Κάθε φορά που μια σταγόνα συναισθηματικής ουδετερότητος διατρέχει λαίμαργα τις φυλλωσιές του κόσμου, ορδές κατακριτών θα συμφωνήσουν στο ότι η αδιαφορία είναι απόρροια φόβου. Λιποψυχίας. Γενετική ανωμαλία και όνυδος. Η χλωροφόρμιση των συγκινησιακών αντανακλαστικών. Ποιός θα βρεθεί να υποστηρίξει το αντίθετο χωρίς απτές αποδείξεις; Ποιός θα ανατρέψει τον παλιρροιογράφο μιας διπολικής κοινωνίας όταν αυτή βουλιάζει εκούσια στον εξωραϊσμό του ψεύδους; Και ποιός θα παραδεχτεί πως το χοντρό πετσί που θωρακίζει τα ζωτικά όργανα μιας αλήθειας της οποίας λησμόνησες την όψη, πρόκειται τελικά για δώρο Θεού; Παρεμπιπτόντως, πότε θα ελευθερωθούν τα είδωλα μέσα από τους καθρέφτες; Πότε θα σβήσουν οι φωτιές και μαζί τους οι σκιές που μαίνονται σκαρφαλωμένες στους τοίχους;

Κάνε εκείνο που ξέρεις καλύτερα: διαπραγματεύσεις με τη λογική και το παράλογο, συμβιβασμούς με το φως και το σκοτάδι, αλλά να είσαι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να ανέβεις στο ικρίωμα για το γνήσιο της ψυχής σου. Έτοιμος να ξεγυμνώσεις την απάτη ενός ιλαρού τοκογλύφου. Του κόσμου που έμελλε να σ’ αγκαλιάσει με λασπωμένα χέρια. Έτοιμος να κατακερματιστείς, προκειμένου να ζήσεις απόλυτα ελεύθερος. Απαλλαγμένος δηλαδή, από τη χλαίνη της ψευτιάς και της κιβδηλίας. Αυτή είναι η ελευθερία. Κατά τον βραβευθέντα με το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1957, Αλμπέρ Καμύ.

Σήμερα λίγο πριν γεννηθεί ένας καινούργιος ήλιος, θα παραδώσει το κεφάλι του στο οργισμένο λεφούσι αυτός που δεν χαλάλισε ούτε ένα δάκρυ στην κηδεία της μάνας του. Αυτός που με την απάθειά του διατήρησε κλειστό το φέρετρο χωρίς να της χαρίσει το βλέμμα του αποχωρισμού. Που κέρασε απροκάλυπτα τον εαυτό του καφέ με γάλα και τσιγάρο στο ύστατο χαίρε, και την επομένη διασκέδασε, κόντρα στο εθιμοτυπικόν της απώλειας και του πένθους, απολαμβάνοντας πρώτα μια ταινία του Φερναντέλ κι έπειτα το ερωτικό δούναι και λαβείν της σάρκας. Αυτός που ενεπλάκη στα καμώματα του Ρεμόν, και στα περίχωρα του ιουλιάτικου και θελκτικού Αλγερίου, ρούφηξε με πέντε σφαίρες τη ζωή ενός άτυχου Άραβα.

Σήμερα λίγο πριν τον όρθρο, θα βγει η ψυχή μέσα από το κορμί αυτού του πεντάξενου. Κάποιου που δεν είχε αρκετή εμπιστοσύνη στον Θεό, ώστε να κρατήσει το μπαρούτι του στεγνό, κάποιου που δίνει την εντύπωση του απολεσθέντος συνδετικού κρίκου ανάμεσα στον πίθηκο και το ανθρώπινο είδος, ενός άλλου Βαραββά που παρόλα αυτά, παλεύει με το σκότος, και αύριο, όπως θα έλεγε κι ο Ελύτης, θα έχει το δικό του μερτικό στον ίδιο ήλιο που τύφλωσε τη συνείδησή του.

Σήμερα θα πεθάνει ο Μερσώ. Αυτός που πολύ πριν περιοριστεί στα κάγκελα της φυλακής, είχε το σίδερο μπηγμένο στην καρδιά του όντας σίγουρος πως κάπου κάτι υπάρχει κοντινό και συνώνυμο στη ζωή που δεν έχει κρυμμένα νοήματα κι ερμηνείες. Σήμερα θα πεθάνει ο Μερσώ. Αμετανόητος, λακωνικός και πεισματικά αρνητικός απέναντι στον κόσμο που ουρλιάζει με χιλιάδες λανθασμένους κι υποκριτικούς τρόπους «Αποσκότησων με»*. Σήμερα θα συναντήσει τον θάνατο ο ξενιστής μιας ειλικρίνειας που γδέρνει σαν αφηνιασμένο πιρούνι το πιάτο της κοινωνίας. Τον σταυρώνουν χιλιάδες μικροί χαμαιλέοντες. Αυτοί που παίρνουν το χρώμα της ηθικής που σε κάθε περίσταση τους βολεύει πιο πολύ.

