«Τσέλσι – Μπαρτσελόνα» είναι ο τίτλος της δεύτερης ταινίας μικρού μήκους του Αλέξανδρου Χαντζή η οποία συμμετέχει στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού
Μήκους της Δράμας αλλά θα προβληθεί και στις «Νύχτες Πρεμιέρας» στην Αθήνα. Ο νέος σκηνοθέτης απαντά στις ερωτήσεις του Culturenow.gr για τη νέα αυτή δουλειά, τον κινηματογράφο αλλά και τα όνειρά του για τη μεγάλη οθόνη, υποστηρίζοντας πως η λεγόμενη «κινηματογραφική άνθιση» των τελευταίων χρόνων, δεν υπάρχει.
Συνέντευξη: Μαριάννα Παπάκη
Culturenow.gr: Αφορμή για την επικοινωνία μας, η νέα μικρού μήκους ταινία σου με τίτλο «Τσέλσι – Μπαρτσελόνα» που θα προβληθεί στο Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Δράμας. Πες μας δυο λόγια για την ιστορία της ταινίας και τον τίτλο της!
Αλέξανδρος Χαντζής: Η ταινία έχει να κάνει με τον Ανδρέα (Μάκης Παπαδημητρίου), τραπεζικό υπάλληλο, ο οποίος κανονίζει να δει το ματς «Τσέλσι-Μπαρτσελόνα» στην τηλεόραση με τον συνάδελφό του, Μάριο (Αποστόλης Τότσικας). Πρόκειται για έναν ποδοσφαιρικό αγώνα που έγινε για τους ημιτελικούς του «Τσάμπιονς Λιγκ» το 2009, τότε που η Ελλάδα ήταν σε μια διαφορετική πραγματικότητα από αυτήν που είναι τώρα. Μια πραγματικότητα που εκ των υστέρων αποδείχθηκε ένα βήμα πριν την σημερινή κόλαση. Ο τίτλος προέρχεται προφανώς από αυτόν τον αγώνα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Cul.N.: Είσαι ένας νέος κινηματογραφιστής. Πες μας λίγα λόγια για την μέχρι τώρα πορεία σου και γιατί από την πληροφορική «πέρασες» στον χώρο του κινηματογράφου;
Α.Χ.: Έφυγα από το Αγρίνιο για να σπουδάσω Πληροφορική και Τηλεπικοινωνίες στο ΕΚΠΑ, αλλά στην πραγματικότητα η πόλη για μένα ήταν μεγαλύτερος στόχος απ’ ότι η σχολή. Ζώντας στην επαρχία μεγαλώνεις με την μερική ψευδαίσθηση ότι η Αθήνα είναι η Γη της Επαγγελίας και του Σινεμά! Έτσι, με το που έφτασα στην Αθήνα, οδηγήθηκα στον Κινηματογραφικό Τομέα του ΠΟΦΠΑ όπου έκανε σεμινάρια ο σκηνοθέτης Σύλλας Τζουμέρκας. Ε, λοιπόν η Γη της Επαγγελίας έκανε το θαύμα της και βρέθηκα -για να μην τα πολυλογώ- να δουλεύω στον κινηματογράφο («Αγνά Νιάτα» του Ε. Λυγίζου, «Η Καρδιά του Κτήνους» του Ρ. Χαραλαμπίδη, «Χώρα Προέλευσης» του Σ. Τζουμέρκα), στο θέατρο (ως βοηθός της σκηνογράφου Μαγιού Τρικεριώτη) και τελικά να κάνω τις δικές μου ταινίες («Κατάληψη» και «Τσέλσι-Μπαρτσελόνα»). Impossible is nothing, που λέμε και στο Αγρίνιο.
Cul.N.: Μικρού μήκους ταινίες! Μια ιστορία ιδιαίτερα αγαπητή στους Έλληνες φίλους του κινηματογράφου αλλά αδικημένη από πλευράς αναγνώρισης στο ευρύ κοινό. Γιατί πιστεύεις πως συμβαίνει αυτό;
Α.Χ.: Αν εξαιρέσουμε το «Φεστιβάλ Δράμας» που ταξιδεύει τις βραβευμένες ταινίες της χρονιάς, οι μικρού μήκους ταινίες είναι δυσεύρετες. Ειδικά εκτός Αθηνών. Επίσης δεν συναντώνται σε βίντεο κλαμπ, ούτε παίζονται περιοδικά στα σινεμά. Οπότε το κοινό που θέλει να δει, δεν μπορεί να το κάνει εύκολα. Νομίζω ότι σταδιακά, με την παρέμβαση του Ίντερνετ, αυτό κάπως βελτιώνεται και το κοινό βλέπει πιο πολύ και πιο πολλές μικρού μήκους ταινίες σε σύγκριση με το παρελθόν. Βέβαια ένα κοινό που σχετίζεται με το Ίντερνετ και το ενδιαφέρει να ψάξει για μικρού μήκους ταινίες δεν το λες ακριβώς ευρύ, αλλά είναι μια πολύ καλή αρχή.
