Στο εξώφυλλο της έκδοσης του Powder her face βρίσκουμε μία λεπτομέρεια από έναν ανώνυμο πίνακα Γαλλικής Σχολής του 18ου αιώνα, μια στερεοτυπική απεικόνιση της υπόμνησης του αναπόφευκτου του θανάτου, ένα μάλλον κακότεχνο memento mori: το ήμισυ της εικόνας αναπαριστά ένα φτιασιδωμένο λεπτεπίλεπτο γυναικείο πρόσωπο, ενώ το άλλο μισό είναι το κρανίο που κρύβεται κάτω από την ομορφιά, κοινό σε όλους.

Το Powder her face είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό έργο μεταμοντέρνας αισθητικής, καθώς δανείζεται, παραθέτει, παραφράζει, ειρωνεύεται και θαυμάζει έργα από ένα εξαιρετικά ευρύ πεδίο αναφορών, μουσικών, λογοτεχνικών, φιλοσοφικών, ιστορικών, βάζοντάς τις στο ίδιο αμάλγαμα με προϊόντα της pop κουλτούρας.

Κυρίως, όμως, είναι ένα έργο για την όπερα, φτιαγμένο με υλικά από τους τρεις αιώνες της πορείας της. Η τέχνη που συνδέθηκε περισσότερο από κάθε άλλη με ιστορίες ματαιοδοξίας, μια εκ φύσεως ματαιόδοξη τέχνη, χρησιμοποιείται από τους δημιουργούς αυτής της μετα-όπερας ως η πρώτη ύλη μιας σπουδής στην ματαιοδοξία με τον αλληγορικό και υπονομευτικά ηθικοπλαστικό τρόπο του 18ου αιώνα.

To Powder her face είναι από τις λίγες όπερες των τελευταίων πενήντα χρόνων που μπορούν τόσο εύκολα να διεκδικήσουν μια σημαίνουσα θέση στην ιστορική συνέχεια του είδους. Η μορφολογική του πολυπλοκότητα, το εύρος των αναφορών του, η τολμηρή σύνδεσή του με την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του και η υπόρρητη αλλά ευδιάκριτη κριτική των έμφυλων ταυτοτήτων συγκροτούν ένα εξαιρετικά πολυεπίπεδο έργο, που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε και αριστούργημα, αν δεν ήταν τόσο ξεκάθαρο ότι το πρώτο που υπονομεύεται στο έργο του 24χρονου, όταν το έγραψε, συνθέτη είναι η ίδια η έννοια του αριστουργήματος.

To Powder her face είναι ένα έργο απόλυτα βρετανικό, καθώς το βασικό του αφηγηματικό πλαίσιο αφορά την αριστοκρατία και τον κίτρινο τύπο που αγαπά να την μισεί, τις χαρακτηριστικές ταξικές εντάσεις της βρετανικής κοινωνίας, ενώ δύσκολα κανείς δεν διαβάζει ανάμεσα στις γραμμές την αποσάθρωση που επήλθε σε κάθε επίπεδο της παραδοσιακής κοινωνικής διαστρωμάτωσης από τη θατσερική λαίλαπα. Είναι, επίσης, ένα έργο-ύμνος αλλά και κριτική στο camp, ένα βρετανικό εν πολλοίς πολιτισμικό ρεύμα, που ακόμη τροφοδοτεί δημιουργικά το περιθώριο της καλλιτεχνικής (και όχι μόνο) δημιουργίας.Η βρετανικότητα του έργου δεν του στερεί, ωστόσο, την οικουμενική του απεύθυνση, μια οικουμενικότητα για την εποχή μας, διαποτισμένη με σεξ, ενόρμηση θανάτου και ηδονοβλεψία.

Δύο χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του Powder her face μία ιστορία στοματικού σεξ συντάραξε την παγκόσμια κοινότητα και σχεδόν γκρέμισε τον ισχυρότερο άντρα του πλανήτη. Σχεδόν ταυτόχρονα η προφητεία του Μεγάλου Αδελφού εγκαταστάθηκε για τα καλά (και οικειοθελώς) στην καθημερινότητα του νέου παγκόσμιου και όλο και πιο διασυνδεδεμένου χωριού.

Η ματαιοδοξία έγινε ένα ασυναγώνιστο καύσιμο στην τεράστια μηχανή της κοινωνίας του θεάματος. Οι αχνές πολαρόιντ της Δούκισσας μας θυμίζουν, μέσα από την έξοχη μηχανή αέναων αντικατοπτρισμών που έστησαν ο Φίλιπ Χένσερ και ο Τόμας Άντες, τη συνάφεια της ματαιοδοξίας και του θανάτου, μια υπενθύμιση που χρειαζόμαστε επειγόντως, σε ένα κόσμο όπου το απερίσκεπτο φλερτ με το θάνατο έχει περάσει από το συμβολικό στο απολύτως πραγματικό επίπεδο.


Διαβάστε επίσης:

Η όπερα – σκάνδαλο «Powder her face» του Τόμας Άντες στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ


Κεντρική Φωτογραφία θέματος: Γεράσιμος Δομένικος