Οι ίδιοι που παίρνουν τη ζωή στα σοβαρά αγνοώντας πως εκείνη δεν αφήνει κανέναν ζωντανό. Αυτοί που δεν του μοιάζουν. Τον τοποθετούν σε ένα αυτοκίνητο δένοντάς τον με τη ζώνη ασφαλείας, λύνουν το χειρόφρενο κι όλοι μαζί πατούν το γκάζι με τις σόλες του φαρισαϊσμού για να πέσει με φόρα στον μαντρότοιχο της φρικτής ομοιογένειάς τους. Για να απαλλαγούν από τον άντρα που δεν έχει ενοχές για το έγκλημα που διέπραξε. Που δεν έχει ψυχή για να ζητήσει συγχώρεση από ανθρώπους και Δημιουργό. Για να αναχαιτίσουν μια πιθανή μόλυνση από την αλήθεια του που τους κορτάρει ως παθογόνο βακτήριο.

Ο συγγραφέας του «Ξένου», (1942), γράφει χωρίς να το κουνήσει από εκεί όπου αρχίζει το μυστήριο της ύπαρξης. Σε κάθε τηλεγραφική του πρόταση κραυγάζει μπρος στο κενό, και εκείνο του απαντά με άνεση άλλοτε υιοθετώντας τη μορφή του Σαρτρ, πως ο άνθρωπος είναι οι επιλογές του, άλλοτε ως Ντοστογιέφσκι πως χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται, ως Χέγκελ ότι ένας άνθρωπος βρίσκεται μια φορά στη ζωή για να μας καταλάβει, χωρίς όμως να μας καταλάβει ολοκληρωτικά, και αυτός είναι ο αναγνώστης, αλλά και ως Ντιντερό ότι η αδιαφορία μάς φέρνει ένα βήμα πριν τη σοφία, κι η αναισθησία ένα βήμα μετά την ηθική παραμόρφωση.

Ο Αλμπέρ Καμύ συστρέφει το στοχασμό περί αλήθειας και ψεύδους, διαφοράς κι ομοιότητος, αγάπης, φιλίας κι αδράνειας στο δημοφιλέστερο από τα μυθιστορήματά του. Στην τελευταία σελίδα, εκεί όπου έχουν όλοι περάσει τις νύχτες τους στο κελί του Μερσώ έχοντας πεθυμήσει τον τόπο τους κι ας ζουν σ’ αυτόν, νιώθουν ότι αποχωρίζονται έναν καλό φίλο. Που όμως πάντα τους κρατούσε σε διακριτική απόσταση. Που έμοιαζε παράλογος γι’ αυτό που πρέσβευε και σπουδαίος για ό,τι πραγματικά ήταν. Ένας μοναχικός πολεμιστής του φωτός που κατάφερε να αραιώσει με αλάτι το φαινομενικώς δροσερό ύδωρ στο ποτήρι της κοινωνίας.

Κι αυτό γιατί η θαυματουργή θεραπεία για όλα τα παθήματα του ανθρώπου είναι το αρμυρό νερό: ο ιδρώτας, τα δάκρυα κι η μάνα θάλασσα. Ιδιαιτέρως αυτή. Ιδιαιτέρως η Μεσόγειος που αναμειγνύει το δάκρυ του Ατλαντικού με τον ιδρώτα της Ερυθράς. Σιμά της η μοναξιά που νιώθει κανείς, αναληπτική. Καρφίτσα σε ξέγνοιαστο δέρμα, γρόνθος αδάμαστου κύματος πάνω σε κουφάρι πλοίου εν αποσυνθέσει. Κι η αναζήτηση της ευτυχίας, αυτή η ανταρσία κι η αντάρα της ψυχής, κάτι που συνυπάρχει με το σκοτάδι και όλο το φως ενός θερινού μεσημεριού. Διαλυτότητα της σκέψης μεταξύ ζωής και θανάτου, αλλαγής κι αποτελμάτωσης, ανάμνησης και λήθης, ομορφιάς και δυσμορφίας, υπομονής κι αδημονίας, αθωότητος κι αμαρτίας. Ξωπίσω της τρέχει ένας ήλιος που μεγαλοποιεί ό,τι αγγίζει, χαλί της η άσφαλτος που βράζει κι αχνίζει, και σαν μπαλόνι δεμένη στον καρπό αυτής της ευτυχίας, μια συνείδηση που αναλύει στο ημερολόγιο της την ανθρωπότητα.

