Το έργο
Ο Βρετανός θεατρικός συγγραφέας, γνωστός για τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του, ασχολήθηκε στην εργογραφία του με τον χώρο, τον χρόνο και τους ανθρώπους. Καθώς ο Χάρολντ Πίντερ (Harold Pinter) διένυε την δεύτερη συγγραφική του περίοδο, εστίασε κυρίως στο χρόνο και το χειρισμό του από το άτομο. Ο ίδιος, την εποχή εκείνη, βρισκόταν πλέον στην δεκαετία των 40, γεγονός που συνέτεινε στο να στρέψει το ενδιαφέρον του περισσότερο στο χρόνο και το πέρασμά του, αλλά και στις συνέπειες όπως και στην αντίληψή του από τους ανθρώπους. Τα έργα αυτής της περιόδου, γνωστά και ως «έργα μνήμης», επικεντρώνονται βασικά στην αναπόληση, αλλά και αμφισβήτηση του χρόνου και των αναμνήσεων που αφήνει στο πέρασμά του.
Το Old Times (μεταφρασμένο στην παράσταση ως Άλλες Εποχές) φέρει στο προσκήνιο το θέμα των αναμνήσεων, τόσο των δικών μας, όσο και των άλλων, αλλά επίσης και τη δόμηση των ανθρωπίνων σχέσεων με γνώμονα τον χρόνο. Ο Ντίλεϊ και η Κέητ είναι παντρεμένοι και ζουν έξω από το Λονδίνο. Η καθημερινή τους ρουτίνα και συνήθεια διακόπτεται, όταν τους επισκέπτεται η Άννα, η καλύτερη φίλη και πρώην συγκάτοικος της Κέητ, με την οποία όμως δεν έχει συναντηθεί εδώ και 20 σχεδόν χρόνια. Οι ισορροπίες ανάμεσα στο ζευγάρι διαταράσσονται, καθώς οι αναμνήσεις και των τριών αναβλύζουν και αναβιώνουν το παρελθόν.
Στο συγκεκριμένο έργο, ο συγγραφέας αντιμετώπισε ήδη από την αρχή την αμφισημία των αναμνήσεων, τοποθετώντας , εξ αρχής όπως ζητάει το έργο, στη σκηνή και τους τρεις ήρωες, αλλά χωρίς να καθιστά σαφές αν η μία εκ των πρωταγωνιστών, η Άννα, υπάρχει ή όχι, αν είναι αποκύημα της φαντασίας των άλλων δύο ή όχι, αν είναι ζωντανή ή όχι, αν εν γένει ό,τι συμβαίνει στο έργο υπάρχει ή όχι. Η απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα είχε δοθεί από τον ίδιο τον Πίντερ, όταν ερωτηθείς από τον Mel Gussow αναφορικά με όσα λέγονται και γίνονται από τους τρεις ήρωες στο έργο, απάντησε, «Πίντερ: Το θέμα είναι ότι είναι τρομερά δύσκολο να προσδιορίσεις τί συνέβη, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Πιστεύω ότι είναι τρομερά δύσκολο να προσδιορίσεις τί συνέβη μόλις χθες». Η ασάφεια και η ανακατασκευή, ηθελημένη ή μη, των αναμνήσεων, ειδικά αυτών που μοιραζόμαστε με άλλους ανθρώπους, είναι το κλειδί για την κατανόηση και πρόσληψη όλων των «έργων μνήμης».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η παράσταση
Ο Άρης Τρουπάκης αντιμετώπισε, εξ αρχής, το έργο ως ένα ιδιότυπο pas de deux, με τους τρεις ήρωες να εναλλάσσονται σε μια σχέση τριγώνου. Η σκηνοθετική του άποψη είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς εστίασε στα γνωστά πιντερικά τρίγωνα που συναντώνται πολύ συχνά στην εργογραφία του Βρετανού δραματουργού (βλ. επίσης, Το Δωμάτιο, Σιωπή, Προδοσία, Πάρτυ Γενεθλίων, Επιστάτης, Η νέα Τάξη πραγμάτων κ.α.) και τα οποία αναδεικνύουν την καταγωγική σχέση της πιντερικής γραφής από τον Ίψεν. Έτσι, στην παράσταση η Άννα, αρχικά, αποτελεί τον καταλύτη στη σχέση των Κέητ και Ντίλεϊ. Όσο όμως εξελίσσεται η δράση καθίσταται σαφές ότι αυτός που ρυθμίζει τις εξελίξεις και τη σχέση ανάμεσα σε αυτούς τους τρεις ανθρώπους είναι -και πάντα ήταν – η Κέητ, η οποία αποτελεί ένα ιδιότυπο μήλον της έριδος.
Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα οπτική, αν και μερικώς μονοδιάστατη, καθώς θίγει ακροθιγώς -χωρίς να εμβαθύνει- τις αναζητήσεις του συγγραφέα αναφορικά με την ασάφεια του χρόνου και των αναμνήσεών του, καθώς και την προβληματική διαχείριση των από κοινού διαμορφωμένων αναμνήσεων. Ως συνέπεια, η σκηνοθεσία κατέληξε ότι η Κέητ δυσανασχετεί με ο,τιδήποτε λέει ή κάνει ο Ντίλεϊ, καταργώντας την αμφισημία των αντιδράσεων, των σκέψεων και των συναισθημάτων της ηρωίδας. Επίσης, ο σκηνοθέτης οδήγησε ξεκάθαρα τις γυναίκες στην αναβίωση μιας παρελθούσας ερωτικής σχέσης, στην οποία αντιδράει έντονα ο Ντίλεϊ. Στο σημείο αυτό, ο σκηνοθέτης προκειμένου να υπερασπισθεί την άποψή του προσέθεσε λέξεις, μετατοπίζοντας ξεκάθαρα τον δραματουργικό άξονα ενός έργου, το οποίο είναι γραμμένο με ακρίβεια μαθηματικής πράξεως.
Συνολικά όμως πρόκειται για μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα σκηνοθετική ματιά, η οποία πέτυχε να αποδώσει τόσο την γενική ατμόσφαιρα του έργου, αλλά και να εισάγει το κοινό στο πιντερικό σύμπαν, το οποίο διαθέτει χιούμορ, φιλοσοφικές αναζητήσεις και, φαινομενικά, κοινότυπες συζητήσεις προκειμένου να εκμαιευθεί η αλήθεια. Ο θεατής της παράστασης έχει την ευκαιρία, η οποία είναι γεγονός ότι δεν δίδεται συχνά στο ελληνικό θέατρο, να συνειδητοποιήσει την δραματουργική ευφυία του Βρετανού δραματουργού, μέσα από μια ορθή, αν και εν μέρει μονοδιάστατη, σκηνοθετική ματιά.
Οι συντελεστές
Ο Ντίλεϊ του Δημήτρη Αλεξανδρή ανέδειξε και φώτισε σε αρκετά σημεία το κωμικό που ενυπάρχει στο έργο. Αποδόθηκε ωστόσο με περισσότερη δόση αρρενωπότητας από ό,τι ζητάει το έργο, παραλείποντας παράλληλα τα ευάλωτα σημεία στο χαρακτήρα του ρόλου. Η Άννα της Δέσποινας Κούρτη ισορρόπησε με επιτυχία ανάμεσα στο σοβαρό και το κωμικό, χωρίς να παίζει υπερβολικά, αλλά διατηρώντας την αμφισημία των λόγων και των πράξεων της καθόλη τη διάρκεια της παράστασης. Η Κέητ της Ερατούς Πίσση αποδόθηκε μονόπλευρα. Η ηθοποιός έμοιαζε διαρκώς θυμωμένη, αδυνατώντας να πετύχει να αποδώσει την αμφισημία στα συναισθήματα και τις πράξεις του ρόλου της. Μόνον προς το τέλος, όταν πλέον φώτισε την αλλαγή του χαρακτήρα της, η ηθοποιός πάτησε γερά στο ρόλο.
Παρά τη μικρή σκηνή, η σκηνογραφία (Θοδωρής Χρυσικός) έπαιξε με ενδιαφέροντα τρόπο με τις σκηνικές επιταγές του έργου. Δυστυχώς, λόγω του περιορισμένου χώρου δεν λειτούργησε απόλυτα η σκηνική αντιστροφή των αντικειμένων μεταξύ των δύο πράξεων. Πολύ πιο ενδιαφέροντα ήταν τα κοστούμια, με την Κέητ να είναι ντυμένη πιο καθημερινά και απλά, με ένα απλό φόρεμα με μοτίβα σε γαλάζιο χρώμα και εσπαντρίγιες, και την Άννα ντυμένη με έντονα κόκκινο φόρεμα. Ήδη δηλαδή ο θεατής από την αρχή εισπράττει την αίσθηση της φλογερής Άννα και της πιο καθημερινής Κέητ, καθιστώντας την ανατροπή στο τέλος πολύ γοητευτική και μη αναμενόμενη. Οι φωτισμοί (Δημήτρης Λογοθέτης) υποκατέστησαν το ρόλο των αντικειμένων, ο οποίος δεν υπηρετήθηκε πλήρως λόγω χώρου. Τέλος, η μετάφραση (Έλσα Ανδριανού) απέδωσε αρκετά καλά το κείμενο.
Εν κατακλείδι
Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα παράσταση, η οποία κάνει μια πολύ καλή σκηνική ανάγνωση του πιντερικού θεάτρου, παρά τις όποιες επιμέρους αδυναμίες της. Η παράσταση διαθέτει καλό σκηνοθετικό ρυθμό, ενδιαφέρουσες ερμηνείες και το κυριότερο, αναδεικνύει το ευφυές και μοναδικό χιούμορ του Πίντερ με το οποίο αντιμετωπίζει θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Photo Credit: Kiki Papadopoulou
Διαβάστε επίσης:
Άλλες Εποχές, του Χάρολντ Πίντερ σε σκηνοθεσία Άρη Τρουπάκη στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων