Οι μέρες στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης περνούν με ταινίες που αφήνουν εντυπώσεις και προκαλούν ισχυρούς προβληματισμούς. Και είναι πολύ ωραίο να διαπιστώνεις ότι πολλές απ’ αυτές είναι έργα Ελλήνων δημιουργών. Βέβαια αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, γιατί τουλάχιστον γι’ αυτούς που γνωρίζουν το τι συμβαίνει στον χώρο, η Ελλάδα εδώ και πολλά χρόνια παρουσιάζει ντοκιμαντερίστες με πολύ υψηλό αισθητικό και τεχνικό επίπεδο.
Στο φετινό πρόγραμμα συναντάμε ορισμένες ταινίες οι οποίες επιχειρούν να αποτυπώσουν με τόλμη κάποια πολύ καυτά ζητήματα της πραγματικότητας, ανακκινώντας συλλογισμούς. Δύο πολύ δυνατά ντοκιμαντέρ που είχαμε την χαρά να παρακολουθήσουμε ήταν «Ο πιο μακρύς δρόμος » της Μαριάννας Οικονόμου, και «Η δεύτερη ευκαιρία» του Μενέλαου Κραμαγγιώλη. Και τα δυο φίλμ έχουν γυριστεί σε χώρους φυλακής και διαπραγματεύονται με πολύ προσεγμένο κινηματογραφικό τρόπο ευαίσθητα ζητήματα της κοινωνίας μας.
Από την Ελένη Τσόκα
Ο πιο μακρύς δρόμος, της Μαριάννας Οικονόμου
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στις φυλακές ανηλίκων του Βόλου, ο Τζασήμ απο τη Συρία και ο Αλσάλεχ απο το Ιράκ περιμένουν να δικαστούν με την βαριά κατηγορία της διακίνησης παράτυπων μεταναστών. Μέσα απο τη φυλακή μιλάνε στο τηλέφωνο με τους γονείς τους, που ζούν κάτω απο τον τρόμο του πολέμου και των επιδρομών του ISIS. Όντας αθώοι, καθότι έπεσαν θύματα εξαναγκασμού των διακινητών τους, οι δύο προσπαθούν με όλες τους τις δυνάμεις να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, ενώ αναπτύσσεται μεταξύ τους μια ειλικρινή φιλία. Η κάμερα ακολουθεί και καταγράφει τους δύο νεαρούς στον δύσκολο αυτό δρόμο που έχουν να διανύσουν μέχρι να δικαστούν. Και οι δυο γνωρίζουν καλά πως αν το δικαστήριο τους κηρύξει ενόχους, η ποινή φυλάκισης τους μπορεί να φτάσει τα 25 χρόνια. Συγκινητικό αλλά καθόλου μελοδραματικό το ντοκιμαντέρ μας αποκαλύπτει μέσα απο την ιστορία του Τζασήμ και του Αλασάλεχ ποια είναι η κατάσταση για πολλούς συνανθρώπους μας που προσπαθώντας να ξεφύγουν απο τον θάνατο στη χώρα τους, πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης των διακινητών και καταλήγουν να βρίσκονται εγκλωβισμένοι στις ελληνικές φυλακές, όπου η τύχη τους θα αφεθεί στα χέρια της ελληνικής δικαιοσύνης.
Σε συζήτηση που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 16 Μαρτίου στην αίθουσα Παύλος Ζάννας με θέμα το προσφυγικό ζήτημα, η σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ Μαριάννα Οικονόμου, ανέφερε «Η αφορμή μου δόθηκε πριν δύο χρόνια, δηλαδή πριν τη μεγάλη προσφυγική κρίση, όταν έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο «Στο σχολείο ξεχνώ τη φυλακή». Πρόκειται για ένα εκπαιδευτικό εγχειρίδιο που με συγκλόνισε – αποτέλεσμα ενός εργαστηρίου αφήγησης που έκανε ένας καθηγητής στις φυλακές ανηλίκων του Βόλου – , στο οποίο ανήλικοι πρόσφυγες αφηγούνταν το ταξίδι τους στην Βόρεια Ευρώπη. Προέκυψε λοιπόν το ερώτημα πώς τα παιδιά αυτά που ξεκινούν από την Ασία καταλήγουν στη φυλακή κατηγορούμενα για κακουργηματική πράξη αντιμετωπίζοντας ποινές ως και 25 χρόνια. Αυτό ήταν το έναυσμα για να κάνω το ντοκιμαντέρ».
Και συνέχισε, «Για μένα το ντοκιμαντέρ είναι ένα βλέμμα στην πραγματικότητα, αλλά και η σχέση που δημιουργώ με τους ανθρώπους που κινηματογραφώ, σχέση που βασίζεται στη συνεργασία και την εμπιστοσύνη. Στη δεύτερη επίσκεψή μου είδα ότι με το που άνοιγαν τα κελιά, τα παιδιά έτρεχαν στο διάδρομο προσπαθώντας να μιλήσουν στο τηλέφωνο με τους γονείς τους. Τους ζήτησα να τους κινηματογραφήσω σε αυτές τις συνομιλίες κι αυτό για μένα ήταν η πιο σημαντική στιγμή: να μιλάνε τα παιδιά με τους εγκλωβισμένους λόγω πολέμου ανθρώπους στην πατρίδα τους».
