Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συλλογή του Χρυσικόπουλου βρίσκεται πιο κοντά στην απόπειρα του Σινόπουλου, που στοχάζεται ποιητικά με θέμα ξεκάθαρα την ιστορία του Ελπήνορα. Ωστόσο ο Σινόπουλος καταφέρνει να πλάσει τον Ελπήνορα (έστω στο στιγμιότυπο που αναφέρει στο ποίημά του) με έναν τρόπο πιο «ποιητικό», όχι λόγω των όσων διηγείται, αλλά μέσω του ρυθμού με τον οποίο αγκαλιάζει τα λεγόμενα. Σε αυτό το τελευταίο ο Χρυσικόπουλος ακολουθεί έναν τρόπο πιο αφηγηματικό, και ο ρυθμός δίνεται κυρίως μέσω της ροής αυτής του story telling, παρά μέσω καλοδουλεμένων μουσικών εγχειρημάτων.
Το μέσον που χρησιμοποιεί ο Χρυσικόπουλος για κάνει το κείμενό του να ακούγεται ως ποιητικό – πέρα από τον «ρυθμό της αφήγησης»- είναι η μετακίνηση των συντακτικών όρων (π.χ. εδώ το υποκείμενο στο τέλος: «Αφηρημένος χτυπούσε παλαμάκια/ στο χορό των συντρόφων ο Ελπήνωρ.») και κάποιες ομοιοκαταληξίες, που ακούγονται επιτυχώς σαν αυθόρμητες «ώσπου τ’ ασπράδι τινάχτηκε/και το κοράκι γεννήθηκε» ή επαναλήψεις φράσεων ελαφρώς παραλλαγμένων («και τέλος σβήνει./Κι ο καπνός,/ μόλις που προσπαθεί/ να συνεχίσει λιγάκι τη ζωή/ σβήνει κι αυτός.»).
Βέβαια ακόμη και τα παραπάνω στοιχεία θα μπορούσε να ειπωθεί ότι εντάσσονται στους τρόπους επίτευξης του rhythm and rhyme του storytelling. Προκύπτει τελικά ένας ενδιαφέρων πειραματισμός, που θυμίζει τις στιγμές που διαβάζεις πεζή μετάφραση του Ομήρου με κάποια τυχαία κομμάτια να παρουσιάζουν μουσικότητα. Το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα που δίνει την αίσθηση αυτή βρίσκεται εκεί όπου ο Χρυσικόπουλος γράφει μια παρομοίωση. Στις ομηρικές μεταφράσεις οι μακροσκελείς ομηρικές παρομοιώσεις δεν μεταφράζονται όπως θα αναμέναμε στα νέα ελληνικά (όπως/καθώς/σαν…έτσι (και)), αλλά ξεκινώντας με το «πώς». Το ίδιο τρόπο βλέπουμε να χρησιμοποιεί και ο Χρυσικόπουλος: «Πώς, όμως, κυλά απαρατήρητο/ το δάκρυ και χάνεται/ έτσι κι ο Ελπήνωρ αποτραβήχτηκε μόνος».
Αυτό που μένει από τον Ελπήνορα του Χρυσικόπουλου είναι περισσότερο το «τι» παρά το «πώς», με το «τι» να είναι του Ομήρου. Αναμένουμε από τον Χρυσικόπουλο συλλογές με αυθεντικά θέματα, ή έστω με αφόρμηση από ήδη παραδεδομένα, αλλά με έναν πιο ελεύθερο χειρισμό τους, ώστε να μπορέσουμε όντως να κρίνουμε το πώς ο ποιητής συλλαμβάνει και αποτυπώνει.