Το 2021-22, στο πλαίσιο του προγράμματος “Transmissions” που συντονίζει η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση σε συνεργασία με το Ultima Festival, οι Ηχητικές Συναντήσεις Σύρου επιμελήθηκαν για πρώτη φορά από κοινού ένα πρόγραμμα ερευνητικής ανταλλαγής με το North Norwegian Arts Center (NNKS), ένα περιφερειακό κέντρο σύγχρονης τέχνης που δραστηριοποιείται στη Βόρεια Νορβηγία.

Οι δύο φορείς συνεπιμελήθηκαν την κινητικότητα μιας μικρής ομάδας προσκεκλημένων καλλιτεχνών-ερευνητών ανάμεσα στην Άνω Σύρο και τη Βόρεια Νορβηγία. Στόχος του προγράμματος ήταν η εξερεύνηση του ακουστικού αλλά και ανήκουστου παρελθόντος που συνδέεται με δύο παράκτιες τοποθεσίες «στην περιφέρεια της περιφέρειας»: τo ακατοίκητο νησί της Γυάρου που υπάγεται διοικητικά στην Άνω Σύρο και στο Δήμο Σύρου-Ερμούπολης, και το Vardø, μια μικρή πόλη στο ανατολικότερο άκρο της χερσονήσου Varanger στη Νορβηγία.

Η μουσικολόγος και ερευνήτρια Άννα Παπαέτη, η οποία εστιάζει θεωρητικά & καλλιτεχνικά στη σχέση του ήχου με το τραύμα και την επανόρθωση, και η καλλιτέχνης Maia Urstad, η οποία δημιουργεί ηχητικά και πολυμεσικά έργα βασισμένα σε αρχειακό ηχητικό υλικό και παλιές τεχνολογίες στα όρια της εξαφάνισης, κλήθηκαν να συνεργαστούν και να ταξιδέψουν μαζί στις δύο τοποθεσίες την άνοιξη και το φθινόπωρο του 2021, συνοδευόμενες από το καλλιτεχνικό ντουέτο acte vide (Δανάη Στεφάνου & Γιάννης Κοτσώνης), που αποτελεί και τον ιδρυτικό πυρήνα των Ηχητικών Συναντήσεων Σύρου.

Η θεματική και ο στόχος του προγράμματος αναπτύχθηκαν από τους acte vide, στο πλαίσιο της συνεργασίας των Ηχητικών Συναντήσεων Σύρου με το Ινστιτούτο Σύρου. Η δράση εντάχθηκε στο πρόγραμμα Transmissions που συντονίζει η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση (Ελλάδα) σε συνεργασία με το Ultima Festival (Νορβηγία), με την υποστήριξη του προγράμματος EEA Grants program και του μηχανισμού στήριξης Norwegian Financial Mechanisms 2014–2021.


-Οι Ηχητικές Συναντήσεις Σύρου, πρόκειται να παρουσιάσουν από κοινού με το North Norwegian Arts Center, ένα πολυσύνθετο ερευνητικό πρόγραμμα. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για το πως προέκυψε αυτή η συνεργασία;

Απάντηση από την επιμελητική ομάδα της ανταλλαγής, Δανάη Στεφάνου & Γιάννης Κοτσώνης (Syros Sound Meetings) & Karolin Tampere (NNKS)

Πρόκειται για μια πρωτότυπη καλλιτεχνική ερευνητική ανταλλαγή (residency exchange) με αντικείμενο τον ήχο, που προέκυψε κατόπιν πρόσκλησης από τον Χρήστο Καρρά, επιμελητή μουσικού προγράμματος και εκτελεστικό διευθυντή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, σε συνεργασία με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Ultima Festival, Thorbjørn Tønder Hansen. Η θεματική και ο στόχος του προγράμματος αναπτύχθηκαν από τους acte vide (Γιάννη Κοτσώνη & Δανάη Στεφάνου), στο πλαίσιο των Ηχητικών Συναντήσεων Σύρου (Syros Sound Meetings) και του Ινστιτούτου Σύρου. Η δράση εντάχθηκε στο πρόγραμμα Transmissions που συντονίζει η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση (Ελλάδα) σε συνεργασία με το Ultima Festival (Νορβηγία), με την υποστήριξη του προγράμματος EEA Grants program και του μηχανισμού στήριξης Norwegian Financial Mechanisms 2014–2021. Ουσιαστικά η Στέγη και το Ultima πρότειναν δύο συνεργαζόμενους φορείς για συνεργασία και γνωριμία, καλώντας σε μια πρώτη επαφή τη διοργανωτική ομάδα του Syros Sound Meetings και του Κέντρου Τεχνών Βόρειας Νορβηγίας (NNKS). Από την επαφή αυτή προέκυψε μια συνεργατική επιμέλεια, με από κοινού επιλογή των προσκεκλημένων καλλιτεχνών και των τοποθεσιών έρευνας, και ομαδικό συντονισμό του περιεχομένου της καλλιτεχνικής ανταλλαγής.

