Πριν από τριάντα χρόνια περίπου, ο Αλέξανδρος Λογοθέτης πήρε την απόφαση να ακολουθήσει το δρόμο της υποκριτικής τέχνης για να βρίσκεται κοντά στον πατέρα του (σ.σ. Ηλία Λογοθέτη), όπως εξομολογείται. Ο ίδιος, ξεχωριστός και υψηλών αξιώσεων ηθοποιός, έχει διαγράψει μια πολύ αξιόλογη πορεία στο θέατρο, τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη, με πολλή δουλειά και προσεκτικά βήματα. Μέχρι και σήμερα, που είναι πιο ώριμος και απόλυτα συνειδητοποιημένος ως προς τα θέλω και τις απόψεις του, επιλέγει να κάνει πράγματα που τον αφορούν και του δίνουν την δυνατότητα να επιβιώσει.
Με αφορμή το «Φαρενάιτ 451» που παρουσιάζεται στο Θέατρο Πόρτα μετά την επιτυχημένη παρουσίασή του στο Φεστιβάλ Αθηνών, μάς μιλά στη συνέντευξη που ακολουθεί για το τρομακτικά επίκαιρο έργο του Ραίη Μπράντμπερυ, τον φόβο που οδηγεί τους ανθρώπους στην αποχαύνωση, αλλά και την ανάγκη για αμφισβήτηση και αντίδραση. Παράλληλα, επισημαίνει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες ηθοποιοί σήμερα, μοιράζεται μαζί μας τα όνειρά του για το μέλλον, ενώ γράφει στις άδειες σελίδες ενός βιβλίου που απευθύνεται στις επόμενες γενιές το “απόσταγμα” της γνώσης και της εμπειρίας του.
– Σύμφωνα με τη δική σας άποψη, ποια είναι τα πιο δυνατά στοιχεία στον πυρήνα του “Φαρενάιτ 451” που το καθιστούν τόσο επίκαιρο;
Το Φαρενάιτ (στην λογοτεχνική, θεατρική αλλά και κινηματογραφική του εκδοχή) μιλάει πολύ για το τώρα. Για παράδειγμα, το ότι θυσιάζουμε τα πάντα – αξίες, πιστεύω και ελευθερίες – προκειμένου να είμαστε “ευτυχισμένοι”. Είναι κάτι που το βλέπω πολύ έντονα. Ναρκωμένοι είμαστε όλοι σήμερα, για να μην νιώθουμε αυτά που μας πονάνε· αυτά που ουσιαστικά μας κάνουν να είμαστε άνθρωποι. Δυστυχώς, ζούμε μέσα σ’ έναν βάλτο και δεν ξέρουμε πώς να βγούμε.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
– Πού πιστεύετε, κυρίως, ότι οφείλεται αυτό;
Νομίζω ότι ο φόβος καθορίζει τις συμπεριφορές των ανθρώπων- και μιλώ σε παγκόσμιο επίπεδο. Όταν οι άνθρωποι ζουν μέσα στο φόβο, δεν διεκδικούν. Όταν δεν διεκδικούν, κατευθύνονται και όταν κατευθύνονται, γίνονται κοπάδι. Εφόσον γίνουν κοπάδι, ό, τι τους πεις θα κάνουν.
– Όπως ακριβώς και οι ήρωες του Φαρενάιτ, που στερούνται την ελευθερία της σκέψης και του λόγου. Ποιος είναι ο κόσμος του δικού σας ήρωα, Γκάι Μόνταγκ;
Ο Μόνταγκ αντιδρά. Αμφισβητεί όσα του λένε. Μπαίνει σε μία φάση ερωτήσεων και ψάχνει να βρει πώς θα τις απαντήσει, μ’ έναν πιο «χειροπιαστό» τρόπο και όχι τόσο φιλοσοφικό. Μέσα από τα ερωτήματα που του γεννιούνται, αρχίζει να βλέπει ότι κάτι λείπει· ότι κάτι δεν είναι σωστό. Κι αυτό, είναι η κινητήριός του δύναμη ώστε να μπορέσει να ξεφύγει από τον απόλυτο έλεγχο υπό τον οποίο βρίσκονται όλοι οι υπόλοιποι.
– Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι η αντίδραση του Μόνταγκ αποτελεί έναν τρόπο αντίστασης, μια ελπίδα διαφυγής από την χειραγώγηση και την αποχαύνωση;
Είναι ο μόνος τρόπος, δεν έχει άλλη επιλογή, η σκέψη που για χρόνια είχε εξαφανιστεί τώρα τον οδηγεί στην απόδραση. Σε μια αναζήτηση αυτού που λείπει.
– Σε πιο προσωπικό επίπεδο, τι θα λέγατε ότι σας απογοητεύει περισσότερο σήμερα;
Το μόνο που θα μπορούσα να πω ότι με απογοητεύει πραγματικά, είναι ο εαυτός μου. Γιατί όταν ψάχνεις να βρεις κάτι να σε απογοητεύσει έξω από σένα, είναι σαν να μεταθέτεις την ευθύνη στους άλλους. Δηλαδή, νομίζω ότι οι πραγματικές απογοητεύσεις έρχονται από μέσα και όχι απ’ έξω.