Η δεύτερη ευκαιρία, του Μενέλαου Καραμαγγιώλη
«Βγαίνεις στο προαύλιο. Στο ένα παγκάκι κάποιοι κρατούμενοι συζητάνε για το πώς θα παρανομσουν , όταν θα βγούνε, χωρίς να τους πιάσουν. Στο άλλο μιλάνε για πρέζα, στο παρ’άλλο μιλάνε για καλάσνικοφ και ξαφνικά διακρίνεις εκεί πέρα πίσω έναν τεράστιο Λιθουανό μαζί με κανα-δυό παραπλήσιους τύπους να παίζουνε σκάκι», αφηγείται ένας κρατούμενος, δάσκαλος μουσικής στις φυλακές ανηλίκων της Αυλώνα. Ένας έφηβος βρίσκεται κρατούμενος στις φυλακές ανηλίκων μιας άγνωστης χώρας που δεν έχει ξαναδεί, ούτε μιλάει τη γλώσσα της. Ή θα μείνει στο κελί του παραιτημένος ή θα βρεί τρόπο να επαναπροσδιορίσει την ζωή του. Ο Ρόκας, θα επιλέξει το δεύτερο. Στο σχολείο της φυλακής θα προσπαθήσει να μάθει ελληνικά, θα ανακαλύψει τα κρυμμένα ταλέντα του, θα πάρει μέρος στον διαγωνισμό της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας, όπου θα κερδίσει το πρώτο βραβείο, και τελικά θα δώσει πανελλαδικές εξετάσεις για να περάει τελικά στο Πολυτεχνείο.
Ο Μενέλαος Κραμαγγιώλης, στο πλαίσιο της σειράς ντοκιμαντέρ για την ΕΡΤ «Συναντήσεις με Αξιοσημείωτους Ανθρώπους», γυρίζει ένα ντοκιμαντέρ που έρχεται να ανατρέψει τις παγιωμένες αντιλήψεις που θέλουν τους ανήλικους παραβάτες να είναι άτομα προβληματικά, που το μόνο που γνωρίσουν να κάνουν είναι να δημιουργούν προβλήματα στην κοινωνία. Στο φίλμ, ο Ρόκας, είναι ένα παιδί απο μια προβληματική οικογένεια της Λιθουανίας, κακός μαθητής, που του έδωσαν στη χώρα του μια βαλίτσα με ναρκωτικά και 10.000 δολάρια για να την φέρει στην Ελλάδα. Σχετικά με την πράξη του αυτή ο ίδιος ο Ρόκας παραδέχεται ότι «ήταν ένα όχι που θα έπρεπε να πω και δεν είπα». Αναγνωρίζει ότι δεν έλαβε αδίκως την τιμωρία της φυλάκισης, και προσπαθεί να αξιοποιήσει προς όφελος του τον χρόνο που περνάει μέσα στην φυλακή.
Στην συνέντευξη τύπου, ο σκηνοθέτης μίλησε για το πως βρέθηκε να κινηματογραφεί μέσα στις φυλακές ανηλίκων: «Βρέθηκα εκεί ως εθελοντής, όταν μου ζήτησαν τα συνεργαστώ κάποιοι άνθρωποι από το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Ήθελαν να βοηθήσουν τα παιδιά στις φυλακές ανηλίκων να γνωρίσουν τη σύγχρονη τέχνη και μέσω αυτής να διαχειριστούν τα προβλήματά τους. Στην αρχή γέλασα, μετά όμως μου κίνησαν την περιέργεια και έτσι βρέθηκα σε μια φυλακή, όπου μάλιστα μου είχε αρνηθεί να κάνω γυρίσματα στο J.A.C.E.. Εκεί συνάντησα τον Ρόκας, έναν τεράστιο Λιθουανό, που τον είχα ξανασυναντήσει σε ένα παλιότερο ντοκιμαντέρ που είχα κάνει για τα μαθηματικά πριν από τρία χρόνια. Τότε είχε κερδίσει ένα βραβείο από τη Μαθηματική Εταιρεία». Στη συνέχεια ο σκηνθέτης ανέφερε ότι η συγκεκριμένη φυλακή είναι η πρώτη που απέκτησε σχολείο και οτι αυτό ξεκίνησε εθελοντικά από έναν ιδιοκτήτη φροντιστηρίου, ο οποίος έπεισε σταδιακά το Υπουργείο, με αποτέλεσμα τώρα η φυλακή να έχει δημοτικό και γυμνάσιο με περίπου 200 μαθητές. Σε ερώτηση για το ποιός είανι ο μεγαλύτερος φόβος του Ρόκας, ο σκηνοθέτης απάντησε: «Ο μεγαλύτερος φόβος του Ρόκας και όλων των παιδιών στις φυλακές ανηλίκων είανι ότι θα ξαναγυρίσουν στη φυλακή».
«Η δεύτερη ευκαιρία» είναι ένα πολύ δυνατό ντοκιμαντέρ που εκπέμπει μηνύματα sos σε ολόκληρη την κοινωνία. Ο Ρόκας είναι ένα πολύ φωτεινό παράδειγμα αλλά δεν είναι η εξαίρεση. Είναι υποχρέωση της κοινωνίας να βοηθήσει αυτά τα παιδιά, που στερήθηκαν οικογένειας, εκπαίδευσης και μιας ομαλής κοινωνικοποίησης. Είναι υποχρέωση της να τους δώσει τα εργαλεία για να αναπτυχθούν και να εξελιχθούν. Το σχολείο των φυλακών της Αυλώνα είναι ένα πρότυπο σχολείο που κάνει αυτή τη δουλειά.
Με ευαίσθητη ματιά και λεπτή αλλά διεισδυτική καταγραφή ο Μενέλαος Κραμαγγιώλης φτιάχνει μια ταινία για την δευτερη ευκαιρία που όλοι οι άνθρωποι δικαιούμαστε.