Η Αλεξάνδρα χάνει την παρθενία της στα εξηνταοχτώ της και γίνεται φόνισσα με αφορμή έναν σημαντικό πίνακα ζωγραφικής και αιτία που ο αναγνώστης, «που έχει χίλια πρόσωπα», θα βρει στο ομώνυμο βιβλίο του Ανδρέα Μήτσου. Ο συγγραφέας μιλά για τον λύκο που τον κυνηγά και τον γκρεμό του έρωτα και κρατά τη μυθοπλασία μακριά από κάθε επιστημονικό συνειρμό.
Συνέντευξη: Πηνελόπη Πετράκου
Culturenow.gr: Γιατί επιλέξατε να κάνετε την Αλεξάνδρα Ρωσοπόντια;
Ανδρέας Μήτσου: Δεν επιλέγει ο συγγραφέας. Οι ήρωές του έρχονται και τον επιλέγουν. Και τον εμπιστεύονται. Ότι ελπίζουν να μην τους προδώσει. Να μην τους αφήσει να πνιγούν στην αφάνεια, να τους σκεπάσει η λήθη.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Cul. N.: Ο πίνακας του Κοντσαλόφσκι, το σημείο αναφοράς του βιβλίου, έχει πολλές αναγνώσεις: περιουσιακό στοιχείο, έργο τέχνης και τι ακόμη;
Α. Μ.: Είναι η άλως του φεγγαριού. Το φωτοστέφανο που περιβάλλει τον καθένα. Δυσδιάκριτο για τους πολλούς. Όποιος όμως μπορέσει να το δει πάνω στον άλλο, τότε πέφτει σε έρωτα μαζί του. Μαγεύεται.
Cul. N.: Οι άνδρες στο βιβλίο δεν ξέρουν να παίζουν τον έρωτα και στο τέλος το πληρώνουν. Αν δεν είναι προγραμματισμένοι για τον έρωτα, γιατί να πληρώνουν;
Α. Μ.: Εκείνος που μπαίνει σε έρωτα πληρώνει και το τίμημα. Αυτή είναι η δικαιοσύνη του έρωτα. Όσοι «είδαν φως και μπήκαν», είναι αυθάδεια εκ μέρους τους να νομίζουν πως «θα την κάνουν αβρόχοις ποσί», ότι δεν θα πληρώσουν. Ας μην έμπλεκαν. Πάντως πρέπει να χρωστούν ευγνωμοσύνη για την τιμωρία τους. Που αξιώθηκαν κι αυτοί, οι ανυποψίαστοι, μια τέτοια ανταμοιβή.
Cul. N.: Τα σημεία όπου αφηγείστε τα όσα έζησε η Αλεξάνδρα όταν εκδιώχθηκε απ’ τη γενέτειρά της είναι συγκλονιστικά και ειδικά αυτό με την ίδια σκαρφαλωμένη στο δέντρο και τον λύκο από κάτω. Πώς εμπνευστήκατε αυτές τις σκηνές;
Α. Μ.: Με κυνηγάει και μένα ο ίδιος λύκος. Πότε κρύβεται στην κορφή της σκάλας, όπως λέει ο Εγγονόπουλος, πότε με περιτριγυρίζει, όπως το θέλει ο Μαρκόπουλος. Με εκείνη την υπέροχη «σκουριά στην πλάτη του λύκου». Τόσα χρόνια να καραδοκεί, να παραφυλάει. Αλλά θα το σκοτώσουμε το πεινασμένο αγρίμι, όπου και να λουφάζει, προτού προλάβει να μας φάει. Θέλω να πω πως ο συγγραφέας εξορύττει από μέσα του φόβους με ενοχές, κι άλλα αισθήματα ανομολόγητα. Μ’ αυτά αντιπαλεύει. Αυτά είναι ο λύκος.