Είτε περπατάς στο Οράν, είτε στην Τιπαζά κάτι έχεις για να σκεφτείς. Κάτι για να περιμένεις και να ελπίζεις. Κάτι για να διατηρεί σε εγρήγορση το νου. Όσο βυθίζεσαι στο «Καλοκαίρι», (1954) θα παρακολουθήσεις τα άνθη της νιότης να παρελαύνουν μπροστά σου, τον αέρα πότε να σε χτυπά φιλικά στην πλάτη και πότε να σ’ εγκαταλείπει, θα γίνεις η σκιά ενός ξεναγού της υψηλής φιλοσοφίας, ή πιο σωστά, ενός συνειδητού επιδαύρειου ηθοποιού, του οποίου τα λόγια θα σού συστήσουν όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που βρίθουν από παράγωγα Τέχνης και πολιτισμού, τα οποία όμως κρύβουν μιαν απόκοσμη μοναξιά έτοιμη να σε τυλίξει με πολλά γυαλιστερά πλοκάμια.

Στο Οράν το βλέμμα θα χορτάσει από το κάλλος, και στην εναλλαγή των εποχών, θα παραλύσει στο θέρος και τις καυτές θωπείες του πάνω στη ραχοκοκαλιά της μικρής παράκτιας πόλης της Αλγερίας. Ευκαιρία να συμφωνήσουμε επίσης στο ότι χωρίς το λυχνάρι του ο Αλαντίν, θα έμενε αιώνια στο έρεβος. Το ίδιο κι ο άνθρωπος χωρίς την ευγενική χορηγία της φωτιάς από τα χέρια του Προμηθέα, του σπουδαιότερου αγίου και ιερομάρτυρα του φιλοσοφικού συναξαρίου. Το ίδιο και η Ελλάδα δίχως την Ελένη της. Ποιοί άνθρωποι χωρίς ανθρωπιά άραγε την εξόρισαν; Κοντεύουν να τυφλωθούν από τις κατηγορίες του φωτός, μα όλα αντέχονται πλάι στη θάλασσα. Ο πόνος γλυκαίνει. Το άδικο βέργα που λυγίζει, κι η πατρίδα του Ομήρου, εξωτική γυναίκα στις αγκάλες του φωτός, αλλά σαγηνευτικότερη πνιγμένη στις ζωηρές νύχτες που στο αίμα τους ρέει κάτι από το Αλγέρι.

Ο Καμύ μας το λέει άλλοτε μεταφορικώς και άλλοτε στην κυριολεξία μέσα από αυτή τη σειρά των δοκιμίων του πως το να είσαι ευτυχισμένος δεν σημαίνει πως όλα είναι τέλεια, μα το ότι αποφάσισες επιτέλους να δεις μακριά. Πέρα από τις ατέλειες. Να γνωρίζεις τον εαυτό σου, να είσαι ευφυής και ταυτόχρονα δύσπιστος μαζί του χωρίς όμως να τρομάζεις. Να αντιλαμβάνεσαι ότι η ζωή δεν χάνεται, παρά μόνο αλλάζει, η ελπίδα σβήνει, αλλά δεν πεθαίνει, και η αλήθεια μπορεί να θάβεται, αλλά πάντα θα βρίσκει τον τρόπο να το σκάσει από τον τάφο τινάζοντας το υγρό χώμα από το νυφικό της.

Ο Αλμπέρ Καμύ που τόσο νέος έφυγε από τη ζωή, πρόλαβε να λύσει όλους τους γρίφους της. Προχώρησε ένα βήμα παρακάτω μέσα σε 30 μόλις έργα, γιατί δεν ήταν πιο ψηλά ή πιο μπροστά από τους άλλους. Ήταν μαζί τους, και κρατώντας τους από το χέρι, τα κατάφερε. Και ο κόσμος της τέχνης του δεν ήταν απλώς αυτός της αθανασίας, μα και της εξέλιξης. Της διανθρώπινης μεταμόρφωσης. Η ψυχή του καθόλου παράλογη. Καθόλου δύστοκη. Η ψυχή του διερμηνέας κι ανταγωνιστής τούτου του κόσμου.


«Αποσκότησων με»*: «Βγάλε με από το σκοτάδι» (απάντηση του Διογένη στον Μ. Αλέξανδρο όταν τον ρώτησε τι θα ήθελε από εκείνον)

Η ανάγνωση αφορά τα έργα:

«Ο Ξένος» – Εκδόσεις Καστανιώτη

«Το καλοκαίρι» – Εκδόσεις Πατάκη