-Η Γυάρος, αποτέλεσε τόπο εξορίας αντιστασιακών στην ιστορία της νεότερης Ελλάδος. Οι μνήμες που φέρει αυτός ο τόπος, επηρέασαν το αποτέλεσμα της έρευνας;

Άννα Παπαέτη | Maia Urstad: Το ταξίδι μας στην Γυάρο μας έφερε αντιμέτωπες με το τραύμα του εμφυλίου πολέμου και της δικτατορίας των συνταγματαρχών, καθώς και με τον τρόπο με τον οποίο τα ιστορικά τους ίχνη – έτσι όπως αποτυπώνονται στα κτίρια – καταρρέουν κάτι το οποίο αναπόφευκτα θα σημάνει τη διαγραφή τους από την μνήμη. Πρόκειται για στρατόπεδα κράτησης τα οποία οι ίδιοι οι κρατούμενοι αναγκάστηκαν να κτίσουν στο πλαίσιο της σκληρής καταναγκαστικής εργασίας κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Τα κτίρια αυτά έχουν αφεθεί παντελώς. Σιωπηλοί μάρτυρες της βίας, της εξορίας, του εγκλεισμού και των βασανιστηρίων, συνιστούν σημαντικά ιστορικά μνημεία της σύγχρονής μας ιστορίας τα οποία επιβάλλεται να συντηρηθούν έτσι ώστε να μην καταρρεύσουν.

Το ταξίδι στη Γυάρο υπήρξε μια έντονη εμπειρία κατά την οποία προσπαθήσαμε να αφουγκραστούμε όχι μόνο αυτό που ήταν προφανές και ορατό, αλλά και την ίδια τη σιωπή και την απουσία των χώρων αυτών. Πυρήνας της προσέγγισής μας υπήρε η διαδικασία της ακρόασης αλλά και η ευθύνη του να μαρτυρά κανείς το ιστορικό τραύμα. Μια διαδικασία η οποία ενέχει την επιτακτική ανάγκη μιας απόκρισης. Το ερώτημα του πώς αποκρίνεται κανείς και πως αναπαραστεί με καλλιτεχνικά μέσα το ιστορικό τραύμα υπήρξε κεντρικό για μας. Επιλέξαμε να επικεντρωθούμε σε ίχνη τα οποία αποτελούν, ελπίζουμε, μια αφετηρία για αναστοχασμό αναφορικά με τη βία του παρελθόντος. Τόσο η ηχητική σύνθεση (Maia Urstad) όσο και το ποίημα (Άννα Παπαέτη) το οποίο συνομιλεί αντιστικτικά με αυτήν αναστοχάζονται τον τρόπο με τον οποίο η έκθεσή μας σε τραυματικά ιστορικά γεγονότα διαμεσολαβεί και φιλτράρει την ίδια τη διαδικασία της ακρόασης. Τα έργα αυτά, με κοινό τιτλο Τα πουλιά, αποτελούν μια σειρά από κριτικούς αναστοχασμούς αναφορικά με το πλέγμα του τραύματος, της μνήμης και της ακρόασης.

-Ως μουσικολόγος και ερευνήτρια, μελετάτε την αλληλοσύνδεση του ήχου με το τραύμα. Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε με αυτή τη συσχέτιση;