Cul. N.: Η Έστα αγαπάει ακλόνητα προτού ερωτευτεί. Σχετίζεται αυτή η δύναμή της με την πίστη που έχει στον Θεό;
Α. Μ.: Πώς μπορεί κι αγαπάει ο καθένας, από πού αντλεί αυτή τη δύναμη, τη χάρι, ίσως μόνο ο ίδιος το ξέρει, χωρίς τούτο να είναι κι απαραίτητο. Τώρα, τι είναι θεός, τι «μη θεός και τι τ’ ανάμεσά τους», αυτό δε μπορεί να το ορίσει τόσα χρόνια ούτε ο Γ. Σεφέρης. Πολύ περισσότερο δεν το κατέχω εγώ.
Cul. N.: Η Αλεξάνδρα στερήθηκε και στέρησε και αυτό έγινε ο φαύλος κύκλος στη ζωή της. Έχει άραγε πιθανότητες για ισορροπία κάποιος που του έλειψε η ασφάλεια σε μικρή ηλικία;
Α. Μ.: Ο κάθε άνθρωπος είναι μια συγκεκριμένη περίπτωση. Κι αυτό ακριβώς, το συγκεκριμένο, φωτίζει η λογοτεχνία. Τ’ άλλα, για παιδικές ηλικίες, κοινωνικές αιτίες ή ψυχολογικές αναφορές, δεν πρέπει να σχετίζονται με την μυθοπλασία και την τέχνη του λόγου. Εάν αυτό συμβαίνει, απλούστατα, οι πονηροί και δόλιοι συγγραφείς πάνε να εκμεταλλευτούν έτοιμες, αποδεκτές, δοξασίες και ιδέες. Πρόσφορες και βολικές προς άγραν πελατών – αναγνωστών.
Cul. N.: Από τα έργα σας εισπράττω πως ο αναγνώστης δεν μπορεί να νιώσει ξεχωριστή συμπάθεια ή αντιπάθεια για κάποιον απ’ τους χαρακτήρες, αφού τούς παρουσιάζετε μάλλον να παθαίνουν παρά να πράττουν λάθη ή κατορθώματα. Και το μεταφράζω πως αγαπάτε πολύ τους ανθρώπους. Τι λέτε;
Α. Μ.: «Είμαστε η ερμηνεία μας». Ο αναγνώστης, έχει χίλια πρόσωπα, δεν υπάρχει τυπικό δείγμα του. Μετά, είναι το βιβλίο που αναδεικνύει τον αναγνώστη. Αυτό του δίνει την υπόσταση. Τον αξιώνει να του παραδοθεί. Όποιος διαβάζει, δεν είναι κατ’ ανάγκη αναγνώστης. Εκείνος που εννοεί, «Μα κρύφια και τ’ αφανή», τα άδηλα, αυτός αξιώνεται αυτή την ιδιότητα. Εγώ, φερ’ ειπείν, αγαπώ την Αλεξάνδρα, μια φόνισσα, αλλά και τον δόλιο και άκαρδο Πέτρο. Ο καθένας έχει τα δίκαιά του από τη μεριά του. Έτσι το βλέπω. Λέει, ο Πάβελ, ο πρωταγωνιστής στη «Μάνα» του Γκόρκι «Είναι η αγάπη που δεν μας αφήνει να ζήσουμε». Και μην ξεχνάμε την προμετωπίδα του βιβλίου μου, της Αλεξάνδρας, ένα απόσπασμα από τον «Ηλίθιο» του Ντοστογέφσκι. «Αφού δεν τον αγαπάς, γιατί να του κάνεις κακό;». Η αγάπη μάς τραμπαλίζει, μεταξύ κόλασης και παραδείσου. Αλλοίμονο σ’ εκείνους που δεν κάνουν παιγνίδι. Που δεν μετεωρίζονται στον γκρεμό. Που δεν ενδίδουν και δεν παραδίδονται σε κανέναν. Την ελευθερία τους αυτή καθόλου δεν την ζηλεύω.
Το βιβλίο του Ανδρέα Μήτσου, με τίτλο “Η Αλεξάνδρα”, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη