και τη σύγχρονη κουλτούρα. Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Γάλλος κωμικός ηθοποιός Kev Adams (Les Profs).

Σύνοψη:

Την παραμονή των Χριστουγέννων, ο Sam και ο καλύτερος του φίλος, ο Khalid, μεταμφιέζονται σε Άγιους Βασίληδες με σκοπό να σουφρώσουν ό,τι μπορούν από τις Γκαλερί Λαφαγιέτ. Όμως πολύ γρήγορα ο Sam βρίσκεται ασφυκτικά περικυκλωμένος από μια ομάδα παιδιών και αναγκάζεται να τους διηγηθεί μια ιστορία, την ιστορία του Αλαντίν… ή τουλάχιστον τη δική του εκδοχή.  Μπαίνοντας στο πετσί του ρόλου, ο Sam ξεκινάει έτσι ένα ταξίδι στην καρδιά της Βαγδάτης, την πόλη με τις χίλιες και μία χάρες… Όμως πίσω από  το πολύχρωμο φολκλόρ, ο λαός υπομένει την τυραννία του φοβερού Βεζίρη, που είναι γνωστός για την αγριότητα και τη βρωμερή του ανάσα. Θα καταφέρει ο Αλαντίν, ο νεαρός κλέφτης, να χαλάσει τα διαβολικά σχέδια του Βεζίρη, να σώσει τον Khalid και να κερδίσει την καρδιά της πριγκίπισσας Shallia; Ας μη γελιόμαστε, αυτό δεν θα είναι καθόλου εύκολο!

Διάρκεια: 107’

Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη Arthur Benzaquen

Το «Αλαντίν: Οι Νέες Περιπέτειες» είναι η πρώτη σας μεγάλου μήκους ταινία. Αλλά είναι και μία από τις πιο πολυαναμενόμενες ταινίες της χρονιάς. Πώς έφτασε στα χέρια σας αυτή η περιπέτεια;

Ο Daive Cohen, ο σεναριογράφος, είχε γράψει το κείμενο καμιά δεκαριά χρόνια πριν. Όμως δεν του δόθηκε ποτέ η δυνατότητα να το υλοποιήσει. Ο Daniel Tordjman, ο παραγωγός, του πρόσφερε αυτή την ευκαιρία. Όταν μου πρότειναν να αναλάβω τη σκηνοθεσία, οφείλω να ομολογήσω ότι με κατέλαβε ένας τεράστιος δισταγμός στη σκέψη ότι θα σήκωνα στους ώμους μου ένα τόσο μεγαλόπνοο σχέδιο. Όμως ο Daniel και ο Daive επέμεναν. Και η σιγουριά τους με καθησύχασε. Η περιπέτεια αυτή ήταν ραμμένη στα μέτρα μας. Είχαμε εργαστεί και οι τρεις μας πολύ για το “Zak”. Τέσσερα χρόνια μαζί, από το σενάριο μέχρι το μοντάζ, είναι μια δουλειά πλήρους απασχόλησης. Γνωρίζουμε πολύ καλά ο ένας τον άλλον και ξέρουμε να λειτουργούμε σαν τριάδα. Βέβαια δεν είναι λίγες οι φορές που συγκρουόμαστε, κάποτε μάλιστα και σφοδρά, όμως τι όμορφες σπίθες  ξεπηδούν μέσα από αυτές τις συγκρούσεις! Αφού είπα το ναι, αυτό που απέμενε ήταν να κάνω ήταν να βάλω κι εγώ το λιθαράκι μου σε αυτό το οικοδόμημα…

Δηλαδή;