– Μέσα από ποιο πρίσμα βλέπετε την κατάσταση στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο και πιο συγκεκριμένα, τις συνθήκες εργασίας για τους ίδιους τους ηθοποιούς;
Μέσα από 30 χρόνια δουλειάς. Το επάγγελμά μας είναι στον αέρα, δεν έχουμε από κάπου να πιαστούμε. Είμαστε στο έλεος της εποχής μας και στο έλεος των επιλογών που έγιναν για μας από τους παλαιότερους, οι οποίοι αντιμετώπιζαν το επάγγελμα μας σαν μια φρεναπάτη, εφήμερα και εγωιστικά. Κανείς δεν φρόντισε να ενδυναμωθεί όχι συνδικαλιστικά αλλά ουσιαστικά η δουλειά μας και τώρα έχουμε χιλιάδες ηθοποιούς που δουλεύουν για ψίχουλα και λίγους που κάνουν παιχνίδι και που μπορούν να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια.
– Πώς κρίνετε την επιλογή του θεάτρου ΠΟΡΤΑ για έναν πιο «σφιχτό» προγραμματισμό με έμφαση στην ποιότητα, έναντι του πλουραλισμού και της υπερπροσφοράς παραστάσεων που χαρακτηρίζει την εγχώρια σκηνή;
Με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Το ΠΟΡΤΑ είναι ένα υπέροχο θέατρο σ’ ένα δύσκολο location. O κόσμος το έχει συνδέσει με το πρωί και με τα παιδικά, πράγμα που νομίζω ότι σιγά σιγά και με το Φαρενάιτ φέτος έχει αρχίσει να αλλάζει. Πιστεύω ότι αν συνεχίσει έτσι θα καταφέρει να αποχαρακτηριστεί τελείως από ένα αμιγώς παιδικό στέκι σε ένα θεατρικό στέκι για μικρούς αλλά και για μεγάλους θεατές.
– Κάθε σκηνοθέτης ακολουθεί έναν διαφορετικό τρόπο δουλειάς. Ποιοι νέοι, καλλιτεχνικοί δρόμοι θα λέγατε ότι ανοίγονται για εσάς μέσα από την πρώτη σας συνεργασία με τον Θωμά Μοσχόπουλο;
Νομίζω και ελπίζω πιο ώριμοι και πιο δημιουργικοί.
– Τελικά, τι ήταν αυτό που σας έκανε πριν από τριάντα χρόνια περίπου να ακολουθήσετε τον δρόμο της υποκριτικής;
Δεν βρίσκεται τίποτα μαγικό πίσω από την απόφασή μου να μπω σε αυτό το χώρο. Η απάντηση είναι πολύ απλή. Γύρω στα 40 συνειδητοποίησα ότι, τελικά έγινα ηθοποιός για να είμαι κοντά στον πατέρα μου. Μόνο αυτό. Υπήρχε ένα κενό κι εγώ προσπαθούσα πάντα να το αναπληρώσω.
– Η σχέση σας με το σινεμά, το θέατρο και την τηλεόραση, ποια είναι;
Το σινεμά είναι η αγάπη μου, το θέατρο είναι η τέχνη μου και η τηλεόραση η επιβίωσή μου. Τουλάχιστον, έτσι ήταν κάποτε. Σήμερα έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα.
– Στη φάση που βρίσκεστε, πώς θα περιγράφατε το ιδανικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορείτε να υπάρξετε καλλιτεχνικά;
Μία με δύο δουλειές τον χρόνο όχι παραπάνω, καλά αμειβόμενος, με προσωπικό χρόνο ελεύθερο από την δουλειά για να χαίρομαι την οικογένειά μου και την ζωή μου.
– Τί προσδοκίες και όνειρα έχετε για το μέλλον;
Πρώτα απ’ όλα, να δω τον γιο μου να μεγαλώνει γερός και ευτυχισμένος και να είμαστε καλά μαζί, σε μια αγαπημένη και δεμένη οικογένεια. Να μπορώ να κάνω πιο συχνά ταξίδια, που μου αρέσουν πολύ. Επιπλέον, θέλω να καταφέρω να ανοίξω το πλαίσιο της δουλειάς μου στο εξωτερικό, κυρίως στο κομμάτι του σινεμά. Αν και σε όλη μου τη ζωή κοιτάω να αποφύγω το θέατρο και να κάνω κάτι άλλο, τελικά – ίσως – αυτό να με οδηγεί εκεί που αισθάνομαι καλά.
– Κλείνοντας, ας επιστρέψουμε στο Φαρενάιτ. Αν μπορούσατε μόνο μέσα από ένα βιβλίο να διοχετεύσετε πολύτιμη γνώση-εμπειρία στις επόμενες γενιές, τί θα επιλέγατε να γράφει στις σελίδες του;
Αυτό το βιβλίο είναι η αρχή μιας αναζήτησης που δεν σταματά ποτέ. Μην απελπίζεσαι, αναγνώστη, αν δεν απαντηθούν όλα τα ερωτήματά σου, το ταξίδι τώρα ξεκινά και είναι δύσκολο αλλά και ωραίο.
Info:
Φαρενάιτ 451 – Θέατρο Πόρτα
Παραστάσεις: Παρασκευή & Σάββατο στις 21.15, Κυριακή στις 19.30
Πληροφορίες: www.porta-theatre.gr
Κεντρική φωτογραφία: ©Πάνος Γεωργίου
Διαβάστε επίσης:
Φαρενάιτ 451, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου στο Θέατρο Πόρτα