χαρτογράφηση του απρόβλεπτου και του μη- κανονικού

 

Η έκθεση “ameτρια” προέκυψε, στο πλαίσιο της συνεργασίας του Μουσείου Μπενάκη με το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, από την επιλογή έργων των συλλογών των δύο φορέων, το συνδυαστικό εύρος των οποίων εκτείνεται από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εικαστική σκηνή, εγχώρια και μη. Η συμπαρουσίασή αυτή διακρίνεται από έντονη ποικιλομορφία και το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο της συνίσταται στο ότι παραβλέπονται οι αρχές οργάνωσης στις οποίες υπόκειται, συνήθως, μια συλλογή. Έτσι, με το δεδομένο της αναπόφευκτης λειτουργίας της συλλογής ως μεθόδου παραγωγής γνώσης[1] μορφοποιείται μια νέου τύπου πληροφορία, ενώ διατυπώνεται ένα επίκαιρο σχόλιο- πρόταση σχετικά με τις δυνατότητες  διαχείρισης των πολιτιστικών δεδομένων.

 

Το “σημείο εκκίνησης” υπήρξε το κείμενο του Ιταλού καλλιτέχνη Roberto Cuoghi “Tumor”, που πραγματεύεται τον καρκίνο ως μια εστία κυτταρικής αταξίας στον οργανισμό, την οποία το σώμα αδυνατεί θέσει υπό έλεγχο και να διαχειριστεί. Σε συνεργασία με τον καλλιτέχνη, αναπτύχθηκε η ιδέα της αμετρίας καθαυτής, της κατάλυσης ή της μη- ύπαρξης του μέτρου, σαν φαινόμενο που συναντάται σε ένα εκτεταμένο φάσμα καταστάσεων. Σε αυτήν τη λογική εργάστηκε μια ομάδα πέντε επιμελητών[2], με στόχο τη διατύπωση μιας προσέγγισης της “αταξίας”, την ανίχνευση του προϊόντος της και του ενδεχομένου της παραγωγικής λειτουργίας της.

 

Ήδη από την είσοδο, η ιδιομορφία χώρου, σε σχέση με συνήθεις εκθέσεις, δίνει το στίγμα για τη μη- αναμενόμενη εμπειρία που θα ακολουθήσει. Το ισόγειο του μουσείου έχει μετατραπεί σε όλη του την έκταση, σε ένα λαβύρινθο από σκούρα διαχωριστικά, που στοιχειοθετείται από μια περίτεχνη διάταξη διαδρομών. Εδώ, οι καθιερωμένοι όροι θέασης δεν εφαρμόζονται, με τον περιορισμό του χώρου να είναι το πρώτο δείγμα.

 

Ένα επιπλέον στοιχείο είναι ο υπερτονισμός της αντίθεσης σκιάς και φωτός, που δημιουργεί ένταση και αποφόρτιση σε συνεχείς διαδοχές. Η χρήση του φωτός έχει καταλυτική σημασία, ολοκληρώνοντας και πλάθοντας τον χώρο και την αίσθησή του. Το φως ανάγεται σε ουσιαστικό εργαλείο κι οργανικό στοιχείο, που συνδιαμορφώνει και αναδεικνύει το τελικό οπτικό αποτέλεσμα. Συνθέτει δημιουργικούς συσχετισμούς, φόρμες και σημαίνοντα σχήματα. Υποβάλλει και δημιουργεί μια αίσθηση αιώρησης με τους φωτεινούς διαδρόμους που διατρέχουν τη βάση του λαβυρίνθου.

 

Ο θεατής, εξ’ αρχής υποβάλλεται σε μια διαδικασία “λήψης απόφασης”: αρχικά περιορισμένος από το περιβάλλον και την ανάγκη εντοπισμού της θέσης του, ωθείται στο να επιλέξει την πορεία του στον χώρο. Η πολυσυζητημένη πρακτική της περιπλάνησης[3] εφαρμόζεται, εδώ, στοχευμένα και με επιδέξιο τρόπο. Καλείται, λοιπόν, ο επισκέπτης να ανταποκριθεί στην “ιδιοσυγκρασιακή” φύση της έκθεσης, να την αποκωδικοποιήσει και στη συνέχεια να ιδιοποιηθεί τον χώρο της. Ο αποπροσανατολισμός, τελικά, μοιάζει να έχει την κεντρική σημασία και ουσία, απομακρύνοντας από την “ανακάλυψη της γνώσης” και υπερτονίζοντας τη βίωση της διαδικασίας.