Δηλαδή να υπηρετήσω ένα έργο που υπήρχε ήδη. Δεν είναι και τόσο απλό! Πιστεύω ότι έπαιξα τον ρόλο μου, διηγούμενος μια ιστορία που βασίζεται όχι απλώς σε μια αφήγηση αλλά και γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο… Το πρόσωπο του Sam. Σε αυτού του είδους τις ταινίες (Αστερίξ ή OSS 117 για παράδειγμα), η κωμωδία έγκειται μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι τα πρόσωπα δεν εξελίσσονται, δεν μαθαίνουν από τις πράξεις και τα βιώματά τους. Όμως εγώ ήθελα να αφηγηθώ μια ανθρώπινη ιστορία. Το «Αλαντίν: Οι Νέες Περιπέτειες» είναι μια αναζήτηση και τα γεγονότα που βιώνει ο Αλαντίν οφείλουν να έχουν κάποιον αντίκτυπο πάνω στον ήρωα. Η ιστορία που αφηγείται ο Sam είχε για μένα πρωταρχική σημασία, πολύ περισσότερο από την γνωστή σε όλο τον κόσμο ιστορία του Αλαντίν. Και βέβαια στη συνέχεια έπρεπε να σκεφτώ το γενικό ύφος και το στήσιμο της ταινίας.

Το εκπληκτικό με αυτό το παραμύθι είναι ότι γράφτηκε εκατοντάδες χρόνια πριν και όμως παραμένει απίστευτα σύγχρονο… Αυτή η ιστορία ενός άσημου αγοριού που γίνεται πρίγκιπας, που καταφέρνει να ανατρέψει τις κοινωνικές καταβολές του και να κάνει αποδεκτή τη διαφορετικότητά του είναι τόσο επίκαιρη…

Ακριβώς! Και ο τρόπος αφήγησης είναι μοναδικός. Το σενάριο μου έφερε στο νου τις «Τρελές Περιπέτειες Έρωτα και Φαντασίας» (Princess Bride) και δεν είχα άδικο αφού ο Rob Reiner είναι για μένα ένας ογκόλιθος. Η ιδέα του διαρκούς πήγαιν’ έλα ανάμεσα στο παρόν και στο παραμύθι υπήρχε εξαρχής. Αυτό που έπρεπε να κάνουμε ήταν να την ενισχύσουμε και όχι απλώς να τη χρησιμοποιήσουμε σαν ένα απλό υφολογικό στοιχείο. Για μένα ο Sam είναι πολύ πιο σημαντικός από τον Αλαντίν. Όσο προχωράει η ταινία, ο Αλαντίν γίνεται ένα είδος καθρέφτη για τον Sam. Αφηγούμενος την ιστορία του πρίγκιπα-κλέφτη, ο Sam συνειδητοποιεί ότι πρέπει να αλλάξει και ότι δεν μπορεί να κοροϊδεύει πια την κοπέλα που αγαπάει παριστάνοντας πως είναι κάποιος άλλος.

Με ποιον τρόπο χειριστήκατε τα ειδικά εφέ;

Όσο πιο ρεαλιστικά γινόταν και με δεδομένο έναν προϋπολογισμό που δεν ήταν υπέρογκος. Από την αρχή της συγγραφής του σεναρίου ξεκίνησα συναντήσεις με τον David Danesi (The Artist). Αφού συζητήσαμε πολύ για την ταινία και για το πώς την φανταζόμουν, μου πρότεινε πολλές εναλλακτικές. Διάφορες εκδοχές για το τζίνι, για ιπτάμενα χαλιά, για τη Βαγδάτη, για παλάτια χωμένα στην άμμο και εικονογραφίες. Το πρόβλημα και ταυτόχρονα η γοητεία των ειδικών εφέ είναι ότι το πεδίο των δυνατοτήτων είναι πρακτικά απεριόριστο.

