Την πρώτη μέρα της Αθηναϊκής κατοχής, τον Απρίλιο του ’41, όταν οι Γερμανοί κατακτητές έφτασαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο βρήκαν άδειες προθήκες, γυμνούς τοίχους και τους λίγους υπαλλήλους που εκείνη την ώρα είχαν βάρδια. Όταν ρωτήθηκαν πού βρίσκονται τα χιλιάδες εκθέματα, οι υπάλληλοι απάντησαν σιβυλλικά πως τα αρχαία, ως γνωστόν, βρίσκονται κάτω από τη γη. Αυτή ήταν εν μέρει και η αλήθεια, καθώς τα περισσότερα αγάλματα είχαν επιστρέψει στη γη, στο μοναδικό μέρος που θα τα κρατούσε ασφαλή κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Λίγες μέρες μετά την κήρυξή του, τα σημαντικότερα ελληνικά μουσεία έλαβαν οδηγίες σχετικές με την προφύλαξη των αρχαίων εκθεμάτων τους, μεταξύ των οποίων και η απόκρυψη μέσα στη γη των αγαλμάτων και όλων των δυσκίνητων αρχαιολογικών ευρημάτων. Με αντίπαλο πλέον τον χρόνο, αλλά και τον φόβο της επίταξης από τους Ναζί, με αυτοσχέδιους γερανούς, περισσή αυτοθυσία και τεράστια προσοχή, οι αρχαιολόγοι, οι υπάλληλοι και οι εργάτες δουλεύοντας νυχθημερόν διέσωσαν με αυτό τον τρόπο τα αρχαία που έμειναν στην Ελλάδα. Χάρη σε εκείνους, λοιπόν, τα αρχαία βρίσκονται στη χώρα μας και δεν τα διεκδικούμε και αυτά από μουσεία της Ευρώπης.
Έμαθα για πρώτη φορά αυτή τη σημαντική, αλλά και άγνωστη σε πολύ κόσμο πτυχή της σύγχρονης ιστορίας μας από την Κυριακή Σπανού, τέλη 2011 με αρχές του 2012 σε μια συνάντησή μας στην πλατεία Καρύτση. Η Κυριακή με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε να γράψω ένα έργο γι’ αυτό το ζήτημα. Το επόμενο διάστημα, γοητευμένος με το θέμα, καθώς μάζευα πληροφορίες, αποφάσισα πως ένα σπονδυλωτό έργο για μία μελλοντική απόκρυψη των αγαλμάτων μας είναι αυτό που με κινητοποιεί δημιουργικά, αλλά και θα μπορούσε να φέρει δραστικότερα το «τότε» στο τώρα και στο μετά. Τα επόμενα χρόνια έγραφα σκηνές, τις δοκίμαζα με φίλους και τις έστελνα στην Κυριακή Σπανού. Φέτος, εν μέσω κορονοϊού, αποφασίσαμε να φέρουμε «Τα Αγάλματα Περιμένουν» επί σκηνής, για μια καλοκαιρινή περιοδεία σε αρχαιολογικούς χώρους και αρχαία θέατρα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών καινούργιες σκηνές γράφτηκαν, o κορωνοϊός ακούμπησε αναπόφευκτα σε κάποιες από αυτές, χωρίς να σταθεί εμπόδιο να παραβρεθώ σε αρκετές πρόβες του Θεσσαλικού Θεάτρου και να γνωρίσω τους εξαίρετους συντελεστές της παράστασης. Ένα βασικό μου μέλημα είναι η/ο σκηνοθέτης μου να έχει το υλικό που χρειάζεται για να κάνει μια ενδιαφέρουσα και «δυνατή» παράσταση. Όταν κατά τη διάρκεια των προβών ένιωσα πως το υλικό για κάτι τέτοιο υπήρχε, τότε και μόνο τότε, ήρεμος ολοκλήρωσα το έργο, ξεσκαρτάροντας τις σκηνές μου και βάζοντας τις σε σειρά. Αυτό το writer’s cut που θα ’λεγαν οι αμερικάνοι, θα το βρείτε τυπωμένο στο βιβλίο που κυκλοφόρησε από την KAΠΑ Εκδοτική, προλογισμένο εξαιρετικά από τη θεατρολόγο Ελένη Κουτσιλαίου.
Η γενναία και ευρηματική σκηνοθεσία της Κυριακής Σπανού εμπλουτίστηκε με διαφωτιστικά «documentary» αποσπάσματα από τις αποκρύψεις του σαράντα επιλεγμένα από την ίδια, γιατί πράγματι αυτό το κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και των αφανών ηρώων της δεν είναι όσο γνωστό θα έπρεπε. Είχαμε μάλιστα την ευκαιρία, μετά την παράσταση στο εμβληματικό Ά Αρχαίο Θέατρο της Λάρισας, να συναντηθούμε με τον Αλέκο Παπαδημητρίου και να μιλήσουμε για την τεράστια συμβολή του αείμνηστου θείου του Χρήστου Καρούζου και της συζύγου του Σέμνης που πρωτοστάτησαν στη διάσωση των αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού. Συγκινημένος μας είπε πως αυτό ήταν το καλύτερο μνημόσυνο που θα μπορούσε να φανταστεί για τους δύο σημαντικούς αρχαιολόγους μας.
Έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε και να παρουσιάζουμε σχεδόν οτιδήποτε σχετίζεται με το ένδοξο παρελθόν διδακτικά, βαρύγδουπα και δυστυχώς κάποιες φορές με τόσο στόμφο, ώστε η αλήθεια να κρύβεται πίσω από τη ρητορική και να γίνεται πληκτική, ενώ στην ουσία είναι συναρπαστική. Έτσι, όλοι οι συντελεστές είχαμε μια αγωνία κατά πόσο μια γλυκόπικρη κωμωδία με στοιχεία υπερρεαλιστικά και επιστημονικής φαντασίας για την αρχαία μας κληρονομιά θα «λειτουργούσε» και μάλιστα σε αρχαία θέατρα. Η ανταπόκριση του κόσμου ομολογουμένως μας αποζημίωσε και η έλευση της παράστασης στις 27 Σεπτέμβρη στην Αθήνα και μάλιστα στο Ηρώδειο είναι για εμάς κομμάτι της φυσικής της πορείας. Προσωπικά ελπίζω και εύχομαι αυτή η παράσταση να ανοίξει τον δρόμο για παραστάσεις στο Ηρώδειο σύγχρονων ελληνικών έργων, γραμμένων από εν ζωή θεατρικούς συγγραφείς, κάτι που στις μέρες μας ξενίζει ακόμα περισσότερο κι από τους «hype» εγχώριους και ξένους καλλιτέχνες που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε (ή όχι) στον χώρο αυτό, αλλά και σε αντίστοιχους.
Βιογραφικό
Ο Ανδρέας Φλουράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969, σπούδασε κινηματογράφο στην Αθήνα και θεατρική γραφή στην Αγγλία. Στο θέατρο εμφανίζεται για πρώτη φορά το 2001 με το συλλογικό έργο Πίστη (Θέατρο του Νότου).
Θεατρικά του έργα που έχουν παρουσιαστεί: Οι Μέρες Πριν Έρθεις (Θέατρο του Νότου), Φύλλα Της (Πολιτιστική Ολυμπιάδα / Επί Κολωνώ), Κάσσυ (ΧΙΙΙ Διεθνή Συνάντηση Δελφών), Κέλυφος (104), Μπελ Επόκ (Επί Κολωνώ), Λάσσυ (Επί Κολωνώ/Μπιπ), Ασκήσεις Για Γερά Γόνατα (Θέατρο Τέχνης) Mήδειας Πατούσες (Βαφείο), Μήδειας Μπούρκα (Επί Κολωνώ / Διεθνές Φεστιβάλ Πάφου σε σκηνοθεσία του ίδιου), Κόκκαλα (Θέατρο Τέχνης), Διώρυγα (Μουσείο Φωταερίου), Μπλε Μαρέν (Αγγέλων Βήμα), Όχι Και Τόσο Άγριο (Στέγη Γραμμάτων Και Τεχνών), Θέλω Μια Χώρα (Φεστιβάλ Αθηνών / Θέατρο Τέχνης), Τυφλή Εμπιστοσύνη (Επί Κολωνώ), Το Ασυνόδευτο (Θέατρο Skrow), Ταπ Άουτ (Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας Β’ σκηνή σε σκηνοθεσία τους ίδιου), Οδύσσεια (Θεσσαλικό Θέατρο) κ.α.