 

Η κάτοψη ή “τυπο-χαρτογράφηση της αμετρίας”[4], θα μπορούσε να αντιστοιχεί στη χαρτογράφηση μιας γειτονιάς ή περιοχής, με στενούς δρόμους, πλατείες, νεκρές, ακατοίκητες ζώνες κι αδιέξοδα. Στο τοπίο αυτό, η αφήγηση δεν είναι γραμμικά ενιαία, ούτε υφίσταται ιεράρχηση, γι’ αυτό και η περιήγηση, όπως και η περιγραφή, είναι δυνατή με διάφορους τρόπους.

 

Στο σημείο έναρξης, η τοποθέτηση πολεοδομικών και τοπογραφικών σχεδίων, γεωγραφικών χαρτών και αρχιτεκτονικών κατόψεων, παρουσιάζει την προσπάθεια αντικειμενικοποίησης του χώρου και των παραμέτρων του, σχολιάζοντας το μέτρο ως μέσο ελέγχου ή εποπτείας της εδαφικής πραγματικότητας.

 

Από ψηλά, το “αστικό” περιστέρι του Maurizio Cattelan σηματοδοτεί την έναρξη της περιπλάνησης.

 

Μετά από την παράθεση αρχειακού υλικού, το πέρασμα στην “εικαστική χαρτογράφηση” και σε μια υποκειμενική ματιά της, είναι εκείνο που θα επιτρέψει το ανάλογο ξε-πέρασμα της λογικής και την απελευθέρωσή της. Έτσι, αρχίζουν σταδιακά να αποκαλύπτονται, μέσα από τα έργα που συναντά κανείς στη διαδρομή του, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν την εικαστική έκφραση της αμετρίας. Από εδώ κι έπειτα, ξεκινά ένας καταιγιστικός δημιουργικός κατακερματισμός.

 

Η επίμονη καταγραφή δεδομένων παίρνει διάφορες εκφράσεις, στο πλαίσιο της προσωπικής ταξινόμησης και διαχείρισης του περιβάλλοντος. Μερικά παραδείγματα αυτού, τα λεπτομερή σχέδια σε εφημερίδα του Αντώνη Ντόνεφ, όπως κι εκείνο του Διονύση Καβαλλιεράτου, με το επιβλητικό συλλογικό κενοτάφιο. Σε παράλληλο χρόνο, εισάγεται σταδιακά κι αντισταθμίζεται επιδέξια ένας απενοχοποιημένος αισθησιασμός, σε έναν κόσμο που καθοδηγείται από την ενόρμηση: από τα δύο μεγάλα σχέδια του Ralf Ziervogel , μέχρι το κυριαρχικό σχέδιο ενός υπερμεγέθους μηχανικού φαλλού της Judith Bernstein, αποκαλύπτονται πτυχές μιας “ανατομίας ασυνειδήτου”. 

 

Συνεχίζοντας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν διάσπαρτα σημεία, όπου τα επιλεγμένα εκθέματα προέρχονται από μη- αναμενόμενα πεδία και θέτουν στο επίκεντρο το στοιχείο της έκπληξης, αλλά και το δίπολο κρυφό- φανερό.  Σε αυτήν τη λογική, συναντά λοιπόν κανείς μια αίθουσα με παραδοσιακά κεντήματα μαζί με υφάσματα σχεδιαστών. Τις εντυπωσιακές μακέτες του Δεσποτόπουλου για το Πνευματικό Κέντρο Αθηνών τοποθετημένες ως επιτοίχια γλυπτά, μαζί με τις ανοίκειες εκτυπώσεις από τα αλλοιωμένα από την υγρασία αρνητικά του Λεωνίδα Κουργιαντάκη, αλλά και τις συνθέσεις κολλάζ από εικόνες ιστορικών βιβλίων της Χάριτος Επαμεινώνδα. Τους κρίκους για τη θεραπεία ψυχικών ασθενειών του 19ου αιώνα να λειτουργούν ως έργα τέχνης που συνδιαλέγονται με τα “ευαίσθητα” ζωγραφικά έργα του Friedrich Kunath. Την εγκατάσταση- “ωδή” στη ματαιοδοξία- του Urs Fischer να ολοκληρώνεται με την αντανάκλαση της φράσης Ένωσις ή Θάνατος από τη σημαία της Κρητικής Επανάστασης.