Μιλήστε μας για τα σκηνικά και τα κοστούμια. Βασιστήκατε κι εδώ στην αρχιτεκτονική και τα ρούχα της εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ταινία;

Φυσικά. Για όλες τις σκηνές που εκτυλίσσονται στο παλάτι, επέλεξα παραδοσιακές ενδυμασίες της υψηλής κοινωνίας της Ανατολής του 11ου αιώνα. Η εικονογραφία των χρωμάτων έχει επίσης μεγάλη σημασία. Επέλεξα το κόκκινο και το χρυσό για τις ενδυμασίες και το παλάτι του Σουλτάνου, το πράσινο για το παλάτι του Βεζίρη και το μπλε για τα διαμερίσματα και τα φορέματα της πριγκίπισσας. Ακόμα κι αν δεν το προσέξετε (και τόσο το καλύτερο!) όλα τα εσωτερικά πλάνα είναι σταθερά και συμμετρικά, σαν να πρόκειται  για την αναπαράσταση μιας χρυσής φυλακής που δεν επιτρέπει την έξοδο από το πλάνο. Αντιθέτως, όταν η δράση μεταφέρεται στη Βαγδάτη, γυρνάμε με την κάμερα στον ώμο… Το ίδιο ισχύει και με τον ήχο: στο παλάτι βασιλεύει η σιωπή, με μοναδική υπόκρουση τα τιτιβίσματα των πουλιών, ενώ στην πόλη κυριαρχεί ένα ασταμάτητο  βουητό.

Μιλήστε μας για τα γυρίσματα στο Μαρόκο…

Σκεφτήκαμε αρκετές χώρες, κυρίως την Ινδία, αλλά τελικά καταλήξαμε στο Μαρόκο. Αρχικά λόγω των καταβολών μας, αφού τόσο ο Daive και ο Daniel όσο κι εγώ καταγόμαστε από το Μαρόκο. Και βέβαια επειδή εκεί μπορούσαμε να βρούμε αφενός τα σκηνικά που χρειαζόμασταν και αφετέρου, το πιο σημαντικό για μένα, επειδή διαθέτει ένα εξαιρετικά καταρτισμένο και ευέλικτο εργατικό δυναμικό. Στο Μαρόκο γυρίζονται πλέον πολλές ξένες ταινίες, ιδίως αμερικανικές. Χρησιμοποιήσαμε για παράδειγμα τα σκηνικά του Kingdom of Heaven του Ridley Scott. Γύρισα επίσης κάποιες σεκάνς στις Γκαλερί Λαφαγιέτ, για το κομμάτι της ταινίας που διαδραματίζεται στη σύγχρονη εποχή.

Ας ξαναγυρίσουμε στα ειδικά εφέ. Σε μια ατάκα της ταινίας ένα από τα πρόσωπα λέει με έμφαση: “Ποτέ δεν μου άρεσαν οι ταινίες όπου κυριαρχεί η υπερβολή”! Κι αυτό ακούγεται ακριβώς πριν από μια μεγαλειώδη σκηνή, που τελικά εκτυλίσσεται σαν μια απλή αφήγηση από τον Kev Adams.

Ναι, είναι αλήθεια. Θα μπορούσαμε να γυρίσουμε αυτή τη σκηνή χρησιμοποιώντας ειδικά εφέ… Όμως μας θεωρήσαμε πιο έξυπνο να απαντήσουμε στον καταιγισμό των ειδικών εφέ των χολιγουντιανών ταινιών με ένα τέχνασμα τύπου Monty Python, του οποίου πάντα μου άρεσε ο αυτοσαρκασμός. Ποιος δεν θυμάται τους ήρωες του Monty Python and the Holy Grail που σώζονται χάρη στο θάνατο του σχεδιαστή; Θεωρητικά, ίσως κάποιες επικίνδυνες σκηνές να τις ήθελα πιο πλούσιες, όμως τελικά οι σκηνές της ταινίας είναι πειστικές, σωστά;

Απολύτως. Και πιστεύω ότι κατά μεγάλο μέρος τις εκτέλεσε  ο ίδιος ο Kev Adams;

Ναι. Είδαμε και πάθαμε για να τον κατεβάσουμε από τη σκηνή! Ο Kev εκτελεί τις επικίνδυνες σκηνές του με απίστευτη ενεργητικότητα και πάθος.