Cul.N.: Υπάρχει κάποια ταινία μικρού μήκους αλλά μεγάλης επιρροής στη δική σου κινηματογραφική ματιά;
Α.Χ.: Δεν μπορώ να πω ότι με επηρέασε κινηματογραφικά, αλλά τα «Αγνά Νιάτα» του Έκτορα Λυγίζου είναι η αγαπημένη μου μικρού μήκους ταινία και για πολλούς λόγους μια ταινία γενικότερης επιρροής. Είναι γυρισμένη το 2004 και διαδραματίζεται σε ένα δημοτικό σχολείο εκεί όπου μια δασκάλα (Ασπασία Αλευρά) θέλει να δώσει στα παιδιά της τάξης της ένα διαφορετικό μήνυμα. Είναι μία από αυτές τις ταινίες που, από όπου και αν τις πιάσεις, έχουν ζουμί και θέματα για να εξερευνήσεις. Νομίζω πως ακόμα ανατριχιάζω όταν την βλέπω. Πέρα από αυτό, ήταν η πρώτη ταινία που δούλεψα και γνώρισα το σινεμά στην επαγγελματική του μορφή. Συνάντησα ανθρώπους που αργότερα έγιναν φίλοι μου και συνεργάτες μου.
Cul.N.: Πόσο σημαντικό είναι για έναν νέο καλλιτέχνη να συμμετέχει σε ένα ιστορικό φεστιβάλ όπως της Δράμας;
Α.Χ.: Πολύ σημαντικό. Όχι τόσο ως επιβράβευση αλλά ως τρόπος «σύγκρουσης» του εαυτού σου με το κοινό, την κριτική επιτροπή, τους ανθρώπους του φεστιβάλ. Και φυσικά μιλάμε για ένα φεστιβάλ που είναι το μεγαλύτερο της Ελλάδας, στο είδος του. Η «σύγκρουση» προκύπτει κυρίως από την παρακολούθηση της ταινίας σου, σε ένα σινεμά, με ανθρώπους που δεν ξέρεις. Συγκρούεσαι με την ασφάλεια σου, την ησυχία σου, την πιθανότητα να αποτύχεις. Αυτή την έντονη συναισθηματική εμπειρία, που μπορεί αν σε βγάλει από το αυγό σου, το Φεστιβάλ Δράμας στην προσφέρει απλόχερα και αυτό είναι ευτυχές.
Cul.N.: Πώς βλέπεις τη λεγόμενη άνθιση του ελληνικού κινηματογράφου τα τελευταία χρόνια;
Α.Χ.: Κατά τη γνώμη μου, αυτό που λέγεται «άνθιση» δεν υπάρχει. Ο όρος «άνθιση» αποτελεί το τέλειο δάχτυλο για να κρύβονται από πίσω οι κυβερνήσεις και τα Υπουργεία Πολιτισμού των τελευταίων χρόνων. Είναι αποπροσανατολιστικό και σχεδόν αφελές να μιλάμε για άνθιση μόνο και μόνο επειδή αρκετές από τις ταινίες που γυρίζονται συμμετέχουν σε φεστιβάλ του εξωτερικού. Αυτό εξάλλου συνέβαινε πάντα. Θα μιλούσαμε για άνθιση αν όλοι όσοι δούλευαν στο σινεμά πληρώνονταν και ζούσαν από αυτό και το κοινό στήριζε τις ταινίες. Απέχουμε πολύ από αυτό. Φταίνε φυσικά και πολλοί από τους ανθρώπους του κινηματογράφου γι’ αυτή την παρεξήγηση.
Cul.N.: Σε ενδιαφέρει να ασχοληθείς κυρίως με τις μεγάλου μήκους ταινίες ή οι μικρού μήκους ταινίες είναι αυτό που κεντρίζει περισσότερο το ενδιαφέρον σου;
Α.Χ.: Το πρώτο. Εξάλλου πάντα τα κινηματογραφικά όνειρα που κάνουμε όταν είμαστε μικροί είναι μεγάλου μήκους. Οι μικρού μήκους ταινίες είναι ένα τέλειο βήμα για μια σωστή έναρξη, αλλά νομίζω τα πραγματικά μεγάλα θέματα θέλουν και μεγάλη διάρκεια.
Cul.N.: Εκτός από το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας, η «Τσέλσι-Μπαρτσελόνα» θα προβληθεί και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας-Cosmote». Πες μας λίγα λόγια γι’ αυτή τη συμμετοχή.
Α.Χ.: Στις «Νύχτες Πρεμιέρας» πήγαινα από το πρώτο έτος που βρέθηκα στην Αθήνα και ήταν πάντα ο μόνος λόγος που ο φοιτητικός Σεπτέμβρης ήταν λιγότερο άσχημος. Όταν, λοιπόν, μαθαίνεις πως κάτι δικό σου θα παίξει σε ένα τέτοιο Φεστιβάλ δεν μπορείς παρά να χαρείς, να συγκινηθείς και φυσικά να πανηγυρίσεις σαν να έβαλες γκολ!
Cul.N.: Θα μας αποκαλύψεις το σκορ;
Α.Χ.: Ναι. Ηρθε 8-9. Με πιστεύετε;