 

Επιπλέον συνδυασμοί, λειτουργούν σαν μοτίβα που απλώνονται στον χώρο, αντιθετικά ή συμπληρωματικά και κινούνται από την παιγνιώδη διάθεση και το χιούμορ μέχρι το μυστήριο, το στοιχείο του ιερού και του βέβηλου. Ενδεικτικά θα μπορούσαν να αναφερθούν το κολάζ του Brian Chippendale, No Time to Pack, που αποτυπώνει μια κόμικ, ποπ σκηνή άτακτης φυγής απέναντι από τη Δευτέρα Παρουσία του Ζωγράφου Αβραάμ. Από την άλλη πλευρά, δυο ζωγραφικά έργα του Χριστόδουλου Παναγιώτου, που βάζουν μέτρο στο άχρονο χρυσό φόντο και περιστοιχίζουν τους Δύο Αγίους του  Δημήτρη Πικιώνη. Σε ένα άλλο πλαίσιο, ο υπερτροφικός κορμός, γλυπτό του Ashley Bickerton, στραμμένος προς τα σοκολατένια βουνά- κίονες του Terence Koh.

 

Στο τελικό μέρος της έκθεσης ένας μαρμάρινος κορμός ρωμαїκών χρόνων συμπληρώνεται από τη φωτογραφία θεατρικής μάσκας της Nelly’ s κι ένα νέο σώμα προκύπτει. Με τη θέαση της σύνθεσης αυτής από τον “χώρο μέσα στον χώρο” του Gregor Schneider, προοιωνίζεται ο θεατρικός και μυστικιστικός τόνος του επιλόγου που ακολουθεί. Κλείνοντας, συναντά κανείς το κρυμμένο σχέδιο του Jim Shaw, που με το “πανοπτικό” του βλέμμα ακολουθεί τον επισκέπτη στην έξοδό του.

 

Με τον αντισυμβατικό συνδυασμό έργων από 140 δημιουργούς, δομείται μια παράδοξη συνοχή με πρωτοφανή ποικιλία υλικών, μέσων, περιόδων, καλλιτεχνών. Βασίζεται στη λογική του “δια-”: διαχρονικού, διαθεματικού, διαπολιτισμικού, με την πολυιστορική προσέγγιση να δίνει νέες  διαστάσεις στους συσχετισμούς. Μέσα από την κατάλυση του προβλέψιμου, ηθελημένα πραγματοποιούνται λογικά άλματα εν είδει ελεύθερων συνειρμών. Αναδεικνύονται, συνεπώς, κρυφές πτυχές των έργων και διαμορφώνεται ένα νήμα που διατρέχει την έκθεση και της προσδίδει μια αβίαστη συνέχεια.

 

Στο σκηνικό δράσης που συντίθεται, αναδεικνύεται η σημασία των αισθήσεων, κι όχι μόνον της λογικής επεξεργασίας. Η συμμετοχή του σώματος προωθεί μια καθολική αισθητηριακή εμπειρία. Η κεντρικότητα του σώματος του θεατή, απομακρύνει το υποκείμενο από την καθοδήγηση, τείνοντας προς τη χειραφέτηση, μέσα από την παρατήρηση, την επιλογή, τη σύγκριση και την ερμηνεία, όπως περιγράφηκε από τον Jacques Rancière[5]. Μαζί με αυτό, η ανακατάταξη του χώρου και του χρόνου αναπροσαρμόζει τους όρους της επίσκεψης, κυριολεκτικής και μεταφορικής: βλέμματος και οπτικής, προκαθορισμένης πορείας και προσανατολισμού, λογικής επεξεργασίας και φαντασίας. Σκοπός, λοιπόν, ο θεατής να διατηρήσει την “κανονική του κατάσταση” και με την έξοδό του να έχει εγγράψει στο χώρο τη δική του μοναδική πορεία.