Γνωρίζεστε από τότε που ο Kev εμφανίστηκε στο “Zak”. Φαντάζομαι ότι τώρα ανακαλύψατε πραγματικά ο ένας τον άλλον;

Είμαι καταγοητευμένος με αυτό τον νεαρό! Στα 23 του χρόνια είναι ένας πραγματικός τζέντλεμαν. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα. Όταν μπορείς να βασιστείς πραγματικά στους ανθρώπους που πρέπει να σκηνοθετήσεις, τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα. Γι’ αυτό και μπόρεσα να δουλέψω άνετα μαζί του πάνω στο πρόσωπο του Αλαντίν. Ο Kev αφομοιώνει τις υποδείξεις και τις οδηγίες με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το κωμικό στοιχείο πηγάζει από την ειλικρίνεια με την οποία θα αντιμετωπίσεις τον ρόλο σου. Το μεγάλο προτέρημα του Kev είναι ότι έχει μια πολύ καλή σχέση με τα συναισθήματά του και δεν φοβάται να τα εξερευνήσει. Δεν δυσκολεύτηκε να αφήσει μερικά δάκρυα να τρέξουν, πράγμα που ενίσχυσε τόσο το συναίσθημα όσο και το κωμικό στοιχείο.

Ας περάσουμε στο πρόσωπο που ενσαρκώνει τον Βεζίρη, τον ορκισμένο εχθρό του Αλαντίν: τον Jean-Paul Rouve…

Γι’ αυτόν, όπως και για μένα, η κωμωδία είναι μια σοβαρή υπόθεση. Κατέφθασε στα γυρίσματα σαν κομάντο, γεμάτος πάθος και ενθουσιασμό με αυτό που είχε να κάνει. Η κάθε του φράση είναι προϊόν ώριμης σκέψης! Με τον Jean-Paul συζητήσαμε πάρα πολύ για τις καταβολές του Βεζίρη: ποιος ήταν, από πού ερχόταν. Είναι εντυπωσιακή η σχέση του Jean-Paul με το συναίσθημα, ζει την παραμικρή πτυχή του, κι αυτό εκδηλώνεται με μια λεπταίσθητη ανατομία κινήσεων, εκφράσεων και χειρονομιών που συχνά είναι πιο αποτελεσματική από τον διάλογο… Είναι όμως και σκηνοθέτης και διαθέτει μια εκπληκτική τεχνική κατάρτιση. Δεν χρειάζεται να τον διορθώσεις ποτέ. Ξέρει πάντα πού πρέπει να σταθεί σε σχέση με το φως, ξέρει τη θέση του στον άξονα, και όλα αυτά χωρίς να χάνει ούτε στιγμή την αυτοσυγκέντρωση του ηθοποιού.

Και ο Michel Blanc παίζει τον ρόλο του Σουλτάνου…

Είχαμε συναντηθεί πριν από πολύ καιρό και τον ξαναείδα στα γυρίσματα της ταινίας τού Jean-Paul, Les Souvenirs. Πίστευα πως ήταν ο καταλληλότερος για τον ρόλο, όμως οι άλλοι μου έλεγαν: “ξέχνα το, αυτός αρνείται κάθε πρόταση!” Πρότεινα στον Michel να διαβάσει το σενάριο κι εκείνος δέχτηκε. Μου είπε να του το στείλω στις 12.30 ακριβώς και στις 14.00 ακριβώς μου τηλεφώνησε και μου ανακοίνωσε: “Είναι τέλειο, έχω ξετρελαθεί, θα το κάνω!” Δεν χρειάζεται να προσθέσω ότι πέταξα από τη χαρά μου. Κάναμε δυο τρία δοκιμαστικά, το διασκεδάσαμε, γελάσαμε με την καρδιά μας και ξεκινήσαμε. Λίγες μέρες μετά, ο Michel ήρθε να με δει και μου είπε ότι είχα πιάσει το νόημα της ταινίας και ότι το αποτέλεσμα θα ήταν άψογο. 