Άννα Παπαέτη: Η χρήση του ήχου και της μουσικής ως μέσου βασανισμού αποτελούν ένα σχετικά άγνωστο ωστόσο αναπόσπαστο μέρος νέων, επιστημονικών μεθόδων οι οποίες αναδύονται στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου καθώς και των διεθνών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα οι οποίες υπογράφηκαν μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πρακτικές αυτές βασίζονται σε νέες αντιλήψεις περί πόνου και συνιστούν ένα άλμα στην τεχνολογία του τρόμου διεθνώς. Το γεγονός ότι δεν αποτυπώνονται εύκολα στο σώμα έχει ως αποτέλεσμα να μην θεωρούνται συχνά ως ένα είδος βασανιστηρίου παρά το γεγονός ότι έχουν περισσότερες και πιο σοβαρές (σωματικές και ψυχολογικές) επιπτώσεις μακροπρόθεσμα σύμφωνα με ειδικούς για τα βασανιστήρια και το μετατραυματικό σύνδρομο. Η περίπτωση της Ελλάδας – από τον εμφύλιο πόλεμο μέχρι τη δικτατορία – συνιστά ένα σημαντικό παράδειγμα διεθνώς για την εξέλιξη των μεθόδων αυτων καθώς και για την αναπόσπαστη χρήση της μουσικής και του ήχου ως μέσων βασανισμού. Στόχος της έρευνάς μου είναι η καταγραφή και η ανάλυση των μεθόδων αυτών καθώς και η σκιαγράφηση μιας γενεαλογίας μέσα από την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα σύγχρονες ανακριτικές πρακτικές. Η κριτική ανάλυση και η θεωρητικοποίηση των μεθόδων αυτών αποσκοπεί επίσης στη δημοσοποίηση και στην κινητοποίηση της κοινής γνώμης αλλά και των ειδικών σε θέματα βασανιστηρίων, συμβάλλοντας έτσι στην ποινικοποίηση των πρακτικών αυτών αλλά και στην επανεξέταση του ορισμού για τα βασανιστήρια.

-Το πρόγραμμα Transmissions της Στέγης, φέρνει κοντά καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες από την Ελλάδα και τη Νορβηγία. Τα αλλότροπα πολιτιστικά ερεθίσματα των επαγγελματιών, πιστεύετε πως κατέστησαν πιο ενδιαφέρουσα την εξελικτική διαδικασία της έρευνας;

Άννα Παπαέτη: Πολλοί ερευνητές της σχέσης του ήχου με το τραύμα και τη βία έχουν ανατρέξει σε καλλιτεχνικές πρακτικές οι οποίες βασίζονται στην έρευνα έτσι ώστε να μπορέσουν να κατανοήσουν και να επικοινωνήσουν το υλικό τους σε ένα ευρύτερο κοινό, αλλά και να μετουσιώσουν μια εμπειρία η οποία είναι αρκετά τραυματική και για τους ιδίους. Εξού και η στροφή που έχω κάνει τα τελευταία χρόνια σε καλλιτεχνικές πρακτικές οι οποίες βασίζονται στο λόγο και τον ήχο. Η συνάντησή μου με την Maia Urstad, μια ηχητική καλλιτέχνιδα της οποίας το έργο βρίσκεται στην τομή της ηχητικής τέχνης και των εικαστικών τεχνών, μέσα από το πρόγραμμα Transmissions της Στέγης ήταν πολύ σημαντική: ειδικά το γεγονός ότι μας δόθηκε η δυνατότητα να συνταξιδέψουμε, να συνομιλήσουμε, να ερευνήσουμε μέσα από συνεντεύξεις, ηχογραφήσεις, ξεναγήσεις και συνομιλίες με ντόπιους, ειδικούς και ακτιβιστές σε δύο διαφορετικούς τόπους δίχως την πίεση ενός παραδοτέου. Η έμφαση στη διαδικασία τόσο της έρευνας όσο και της ίδιας τη συνεργασίας δύο ανθρώπων οι οποίοι γνωρίζονται για πρώτη φορά υπήρξε ένας δημιουργικός χώρος στον οποίο καταφέραμε να επεξεργαστούμε τις έντονες αυτές εμπειρίες και τις τραυματικές ιστοριές στις οποίες είχαμε εκτεθεί τόσο στη Γύαρο/Σύρο όσο και στο Βαρντό (Β. Νορβηγία). Η διαδικασία αυτή έχει θέσει τα θεμέλια για μια μακρά συνεργασία μέσα από την οποία προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια κοινή πρόσέγγιση και πρακτική όσον αφορά τη σχέση του ιστορικούς τραύματος, της ακρόασης και του καλλιτεχνικού έργου. Μάλιστα τον ερχόμενο Σεπτέμβριο θα παρουσιάσουμε ένα νέο έργο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ούλτιμα (Όσλο), το οποίο βασίζεται στο υλικό και την εμπειρία αυτής της ανταλλαγής.

-Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τις προκλήσεις που αντιμετωπίσατε σε αυτό το ταξίδι έρευνας και γνώσης;

Maia Urstad: Το κύριο ερώτημα που δημιουργήθηκε σε εμένα και την Άννα κατά τη διάρκεια της διαμονής μας στους δύο τόπους ήταν το ακόλουθο: πώς μπορούμε να προσεγγίσουμε καλλιτεχνικά τις τραυματικές ιστορίες και το υλικό που δημιουργήθηκε από τα βιώματά μας στη Σύρο/Γυάρο, αλλά και στο Vardø»; Αυτή η ερώτηση αφορούσε εν μέρει τον τρόπο επεξεργασίας των αμέτρητων συνεντεύξεων που πήραμε από ανθρώπους τόσο στο Vardø όσο και στη Σύρο, οι οποίοι μας εμπιστεύτηκαν τις σκέψεις τους σχετικά με δύσκολες ιστορίες του παρελθόντος και του παρόντος. Είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε πολλούς ανθρώπους, που ήταν σημαντικοί για την κοινότητα με διάφορους τρόπους. Ήρθαμε επίσης σε επαφή με ίχνη τραυματικής ιστορίας και με την φύση, συλλέγοντας έτσι υλικό που περιλαμβάνει ακουστικές καταγραφές και εικόνες.

Επομένως, το ερώτημα ήταν, πώς μπορούμε να μετατρέψουμε αυτό το υλικό σε καλλιτέχνημα; Πώς μπορούμε, ως καλλιτέχνες και ερευνητές που απλώς περνούν από αυτά τα μέρη, να επικοινωνήσουμε αυτές τις ιστορίες με τρόπους που προάγουν τον προβληματισμό χωρίς να επαναπαυθούμε στον εντυπωσιασμό, ενώ παράλληλα να αποφύγουμε την παγίδα ενός επιφανειακού αποτελέσματος που προσπαθεί να αναμετρηθεί με κάτι τόσο περίπλοκο και δύσκολο;

Η συνάντησή μας με αυτές τις ιστορίες έχει βαθιές ρίζες (που εντοπίζονται τόσο στο τοπίο όσο και στους ανθρώπους), επομένως ήταν μια μακρά διαδικασία. Για παράδειγμα, στη Γυάρο η απουσία κόσμου είχε ως αποτέλεσμα έναν εντυπωσιακό και πρωτόγνωρο τοπίο. Η ομορφιά του έρχεται σε αντίθεση με την έντονη «παρουσία» των κρατουμένων ακόμη και ερήμην τους. Αυτή η σιωπή δεν έγινε απλώς αισθητή, αλλά αποτυπώθηκε και στις ηχογραφήσεις μας. Ή μήπως όχι; Αναρωτιέμαι εάν οι αναμνήσεις μας παίζουν κάποιο παιχνίδι με εμάς τους ίδιους.

Η μεγαλύτερη πρόκληση και o στόχος μας ήταν να αναπτύξουμε μια κοινή προσέγγιση προκειμένου να μοιραστούμε αυτήν την εμπειρία με άλλους ακροατές, ελπίζοντας να δημιουργήσουμε προβληματισμό σχετικά με την βία των προηγούμενων χρόνων.

-Ως καλλιτέχνιδα, δημιουργείτε projects τα οποία βασίζονται σε απαρχαιωμένες μουσικές μεθόδους. Βρίσκετε πιο ενδιαφέρουσες τις τεχνολογίες του παρελθόντος σε σχέση με τις μοντέρνες;

Maia Urstad: Ενδιαφέρομαι για τεχνολογίες που βρίσκονται στα όρια του να γίνουν απαρχαιωμένες. Καθώς η τεχνολογία αλλάζει ραγδαία, το «καθημερινό ηχητικό τοπίο» επίσης μεταμορφώνεται αργά, συχνά χωρίς να το γνωρίζουμε. Αυτό ήταν πάντα ένα σημείο ενδιαφέροντος, ιδιαίτερα το πώς οι ήχοι μπορούν να εξαφανιστούν ενώ η τεχνολογία εξελίσσεται. Θα έχουν άραγε κάποια σημασία αυτοί οι ήχοι για εμάς όταν παραγκωνιστούν; Το αναλογιζόμαστε αυτό το γεγονός, ή το αντιλαμβανόμαστε καν, όσο είναι ακόμα επίκαιροι;

Για παράδειγμα: Αναλογικό ραδιόφωνο, υπενθυμίσεις ώρας και ραδιοταξί είναι μερικοί από τους χαρακτηριστικούς ήχους του ραδιοφώνου που έχουν εξαφανιστεί από το καθημερινό μας ηχοτοπίο, με εμάς να αντιλαμβανόμαστε μετά βίας πότε ή γιατί σταμάτησαν να μεταδίδονται. Το Διαδίκτυο και, πιο πρόσφατα, η ψηφιακή εκπομπή ήχου (DAB), αλλάζουν το ραδιόφωνο όπως το ξέραμε. Ως αποτέλεσμα, εγκαταλείπουμε ασυνείδητα την ποίησή του: τα τεχνουργήματα, τις παρεμβολές, τις γεωγραφίες, την αστάθεια, τη φευγαλεότητα του ήχου…

