Η γκαλερί ΑΔ εγκαινιάζει την ομαδική έκθεση με τίτλο «Ανορθολογικές Αφηγήσεις» την Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου στις 20:00.
Το κίνημα του Lowbrow έχει σαν αφετηρία το ευρύτερο Underground κίνημα που αναπτύχθηκε στο Los Angeles της California του τέλους της δεκαετίας του 1970. Οι μορφές του είναι συχνά σχετικές με την προγενέστερη λαϊκή κουλτούρα των κόμικς, της punk μουσικής, της ψυχεδελικής τέχνης και των βιβλίων που εικονογραφούν περιπέτειες στην ζούγκλα (Dragomirja κλπ.), την ζωγραφική σε αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες που ηρωοποιούν την κουλτούρα της οδήγησης στους μεγάλους οδικούς άξονες των Η.Π.Α. Οι εικόνες του συχνά χαρακτηρίζονται από χιούμορ άλλοτε περιπαικτικό, άλλοτε διαβολικό ή σαρκαστικό, ενώ συχνά έλκουν την καταγωγή τους από την γοητεία που ασκεί η ρετρό εικονογράφηση, και η αποτύπωση των ξύλινων λατρευτικών ξόανων της Πολυνησίας στις λαϊκές φυλλάδες. Το κίνημα είναι επίσης γνωστό σαν Ποπ σουρεαλισμός.
Μερικοί από τους πρώτους καλλιτέχνες που δημιούργησαν αυτό που έγινε γνωστό σαν lowbrow τέχνη ήταν δημιουργοί κόμικς όπως οι Robert Williams και Gary Panter. Οι καλλιτέχνες που ακολουθούν το κίνημα πολλαπλασιάζονται γρήγορα με την υποστήριξη περιοδικών όπως το Juxtapoz που εκδίδεται το 1994, στο οποίο ο Williams διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο και από τις σελίδες του οποίου διεκδικεί την πατρότητα του όρου.
Ο όρος ποπ σουρεαλισμός προτάθηκε από το The Aldrich Contemporary Art Museum το 1998 σαν τίτλος της έκθεσης που αφιερώθηκε στο κίνημα αυτό. Στην έκθεση συμπεριελήφθησαν έργα εβδομήντα καλλιτεχνών ανάμεσα στους οποίους των Gregory Crewdson, Mariko Mori, Ashley Bickerton, Art Spiegelman, Tony Oursler, και Cindy Sherman. Στο κριτικό σημείωμα που έγραψε για την έκθεση στο ArtForum ο Steven Henry Madoff αναφέρει ότι η «έξυπνη και αστεία επιμέλεια προτείνει τον γάμο ανάμεσα στο έμφορτο με όνειρα και φετίχ ερωτικό και γκροτέσκο σώμα του σουρεαλισμού και την αποθέωση από την πλευρά της ποπ τέχνης του ρηχού και διαβρωτικά φωτεινού κόσμου του βιομηχανικού πολιτισμού». Γράφει για την έκθεση ο κριτικός των The New York Times: ο σουρεαλισμός και η ποπ κουλτούρα φαίνονται αδύνατον να αναμιχθούν όπως το λάδι με το νερό. Ο σουρεαλισμός ψάχνει το υλικό του βαθειά στο απολύτως προσωπικό, στα όνειρα και το ασυνείδητο ενώ η ποπ κουλτούρα ασχολείται με το κοινά αποδεκτό και το επιφανειακό. Τα τελευταία όμως χρόνια οι δύο αυτές κατευθύνσεις έχουν έρθει κοντά σε εκθέσεις που αποδεικνύουν ότι το Υψηλό και το Χαμηλό συσχετίζονται.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Παρ’ όλα αυτά τα μουσεία, οι κριτικοί και οι mainstream γκαλερί παρέμειναν επιφυλακτικές στο να εντάξουν το lowbrow στην αποδεκτή καλλιτεχνική σκηνή αν και κάποιοι σημαντικοί συλλέκτες παρακολουθούν ενεργά την τάση αυτή. Η μελέτη του κινήματος από την ακαδημαϊκή κοινότητα παραμένει μέχρι σήμερα ισχνή. Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι οι περισσότεροι καλλιτέχνες του lowbrow δεν προέρχονται από σχολές καλών τεχνών, αλλά άρχισαν την καριέρα τους σαν εικονογράφοι, καλλιτέχνες δερματοστιξίας, γραφίστες ή σχεδιαστές κόμικς. Ένα σημαντικό τμήμα του κόσμου της τέχνης φαίνεται να συναντάει δυσκολίες με την εμμονή των καλλιτεχνών αυτών στην figuration, την ακραία αφηγηματικότητα και την λατρεία της επιδεξιότητας και της τεχνικής αρτιότητας στην εκτέλεση της φόρμας. Από την δεκαετία του ΄80 οι καλλιτέχνες δημιουργούν έργα στα οποία το crafting και η προσωπική γραφή οπισθοχωρούν σε δεύτερο επίπεδο και αναζητούν μία φόρμα που εκτείνεται στην «αντικειμενική» πραγματικότητα του κοινωνικού χώρου. Αντίθετα οι καλλιτέχνες του lowbrow αναζητούν το απολύτως προσωπικό καταδυόμενοι στις προσωπικές μυθοπλασίες.
Θα έπρεπε ίσως οι ρίζες της προσέγγισης του lowbrow στην κατασκευή της εικόνας να αναζητηθούν στα καλλιτεχνικά κινήματα των αρχών του 20ου αιώνα, ειδικά ανάμεσα στους υποστηρικτές του Ντανταϊσμού και του Regionalism στα οποία κυρίως ετέθησαν τα ερωτήματα σχετικά με την διάκριση ανάμεσα στην υψηλή και την χαμηλή τέχνη, ανάμεσα στην έντεχνη και την λαϊκή κουλτούρα. Κατά μίαν έννοια η τέχνη του lowbrow ερευνά τα θολά όρια ανάμεσα στο υψηλό και το χαμηλό, αρέσκεται να «παίζει» στις περιοχές της ώσμωσης τους.
Το lowbrow αποτελεί διευρυμένη ως προς το Kitsch έννοια. Το τελευταίο χαρακτήρισε ένα στυλ μαζικής παραγωγής τέχνης ή design με χρήση λαϊκών ή πολιτιστικών εικόνων*.
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει το μη ουσιαστικό, τα φανταχτερά έργα ή την διακόσμηση που γοήτευσαν τις λαϊκές μάζες αντλώντας επιχειρήματα από το «κοινό γούστο». Αντίθετα από το lowbrow ο διευρυμένος προσδιορισμός Kitsch απετέλεσε αντικείμενο ακαδημαϊκής μελέτης (μέχρι το 1970), κυρίως στην Γερμανία, ιδιαίτερα στην δουλειά του Walter Benjamin.
Συμμετέχοντες καλλιτέχνες: Αλέξης Ακριθάκης, Κωνσταντίνος Καταγάς, Ηλίας Καφούρος, Παναγιώτης Λουκάς, Αναστάσης Στρατάκης, Ορέστης Συμβουλίδης, Γιανούλης Χαλεπάς, Αλέξανδρος Ψυχούλης και Steven C. Harvey
* Μια πολιτιστική εικόνα είναι ένα αντικείμενο που αντιπροσωπεύει κάποιες πτυχές αξιών, κανόνων ή ιδανικών που θεωρούνται εγγενείς σε έναν πολιτισμό.