Και ο Khalid, ο καλύτερος φίλος του Αλαντίν, ή αλλιώς ο William Lebghil, ο καλύτερος φίλος του Kev Adams;

Ο William ήρθε στο Μαρακές δυο εβδομάδες πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα και κάθε βράδυ μου πρότεινε να διαβάζουμε το σενάριο για να διευκρινίζουμε λεπτομέρειες, συναισθήματα. Ο William διαθέτει επιπλέον μια μελωδικότητα, ένα μοναδική μπρίο που μπορεί να σε κάνει να γελάσεις τόσο με μια επιτυχημένη σπόντα όσο και με ένα τίποτα. Μια απλή φράση ενός διαλόγου μπορεί να γίνει στα χείλη του πηγή ακράτητου γέλιου.

Τα γυναικεία πρόσωπα του έργου: Η Vanessa Guide, η πριγκίπισσα Shallia, και η υπηρέτρια  της, η Rababa, που την υποδύεται η Audrey Lamy…

Θα πω την αλήθεια: η Audrey είναι για μένα κορυφαία κωμικός. Τα πράγματα ήταν πολύ εύκολα όταν η Audrey απελευθερώθηκε από τις άλλες υποχρεώσεις της και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην ταινία. Είναι εκπληκτική γυναίκα, τόσο στο παίξιμό της όσο και στη ζωή. Τον ρόλο τον χτίσαμε πολύ γρήγορα. Η πραγματική δουλειά που είχαμε να κάνουμε ήταν να “κατεβάσουμε τους τόνους” και να βρούμε τις ισορροπίες. Όσο για τη Vanesssa, γνωριζόμαστε από το “Zak”, όταν πρωταγωνίστησε σε ένα επεισόδιο το οποίο θεωρώ κορυφαίο. Είναι μια ηθοποιός με εξαιρετικά προσόντα για τον ρόλο της πριγκίπισσας: συνδυάζει την εξωτερική εμφάνιση και την τρέλα, κι ένα μάτι που εύκολα αλληθωρίζει.

Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχάσουμε το Τζίνι, τον Eric Judor…

Ο συγκεκριμένος ρόλος μου δημιούργησε αρκετό άγχος. Είναι μια από τις μεγαλύτερες υποσχέσεις της ιστορίας, παρόλο που εμφανίζεται αρκετά αργά στην ταινία. Είναι επίσης μια αρκετά στατική στιγμή της αφήγησης, η στιγμή που ο Αλαντίν διαπραγματεύεται τις ευχές που θα πραγματοποιήσει το Τζίνι. Και τελικά ο Eric με αποζημίωσε με το παραπάνω. Η ερμηνεία του ήρθε σαν μάννα εξ ουρανού.

Συνέντευξη με τον πρωταγωνιστή Kev Adams

Γνωρίσατε μεγάλη επιτυχία  στον κινηματογράφο με τις ταινίες Les Profs και το Fiston, όμως το «Αλαντίν: Οι Νέες Περιπέτειες» είναι η πρώτη ταινία στην οποία έχετε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μήπως αυτό σηματοδοτεί έναν σταθμό στην καριέρα σας ως νεαρού ηθοποιού;

Ναι, προφανώς, παρόλο που από τα πρώτα μου βήματα στον κινηματογράφο είχα πάντοτε την αίσθηση (πολλές φορές χωρίς να το θέλω), ότι σήκωνα την ταινία στους ώμους μου, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την προώθηση. Αυτή τη φορά, ο Αλαντίν είναι ο Kev Adams, όμως πέρα από τη σύνδεση ενός ήρωα με έναν ηθοποιό, πρόκειται πάνω απ’ όλα για μια “χορωδιακή” ταινία, όπου η αφήγηση δεν περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από τον βασικό ήρωα. Και θέλω να πιστεύω ότι το κοινό θα καταλάβει τη διαφορά.