Έχω χρησιμοποιήσει το ραδιόφωνο ως πηγή ήχου και αισθητικό μέσο σε πολλές από τις εγκαταστάσεις μου. Η δουλειά μου συχνά αμφισβητεί πώς επικοινωνούμε, τι χρησιμοποιούμε και τι απορρίπτουμε από τους ήχους που ακούμε καθημερινά. Όπως για παράδειγμα το έργο MURMUR, που παρουσιάστηκε στη Στέγη Ωνάση κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ Borderline το 2019. Αυτό το έργο εξετάζει ηχοτοπία της ιστορίας μας που οδεύουν προς την απαξίωση. Το 2017 η Norwegian Broadcasting και άλλοι ραδιοφωνικοί σταθμοί αντικατέστησαν τη ζώνη εκπομπής FM με το DAB+. Η ποικιλομορφία των υπεύθυνων των προγραμμάτων περιορίζεται σε λίγους μόνο τοπικούς σταθμούς και η FM θεωρείται ένα μέσο “φάντασμα” με παρεμβολές και κενά.

Καθώς οι νέες τεχνικές εφευρέσεις εισέρχονται στην αγορά, τα ηχητικά τοπία μας αλλάζουν δραστικά. Τυπικοί ραδιοφωνικοί ήχοι εξαφανίζονται, συχνά χωρίς να το γνωρίζουμε, καθώς νέοι έρχονται στο προσκήνιο. Στα έργα μου, καλώ τους ακροατές να διατηρήσουν μια περιέργεια για το τι μένει πίσω, για αυτό που θα ξεχνούσαμε ή θα αφήναμε να ξεφύγει από τη συνείδησή μας.

-Τι εντυπώσεις έχετε αποκομίσει από τη συνεργασία σας με την κυρία Άννα Παπαέτη;

Maia Urstad: Ήταν πράγματι μια συνάντηση διάνθησης! Η Άννα Παπαέτη και εγώ ήμασταν καλεσμένες σε αυτό το κοινό project χωρίς να έχουμε ξαναγνωριστεί, η Άννα ως ερευνήτρια με μουσικολογικό υπόβαθρο και εγώ ως καλλιτέχνιδα που ασχολούμαι με τον ήχο. Η πρόσκληση ήταν αρκετά ανοιχτή. Ενδιαφέρον παρουσίασε το γεγονός ότι είχε ένα θεματικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε από τους επιμελητές πριν παραστούμε εμείς. Παρευρεθήκαμε και οι δύο στην πρώτη μας συνάντηση με περιέργεια και ενθουσιασμό.

Ήταν, και εξακολουθεί να είναι, μια πνευματικά κερδοφόρα και μαθησιακή διαδικασία. Στη Σύρο, όπου υπήρξε η πρώτη μας διαμονή, με την Άννα μείναμε κάτω από την ίδια στέγη για μια εβδομάδα, μιλήσαμε πολύ, αναλογιστήκαμε διάφορα θέματα, κάναμε τους καθημερινούς μας «πρωινούς διαλόγους» και ταυτόχρονα ηχογραφούσαμε τις συζητήσεις μας. Σιγά σιγά αποκτήσαμε, η μία για την άλλη, ένα είδος κοινού εδάφους και κατανόησης των αντιλήψεων και των πρακτικών μας. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μια διαδικασία δημιουργικής συνεργασίας με το υλικό που συγκεντρώσαμε, το οποίο έχει εξελιχθεί σε ένα είδος αρχείου που περιλαμβάνει συνεντεύξεις, εικόνες και ήχους. Σκοπεύουμε να συνεχίσουμε αυτή τη συνεργασία, η οποία θεωρούμε πως θα έχει μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Επόμενος σταθμός μας είναι το Ultima Festival of Contemporary Music στο Όσλο (Σεπτέμβριος 2022), όπου το δίδυμο acte vide (Δανάη Στεφάνου, Γιάννης Κοτσώνης), καθώς και η Άννα Παπαέτη και εγώ θα παρουσιάσουμε έργα βασισμένα σε αυτό το residency ανταλλαγής. Είμαστε πολύ ευγνώμονες στους επιμελητές, τους παρόχους και τους διοργανωτές για αυτήν την ευκαιρία, συμπεριλαμβανομένων των  υποστηρικτικών ιδρυμάτων Syros Sound Meetings, North Norwegian Arts Center, Ultima Festival και Onassis Stegi.