Ο Αναστάσης Στρατάκης μίλησε στο Culture Now για την ατομική του έκθεση με τίτλο “For the Eye altering alters all / The Senses roll themselves in fear / And the flat Earth becomes a Ball”, την οποία παρουσιάζει στη γκαλερί ΑΔ.
Συνέντευξη: Στρατής Πανταζής
Culture Now: Γιατί δώσατε αυτό τον τίτλο στην έκθεσή σας;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Αναστάσης Στρατάκης: Ο τίτλος της έκθεσης αποτελεί απόσπασμα του ποιήματος The Mental Traveler, του William Blake. Aυτό που με κέντρισε στους συγκεκριμένους στίχους ώστε να τους χρησιμοποιήσω, είναι το ότι πλαισιώνουν το σύνολο των έργων με μία ιδέα, κεντρική ως προς την σύλληψή τους: το πώς ο θεατής, ως παρατηρητής, όχι απλώς επηρεάζει το αντικείμενο θέασής του αλλά ορίζει εκ νέου την φύση του, μέσω της ίδιας της πράξης της παρατήρησής του. Ως αποτέλεσμα αυτού, ο Blake αναφέρεται σε μία επακόλουθη δυσπιστία ως προς την λειτουργία των αισθήσεων, ούτως ώστε να φτάσει κανείς πλησιέστερα σε αυτό που θα ονομάζαμε «πραγματική φύση των πραγμάτων» — ότι και αν θα σήμαινε κάτι τέτοιο.
CN: Στην ενότητα έργων με τίτλο Broken Series, όπου χρησιμοποιείτε εξώφυλλα περιοδικών με σύγχρονες προσωπικότητες όπως τον Πούτιν και την Λεπέν, ακολουθείτε το μοτίβο του σπασμένου γυαλιού. Στοχεύετε σε μια αλλοίωση, κατάρριψη ή αποκάλυψη της πραγματικότητας;
ΑΣ: Η εν λόγω σειρά θα έλεγα πως εστιάζει περισσότερο στην ίδια την διαδικασία της πρόσληψης της πραγματικότητας. Η όποια αλλοίωση της προϋπάρχουσας επιφάνειας είναι ακούσια αλλά και μοιραία, λόγω του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο τα έργα αυτά έχουν δουλευτεί: το μεγαλύτερο μέρος των εξωφύλλων έχει επιζωγραφιστεί με ακρυλικά (ένα επικαλυπτικό, εν δυνάμει αδιαφανές υλικό) χωρίς να προστεθούν ή να τροποποιηθούν εικονογραφικά στοιχεία, τουλάχιστον ηθελημένα, επαναπροσδιορίζοντας έτσι την αρχική πληροφορία η οποία επικαλύπτεται. Σημαντικό στοιχείο της διαδικασίας αυτής βέβαια, αποτελεί το γεγονός πως ήδη με τις πρώτες πινελιές έχω αλλοιώσει το «μοντέλο» μου, το οποίο καλούμαι να ανασυνθέσω με υψηλό βαθμό λεπτομέρειας και έναν ρεαλισμό εφάμιλλο της τυπωμένης επιφάνειας, βασισμένος στην μνήμη και την συνεπαγωγή – μιλάμε επομένως για μία διαδικασία εξαιρετικά υποκειμενική.
CN: Γιατί επιλέγετε τη ζωγραφική και το σχέδιο ως μέσο έκφρασης για να τονίσετε την αμφιβολία στην αξιοπιστία της αφήγησης των μέσων μαζικής ενημέρωσης;
ΑΣ: Διότι η ζωγραφική και το σχέδιο είναι εξ’ ορισμού πλαστικά μέσα, επομένως τα παράγωγά τους εμπεριέχουν αυτομάτως μία «πλαστότητα», σε αντίθεση με την υποτιθέμενη εγκυρότητα του μέσου της φωτογραφίας – ειδικά όταν αυτό εξυπηρετεί έναν δημοσιογραφικό σκοπό όπως στην εφαρμογή του στον Τύπο. Άλλωστε τα εξώφυλλα περιοδικών επιλέχθηκαν ως υλικό για τον λόγο του ότι αποτελούν τους εγκυρότερους φορείς της Ιστορίας εν εξελίξει.
CN: Στις προηγούμενες δουλειές σας βλέπουμε ξεκάθαρες αναφορές σε σημαντικές προσωπκότητες της ιστορίας, όπως τον Ιωάννη Καποδίστρια, το Ρήγα Φεραίο και τον Αδαμάντιο Κοραή. Στην έκθεσή σας στην ΑΔ διαλέγετε προσωπικότητες που διαμορφώνουν το παρόν και που κάποια στιγμή στο μέλλον θα αποτελούν μέρος της ιστορίας. Έχω την εντύπωση ότι το έργο σας εξελίσεται και έχετε αρχίσει να απομακρύνεστε από την χρήση της ιστορικής μνήμης για να θίξετε σύγχρονα ζητήματα. Μήπως η θεματολογία/προσέγγιση σας αλλάζει και έχετε ξεκινήσει να θίγετε το παρόν άμεσα;
ΑΣ: Η εν λόγω δουλειά, η οποία ξεκίνησε πριν λίγα χρόνια με αφορμή μια έκθεση στο ΕΜΣΤ και συνεχίστηκε στην Biennale Θεσσαλονίκης, επικεντρωνόταν σε κεντρικές μορφές του σχετικά πρόσφατου ελληνικού παρελθόντος επιχειρώντας να προσεγγίσει τα ζητήματα της ιστοριογραφίας και της μυθοποίησης των ηρωϊκών προτύπων – με άλλα λόγια, την δομή της σύγχρονης ελληνικής μυθολογίας. Στην τωρινή έκθεση στην ΑΔ, προσπαθώ να προσεγγίσω την προβληματική αυτή μέσω περισσότερων οδών: την «μεταφορά» γενονότων του παρόντος στο παρόν μέσω της χρήσης των περιοδικών, του παρελθόντος στο παρελθόν (δηλαδή του κάποτε παρόντος στο τότε παρόν) μέσω της αναφοράς στον πίνακα του David αλλά και του παρελθόντος στο παρόν μέσω της αναφοράς στην σύμβαση του μνημείου. Δεν θα αναφερόμουν σε αυτό ως εξέλιξη, αλλά περισσότερο ως μία πιο σφαιρική ματιά πάνω στο ζήτημα.
CN: Το έργο σας έχει έντονο πολιτικό χαρακτήρα. Πιστεύετε ότι οι καλλιτέχνες έχετε χρέος να δημιουργείτε έργα με πολιτικοκοινωνικά μηνύματα;
ΑΣ: Θεωρώ πως το κάθε έργο είναι πολιτικό, άλλα σε μεγαλύτερο και άλλα σε μικρότερο βαθμό, με άλλοτε περισσότερο και άλλοτε με λιγότερο έκδηλο τρόπο, σε βαθμό που να αναρωτιέμαι πλέον για την βασιμότητα του όρου. Από εκεί και πέρα, για μένα το μοναδικό πράγμα που οφείλει ένας καλλιτέχνης να κάνει είναι να δημιουργεί έργα που να λειτουργούν όσον αφορά τους εσωτερικούς μηχανισμούς τους, τα οποία να προκύπτουν με βάση πραγματικές ανησυχίες του. Είναι άλλωστε μεγάλος ο κίνδυνος για δουλειές οι οποίες διαπραγματεύονται τρέχοντα ζητήματα να καταλήγουν κάπως «δημοσιογραφικές», με την έννοια του ότι ενδέχεται να παύσουν να λειτουργούν ως αυτόνομοι οργανισμοί.
CN: Την εγκατάστασή σας Untitled (Memorial) την πρωτοπαρουσιάσατε στην 4η Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης με τη σειρά των σχεδίων του Κοραή, του Φεραίου κ.α. Ο συμβολισμός της εγκατάστασης άλλαξε σε αυτή την τελευταία σας παρουσίαση;
ΑΣ: Κεντρικό ζήτημα της εγκατάστασης αυτής παραμένει η σύμβαση του μνημείου και, μέσω της απουσίας του ίδιου του όγκου του, το πώς αυτό επηρεάζει τον χώρο στον οποίο εγκαθίσταται – το έντονο βάρος του έχει προκαλέσει (κυριολεκτικά και μεταφορικά) μία αισθητή καθίζηση στο έδαφος, το αποτέλεσμα της οποίας παραπέμπει κατά κάποιο τρόπο σε ανοιχτό τάφο. Αυτό που έχει αλλάξει σε αυτήν την εκδοχή του έργου, είναι η επιγραφή η οποία συμπληρώνει το απόν/αόρατο μνημείο: η ρήση «VENI∙VIDI∙VICI», η οποία αποδίδεται στον Ιούλιο Καίσαρα και σημαίνει «ήλθα, είδα, νίκησα». Αυτό λειτουργεί με έναν διττό τρόπο· αφ’ ενός περιγράφει ένα υποτιθέμενο, αόριστο μνημείο μιας και η ρήση αυτή αποτελεί μία κάποιου είδους κοινοτοπία και αφ’ ετέρου αναφέρεται στην χρήση της από τον Ν. Μιχαλολιάκο κατά την εισαγωγή της Χρυσής Αυγής στο κοινοβούλιο τον Μάιο του 2012. Έτσι το έργο λειτουργεί ταυτοχρόνως σε ένα αυτόνομο αλλά και σε ένα περισσότερο τοπικά προσδιορισμένο επίπεδο, σχολιάζοντας και πιο συγκεκριμένα την ιδιαίτερη σχέση της χώρας μας με το μακρινό παρελθόν της.
CN: Κυρίως δουλεύετε με τη ζωγραφική και το σχέδιο. Γιατί στραφήκατε στη δημιουργία αυτής της εγκατάστασης και ιδιαίτερα στο χώμα, ένα φυσικό υλικό;
ΑΣ: Το σχέδιο και η διαδικασία πρόσληψης και αποτύπωσης της πραγματικότητας γενικότερα, αποτελούν τον κορμό της πρακτικής μου, αλλά θα έλεγα πως η δουλειά μου βασίζεται όχι σε κάποιο μέσο άλλα στην ιδέα, αναζητώντας κάθε φορά τον καταλληλότερο τρόπο υλοποίησής της – έτσι, έχει τύχει να δουλέψω χρησιμοποιώντας ψηφιακό σχέδιο, φωτογραφία, video και άλλα μέσα αλλά και συνδυασμούς αυτών. Εν προκειμένη λοιπόν, το χώμα δεν εξυπηρετεί κάποιον πλαστικό σκοπό αλλά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του συνόλου των δομικών στοιχείων που απαρτίζουν την προϋπάρχουσα σύμβαση του μνημείου όπως αυτό συνήθως συναντάνται στον δημόσιο χώρο.
And the flat Earth becomes a Ball”, παρουσιάζεται στη γκαλερί ΑΔ