Ταυτιστήκατε με αυτό το εγχείρημα από την πρώτη στιγμή. Τι ήταν αυτό που κίνησε τόσο έντονα το ενδιαφέρον σας;

Τα πάντα, και μάλιστα από την πρώτη στιγμή που διάβασα το σενάριο! Με ξετρέλαινε η ιδέα ότι θα βρισκόμουν πάνω σε ένα ιπτάμενο χαλί, δίπλα σε ένα τζίνι, αλλά και ότι θα συμμετείχα σε μια ιστορία γεμάτη χιούμορ και υπονοούμενα σε δεύτερο επίπεδο, αντιμέτωπος με τον πραγματικό κόσμο και τους αναχρονισμούς… Το αρχικό σενάριο ήταν 250 σελίδες,  πραγματική εποποιία! Σε τέτοιες ταινίες ονειρευόμουν να παίξω όταν ήμουν μικρός. Ήθελα να πολεμήσω, να κάνω μια θριαμβευτική είσοδο στη Βαγδάτη, να έχω το δικό μου παλάτι, να απολαύσω ένα εικονικό σύμπαν που παίρνει σάρκα και οστά μέσα από τα ειδικά εφέ.

Πόσο μάλλον που έχετε διπλό ρόλο στην ταινία: τον ρόλο του Αλαντίν αλλά και τον ρόλο του Sam, του αφηγητή της ιστορίας.

Και ο τρόπος με τον οποίον ο Sam αναπτύσσει την αφήγηση είναι πολύ έξυπνος. Ο Daive με το σενάριο και ο Arthur με τη σκηνοθεσία κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα είδος έκπληξης, μια συνολική κατανόηση της  ταινίας που δεν αποκαλύπτεται παρά στο τέλος. Κι αυτό προσδίδει μια πολύ ρεαλιστική διάσταση στην ταινία. Το φινάλε της ταινίας μάς επιτρέπει όχι μόνο να συναντήσουμε ξανά τα πρόσωπα του παραμυθιού αλλά και να καταλάβουμε τι συνέβαινε στο μυαλό του Sam όσο διηγούταν την ιστορία του Αλαντίν. . . Ο Sam άντλησε στοιχεία από τον περίγυρό του ή την οικογένεια της αρραβωνιαστικιάς του για να εμπλουτίσει την διήγησή του. Κι αυτό είναι σατανικό!

Ο Arthur Benzaquen λέει ότι σας τραβούσαν σχεδόν με το ζόρι από το πλατό όταν έπρεπε να γυριστούν οι επικίνδυνες σκηνές.

Λατρεύω αυτές τις στιγμές και μου αρέσει να τις εκτελώ μόνος μου. Πιστεύω ότι το αποτέλεσμα είναι πιο αληθοφανές. Όταν είσαι ηθοποιός, θέλεις να κάνεις λίγο από όλες τις δουλειές του κόσμου. Στις προηγούμενες ταινίες είχα την ευκαιρία να κάνω διάφορα πράγματα. Στους Profs, για παράδειγμα, δεν άντεχα στην ιδέα ότι κάποιος κασκαντέρ θα έπεφτε από ψηλά αντί για μένα. Οι σκηνές αυτές είναι κομμάτι του ρόλου, του προσώπου που υποδύεσαι, και στις “Νέες Περιπέτειες του Αλαντίν” δεν ήθελα με τίποτα να χάσω τις σκηνές των συμπλοκών και των τσακωμών. Ήταν το Α και το Ω για να μπορέσω να μπω ολοκληρωτικά στο πετσί του ήρωα.

