-Το φαγητό είναι έτοιμο. Τα παιδιά καθόμαστε με τα μάτια στην ανοιχτή τηλεόραση και τρώμε υπνωτισμένα. Παίζει μια διαφήμιση γνωστού γάλακτος συμπυκνωμένου και σιγοτραγουδάμε. Ακούμε στο βάθος τη μαμά να μας μαλώνει ότι θα χαζέψουμε. Είκοσι χρόνια μετά, το ομολογώ. Χαζέψαμε.

-Ο ξάδερφός μου προσπαθεί να δει τηλεόραση, εγώ μπαίνω συνέχεια μπροστά του και τον εμποδίζω, αυτός γκρινιάζει. Φωνάζει τη γιαγιά. Η γιαγιά με μαλώνει απαλά «φύγε από μπροστά, Άννα-Μαρία, ασ’ τονε». Ο ξάδερφός μου με πλησιάζει για να με σπρώξει πέρα. Τον δαγκώνω στο χέρι με δύναμη και του κάνω ένα «ρολογάκι». Είκοσι χρόνια μετά, μπορώ να το πω. Ο χρόνος της παιδικής μας ηλικίας συμπυκνώνεται εκεί.

-Είμαστε στο κυριακάτικο τραπέζι, έχουμε τελειώσει το φαγητό και ο μπαμπάς ανάβει τσιγάρο βιομηχανικό. Κάνει το πιάτο τασάκι και μόλις τελειώσει το ένα ανάβει κι άλλο. Η μαμά του λέει «πάρε τασάκι». Μερικές στάχτες πέφτουν κάτω. Είκοσι χρόνια μετά, στο τραπέζι εκείνου του σπιτιού τρώει μια άλλη οικογένεια. Εμείς το αφήσαμε.

Ξεκινούν οι πρόβες του έργου «Τρώμε, Παιδιά» την Άνοιξη του 2024 και διαβάζουμε το «Κεκλεισμένων των Θυρών» του Σαρτρ. «Κόλαση είναι οι άλλοι», γράφει. «Κόλαση είναι οι γονείς μας, άρα εμείς οι ίδιοι», γράφουμε. Στις πρόβες φτιάχνουμε έναν αφηρημένο μεταθανάτιο τόπο. Εκεί που πάνε τα παιδιά, όταν «φεύγουν». Αυτός ο τόπος έχει ως κέντρο ένα τραπέζι. Εκεί που τρώμε με την οικογένεια. Τώρα που μεγαλώσαμε, τρώμε και «στο πόδι».

Στις πρόβες ο Κώστας μιλάει για την καταπίεση. Για εκείνη την ύπουλη καταπίεση της γονεϊκής υπερφροντίδας. Κάποια άτομα θα μας πουν αργότερα: «έλα μωρέ, αυτό να ήταν το πρόβλημα». Ο Σταύρος στις πρόβες μιλάει για το brain drain. Τα παιδιά που εγκαταλείπουν τη χώρα. Τα παιδιά που έφτασαν στο αδιέξοδο του τόπου και «πέταξαν» για αλλού, καλύτερα. Κάποια άτομα θα πουν αργότερα: «έλα μωρέ, σε καμία χώρα δεν είναι ιδανικά, τον ήλιο της Ελλάδας δεν τον βρίσκεις πουθενά». Στις πρόβες ο Αλέξανδρος μιλάει σα να σκρολάρει. Για τα κανάλια, για το ρεύμα, για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Είναι πολύ αγχωμένος και νιώθει μοναξιά, αλλά όταν σκρολάρει, χαλαρώνει. Κάποια άτομα θα πουν αργότερα: «πολύ πλάκα είχε αυτός». Εγώ στις πρόβες έχω πολλαπλές ιδιότητες, είμαι πολυεργαλείο. Κάνω παραγωγή, σκηνοθετώ, είμαι και βοηθός ηθοποιού, όπως θα έλεγε αγαπημένη δασκάλα. Κάθομαι και στο τραπέζι. Καταλήγω να μιλάω για την πατριαρχία και την κοινωνική καταπίεση. Για όλους εκείνους που μου έχουν πει κατά καιρούς: «μια χαρά κοπέλα είσαι, απλά δεν πιστεύεις στον εαυτό σου, αν το θέλεις πολύ, θα πετύχεις». Κάποια άτομα μετά την παράσταση θα πουν: «η μοναδική γυναίκα στο τραπέζι μίλησε πάρα πολύ λίγο».

Η παράσταση ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του ’24. Στο φεστιβάλ «Ανοιχτή Θεατρική Σκηνή της Πόλης». Μετά από πολύ κόπο στις πρόβες, με τα ελάχιστα μέσα. Το μπάτζετ αυτής της παράστασης είναι μηδαμινό. Τόσο, που όντως είχε καταλήξει οικογενειακή υπόθεση. Μπαίνει ο κόσμος στην πρεμιέρα, παίρνουμε ανάσα. Τελικά, αυτό που φτιάξαμε δεν αρχίζει και τελειώνει με εμάς, αλλά με το κοινό.

Και τώρα, βρισκόμαστε εδώ, στη μεγάλη Αθήνα. Το «Τρώμε, Παιδιά» είναι μια δουλειά προσωπική και ερευνητική. Ψάχνουμε κι εμείς πώς μπορεί το θέατρο να έχει στοιχεία της performance, κάποιες προσωπικές –και όχι μόνο– πραγματικότητες. Ψάχνουμε τα σημάδια του οικογενειακού παρελθόντος από το προσωπικό ως το συλλογικό. Η πραγματικότητα της παράστασης είναι πολύ προσωπική για το κάθε παιδί που παίζει. Και αυτό συμβαίνει και με το κοινό· ή το παίρνει προσωπικά ή όχι. Εμείς δεν έχουμε φαντεζί σκηνικά ή απίστευτες μιμήσεις. Δεν έχουμε καν πρωταγωνιστή. Και η παράσταση δεν λέει και πολλά. Δηλαδή, έλα μωρέ, τα ξέρουμε. Αυτά να ήταν τα προβλήματα. Σε καμία χώρα δεν είναι ιδανικά, τον ήλιο της Ελλάδας δεν τον βρίσκεις πουθενά. Πλάκα έχουμε. Οι γυναίκες στο τραπέζι δεν μιλάνε πολύ. Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες.

Photo Credit: Αλέξανδρος Καλτζίδης

Διαβάστε επίσης:

«Τρώμε, Παιδιά», από την ομάδα Dulcinea στο Θέατρο 104