 

Όπως φαίνεται, η “ameτρια” αποτελεί ξεκάθαρα μια από τις πιο άρτιες εκθέσεις που έχουν παρουσιαστεί τον τελευταίο καιρό, καθώς αποτελεί μια σαφή πρόταση απελευθέρωσης: της επιμελητικής πρακτικής, των έργων, του θεατή. Απομακρύνεται από την αξίωση του αντικειμενικού και της τεκμηριωμένης βεβαιότητας, που έχει στοιχειώσει τη δυτική σκέψη, επενδύει στις αισθήσεις κι επιτυγχάνει. Διαποτισμένη από μια ατμόσφαιρα που υποβάλλει, προωθεί το σώμα της για μια βιωμένη εμπειρία, στοιχείο που τείνει να εκλείψει από τις εκθέσεις. Με έναν σχεδιασμό που ξεχωρίζει και κατ’ επέκταση αναδεικνύει τα προσεκτικά επιλεγμένα έργα, αναδύεται μια οργανική ενότητα και ουσιαστική συνοχή.

 

Ανάμεσα στο απολλώνιο και το διονυσιακό, που ενσωματώνονται ως έννοιες σε όλα τα επίπεδα της έκθεσης, αναδεικνύεται η δυναμική της αγνόησης των κανόνων, της ανάδειξης του λάθους και του μη- κανονικού. Με τόλμη, πρόκληση και βαθιά μελέτη, προέκυψε ένα ιδανικό παράδειγμα για το πώς η άρση του μέτρου, σε ό, τι κι αν αυτό συνίσταται, μπορεί να δράσει καταλυτικά τόσο ως προς το αποτέλεσμα, όσο κι ως προς την προσαρμογή μας σε εκείνο⋅ μια προσομοίωση της δημιουργικής αξιοποίησης ενός κόσμου που μας βομβαρδίζει με ασύμβατα δεδομένα. Η “ameτρια” είναι απόκοσμη, άχρονη και γνώριμη συγχρόνως κι αναπτύσσεται πάνω σε μια πρωτόγνωρη διαλεκτική έντασης και ισορροπίας.

 



[1] Άποψη που υπάρχει συνολικά στη μουσειολογία, πρόσφατα διατυπωμένη με τη φράση αυτήν από τον επιμελητή Hans Ulrich Obrist στο βιβλίο του Ways of Curating, 2014. Εδώ, η “γνώση” δε νοείται με τη στενή έννοια του όρου, αλλά περισσότερο σε σχέση με την παραγωγή μιας διαλεκτικής, παρά μιας βεβαιότητας.

[2] Η ομάδα των επιμελητών αποτελείται από τους: Nicoletta De Rosa, Alessandro Pasini, Tomaso Piantini, Πολύνα Κοσμαδάκη, Γιώργο Τζιρτζιλάκη.

[3] Η περιπλάνηση ως έννοια εισήχθη από τον Charles Baudelaire, σαν μέθοδος για την απόλαυση και βίωση της αστικής εμπειρίας, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση ταιριάζει περισσότερο η “ανατρεπτική” περιπλάνηση των Καταστασιακών, που προέτασσε την επιβολή έναντι της προσαρμογής του υποκειμένου στον χώρο.

[4] Όπως αναγράφεται στον έντυπο χάρτη της έκθεσης.

[5] Jacques Rancière, Ο Χειραφετημένος Θεατής.

 

____________________________

Το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ σε συνδιοργάνωση με το Μουσείο Μπενάκη παρουσιάζουν την έκθεση “ameτρια μέχρι 11 Οκτωβρίου. Περισσότερες πληροφορίες.