Πώς θα περιγράφατε τη συνεργασία με τον σκηνοθέτη σας;

Είναι η πρώτη φορά που ζω μια τέτοια σχέση με έναν σκηνοθέτη στα γυρίσματα. Ο Arthur Benzaquen κατάφερε να δημιουργήσει ένα πνεύμα “διακοπών σε κατασκήνωση”, με αποτέλεσμα κανείς να μην θέλει να αποχωριστεί τους συναδέλφους του στο τέλος των γυρισμάτων. Και ταυτόχρονα, κατάφερε να οδηγήσει τους ηθοποιούς του εκεί που ήθελε. Ήμουν πολύ τυχερός που μπόρεσα να μοιραστώ αυτή την εμπειρία μαζί του. Είναι δημιουργικός, έξυπνος, αστείος , όπως ακριβώς έπρεπε να είναι ένας σκηνοθέτης στο συγκεκριμένο είδος ταινίας, για να εμπνεύσει και να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς του.

Συνέντευξη με τον Jean-Paul Rouve

Ποια ήταν για σας η κυριότερη στιγμή της περιπέτειας του Αλαντίν;

Θα μιλήσω ειλικρινά: η ζέστη!  Δεν θα ξεχάσω ποτέ τους 50 βαθμούς που έδειχνε το θερμόμετρο στα στούντιο του Μαρακές στην καρδιά του καλοκαιριού και τα κοστούμια που κάθε άλλο παρά ιδανικά θα τα έλεγες για τέτοιες θερμοκρασίες…Το δικό μου είχε τρεις στρώσεις υφάσματος. Με τέτοιο ντύσιμο άνετα θα πήγαινα για γύρισμα στο Μον Μπλαν!

Πάντως φαίνεται να τύχατε ιδιαίτερης μεταχείρισης όσον αφορά τη φορεσιά και τα στολίδια του Βεζίρη. Ήταν κι αυτό μέρος της απόλαυσης που νιώσατε ενσαρκώνοντας ένα τέτοιο πρόσωπο σε ένα τέτοιο είδος ταινίας;

Προφανώς. Μου αρέσει πολύ το κομμάτι της μεταμφίεσης, αυτή η παιδική πλευρά των πραγμάτων. Έφερα στον νου μου τον εαυτό μου όταν ήμουν παιδί αλλά και τα δικά μου παιδιά. Αυτό δεν με εμπόδισε βέβαια να αντιμετωπίσω τον ρόλο μου με την πρέπουσα σοβαρότητα, και ο Arthur Benzaquen  βρισκόταν σε διαρκή επαγρύπνηση, όμως αυτή η παιχνιδιάρικη πλευρά του εγχειρήματος τελικά κυριάρχησε.

Ποιος είναι στ’ αλήθεια αυτός ο “κακός” της ταινίας;

Αυτό που μου αρέσει πάντα στους κακούς είναι η ανθρώπινη πλευρά τους και η προσπάθεια που πρέπει να κάνω για να ανακαλύψω αυτό το ψήγμα ανθρωπιάς που έχει απομείνει μέσα τους. Μου αρέσει πραγματικά να παίζω με αυτές τις ρωγμές, να φαντάζομαι ότι υπάρχει πάντα ένας λόγος που κάνει κάποιον τόσο φριχτό και απαίσιο, ίσως μια τραυματική παιδική εμπειρία! Και επιπλέον, ο συγκεκριμένος Βεζίρης  έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά του κακού: θέλει να γίνει Χαλίφης στη θέση του Σουλτάνου, διψά για εξουσία όσο κανείς άλλος…

Ο Arthur Benzaquen υπογράφει την πρώτη του ταινία ως σκηνοθέτης και η ταινία είναι ένα μεγαλόπνοο εγχείρημα. Εσείς, ως σκηνοθέτης, πώς είδατε τη δουλειά του;

Ομολογώ ότι τον θαύμασα. Ειλικρινά, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να κάνω ποτέ κάτι τέτοιο! Να συντονίζεις τους κομπάρσους, τα ειδικά εφέ, τρεις τέσσερις κάμερες ταυτόχρονα. Ολόκληρη πολεμική μηχανή… Και στο κέντρο ο Arthur, ξέροντας κάθε στιγμή τι πρέπει να κάνει, ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Γνωριζόμασταν πολύ λίγο: είχα συμμετάσχει σε ένα σκετσάκι στη σειρά του, “Zak”, όμως δεν είχα ιδέα ποια είναι η συμπεριφορά του με τους ηθοποιούς. Και βρέθηκα δίπλα σε έναν πραγματικό σκηνοθέτη, ο οποίος δουλεύει συνεχώς με τους ηθοποιούς του και δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Ήταν διαρκώς επικεντρωμένος στο “παίξιμο”… .Μου ζητούσε για παράδειγμα να μην παίζω τον κακό αλλά να είμαι ο κακός. Αυτός είναι και ο μεγαλύτερος κίνδυνος σε αυτού του είδους τις ταινίες: έχεις να συντονίσεις τόσα πράγματα που κινδυνεύεις να παρασυρθείς από τη μορφή παραγνωρίζοντας το περιεχόμενο. Όχι όμως και ο Arthur!

Συνέντευξη με τον Eric Judor

Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε ή σας κίνησε το ενδιαφέρον όταν σας πρότειναν να υποδυθείτε το τζίνι;

Όταν είσαι κωμικός, όταν κάνεις stand-up comedy και αυτοσχεδιασμό και λατρεύεις τους πειραματισμούς, τότε η ιδέα ότι θα υποδυθείς ένα τζίνι ανταποκρίνεται απόλυτα στην ψυχοσύνθεση σου! Είναι ένα πρόσωπο που σου επιτρέπει να αλλάξεις φωνή, ταχύτητα εκφοράς λόγου, τόνο, με δυο λόγια να αλλάξεις χαρακτήρα, ένα πρόσωπο χωρίς καμία εξωτερική συνοχή. Μου θυμίζει όλα αυτά που κάναμε στις παραστάσεις μας με τον Ραμζί…

Φαντάζομαι πως είχατε αρκετά μεγάλη ελευθερία να χρωματίσετε το τζίνι με τον δικό σας τρόπο. . .

Ναι, βέβαια. Ο Arthur Benzaquen μου έδινε συνήθως τη γενική ιδέα και ύστερα με άφηνε να κάνω ό,τι τρέλα μου κατέβαινε στο κεφάλι. Στο τέλος, κρατούσε ό,τι του φαινόταν καλό τόσο για την ταινία όσο και για το πρόσωπο που υποδυόμουν.

Ποιο συναίσθημα ή ποια ανάμνηση  σας έχει μείνει από το γύρισμα;

Διασκέδασα πολύ υποδυόμενος το τζίνι με απόλυτη ελευθερία, μέσα σε ένα μυθικό σκηνικό με απίστευτα κοστούμια. Μέσα από αυτή την ταινία συνειδητοποίησα ξανά ποια είναι  βαθύτερη ανάγκη που με ώθησε να κάνω τη δουλειά που κάνω. Μου αρέσει να επινοώ πρόσωπα και τα να υποδύομαι μέσα σε ονειρικούς κόσμους. Και σ’ αυτή την ταινία, ζούσα πραγματικά μέσα σε ένα παραμύθι.

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Arthur Benzaquen

Σενάριο: Daive Cohen

Παίζουν: Kev Adams, Jean-Paul Rouve, Eric Judor, Michel Blanc, Vanessa Guide, Audrey Lamy, William Lebghil, Nader Boussandel

Διεύθυνση Φωτογραφίας: Pierre Aim

Σχεδιασμός Παραγωγής: Alain Veissier

Κοστούμια: Agnes Beziers

Μοντάζ: Brian Schmitt

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