Τα Ανθρώπινα Τοπία, το σημαντικότερο έργο του Ναζίμ Χικμέτ, παρουσιάζουν μια πρωτοτυπία στα όρια του παραδόξου. Aντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει συνήθως, πρώτα δημοσιεύθηκαν οι μεταφράσεις τους, γνώρισαν παγκόσμια επιτυχία και πολύ αργότερα, όταν o ποιητής είχε πια πεθάνει, τα Ανθρώπινα τοπία είδαν το φως στη γλώσσα που γράφτηκαν. Έτσι, ο Ναζίμ Χικμέτ δεν είδε ποτέ τα Ανθρώπινα Τοπία δημοσιευμένα στην πατρίδα του. Στην Αυτοβιογραφία του διακρίνεται η βαθιά αλλά συγκρατημένη του πικρία:
«Τα βιβλία μου έχουν βγει σε τριάντα ή σαράντα γλώσσες,
Μα είμαι απαγορευμένος στην Τουρκία, στη γλώσσα μου.»
Από τις εκδόσεις Ατέχνως κυκλοφορούν ακόμη: «Ο Χικμέτ στην Ελλάδα» (του Ηρακλή Κακαβάνη), «ΠΟΙΗΜΑΤΑ εκλογή από το έργο του).
Το περιεχόμενο:
«Αυτή τη χρονιά, το 1941
δε θα μιλήσουμε για μας,
δεν έχω ακόμη το κουράγιο …
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Και βέβαια τα μαλλιά σου είναι κόκκινα
και τα μάτια σου
άλλοτε πράσινα
και άλλοτε στο χρώμα του μελιού.
Και τα χέρια σου, το μαθαίνεις τώρα,
είναι υπέροχα.
Αγαπημένη μου,
έχουμε όμως αποφασίσει
να μη μιλήσουμε για μας αυτή τη χρονιά το 1941.
Υπάρχουν οι άνθρωποι,
η χώρα μας,
η πείνα και ο θάνατος,
ο χωρισμός,
η ελπίδα και η νίκη
και ανάμεσά τους και μαζί με τη χώρα μας,
δεμένοι μ αυτούς,
εμείς οι δυο τη στιγμή αυτή
με το χωρισμό μας
και την αγάπη μας»
Μέσα στους λίγους αυτούς στίχους βρίσκεται συμπυκνωμένο όλο το περιεχόμενο του μεγάλου αυτού επικού ποιήματος: η αγάπη στη χώρα του, στους ανθρώπους της, η πείνα και ο θάνατος που προκαλεί ο πόλεμος, ο αγώνας και η ελπίδα για τη νίκη, όλα αλληλένδετα με τα προσωπικά τους συναισθήματα, τον έρωτα και τον απαρηγόρητο χωρισμό τους.
Αυτό το μεγάλο – σε μέγεθος και κυρίως σε ποιότητα – έπος αποτελείται από τα ακόλουθα τέσσερα μέρη:
1 Εγκυκλοπαίδεια Ανθρώπων Επιφανών.
2 Ο Σελίμ, ο γιος του Σαμπάν
Και το βιβλίο του.
3 Η Εποποιΐα του Πολέμου της Ανεξαρτησίας.
4 Εκείνη τη χρονιά το 1941.
Τα δύο πρώτα μέρη παρουσιάζονται για πρώτη φορά από την παρούσα έκδοση, στον πρώτο τόμο μαζί με την Εποποιία του Πολέμου της Ανεξαρτησίας. Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει το τέταρτο, τελευταίο και ουσιαστικότερο μέρος των Ανθρώπινων Τοπίων. Ενδεχομένως ο ποιητής με τον τίτλο Ανθρώπινα Τοπία εννοούσε αυτήν ακριβώς την ενότητα. Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγεί ένας από τους αλληλοδιαδεχόμενους τίτλους- ο ποιητής τους άλλαζε συνεχώς,-Ανθρώπινα τοπία της Τουρκίας, το 1941.
Και μόνο από τη χρονολογία 1941 , που ο ποιητής θεωρεί ιστορική καμπή, διαισθάνεται ο αναγνώστης ότι ο Χικμέτ θα ξεφύγει από τα σύνορα της χώρας του και δεν θα ασχοληθεί μόνο με τα προβλήματα που την απασχολούν. Κλεισμένος στους τοίχους του κελιού του θλίβεται και αισθάνεται ανήμπορος να πολεμήσει τη ναζιστική θύελλα που συγκλονίζει την οικουμένη.
Όταν το βιβλίο τελειώσει , εξομολογείται ο ποιητής σε επιστολή του, θα επιθυμούσε εκείνο που θα μείνει τελικά, να είναι μια σύνοψη σε ποιητική μορφή, της κατάστασης των μαζών, των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων μιας καθορισμένης χώρας, το 1941, σε καθορισμένες ιστορικές συνθήκες. Όχι βέβαια σε ακινησία μούμιας , αλλά σε εξελικτική διαλεκτική πορεία.
Πολλά θα είχε να προσφέρει στη μελέτη της ποίησης του Ναζίμ Χικμέτ να γίνει γνωστή και η ακόλουθη επιθυμία του: «Θέλω να είμαι κατανοητός και να διαβαστώ απ’ όσο δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, από τα πιο διαφορετικά μορφωτικά επίπεδα, σε όλες τις διαφορετικές ψυχικές διαθέσεις από τις μελλοντικές γενιές. Θέλω να μεταφράζομαι από τους πιο διαφορετικούς λαούς. Πιστεύω ότι τότε η μορφή είναι τέλεια, όταν δίνει τη δυνατότητα να δημιουργηθεί η πιο σταθερή και άνετη γέφυρα ανάμεσα σε μένα τον ποιητή και τον αναγνώστη. Δεν μισώ μόνο τα κελιά της φυλακής αλλά και εκείνα της τέχνης, όπου είμαστε λίγοι ή μένουμε μόνοι.»
Στην επιθυμία αυτή του ποιητή προσπαθούμε να ανταποκριθούμε με το πόνημα αυτό.
Βιογραφικό Ναζίμ Χικμέτ:
Ο Ναζίμ Χικμέτ, αριστοκρατικής καταγωγής, γεννήθηκε το 1902 στη Θεσσαλονίκη. Γρήγορα η οικογένειά του μετακόμισε στο Καντικιόι της Κωνσταντινούπολης.
Το 1917 μπαίνει στη σχολή αξιωματικών του ναυτικού και φοιτά ως δόκιμος. Μια επίμονη πλευρίτιδα του στερεί τη δυνατότητα να υπηρετήσει τη θητεία του ως αξιωματικός. Το 1921 ο Χικμέτ αποφασίζει να ενταχθεί στον «Πόλεμο Ανεξαρτησίας» του Κεμάλ, στην Ανατολή. Στο δρόμο συναντιέται με Τούρκους Σπαρτακιστές φοιτητές, που είχαν απελαθεί από τη Γερμανία. Απ’ αυτούς μαθαίνει για τους Μαρξ, Ενγκελς κι έρχεται σε επαφή με την κομμουνιστική ιδεολογία.
Το 1922 γίνεται μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων – ΠΚΚ (μπ) και του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας. Σπουδάζει στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργατών της Ανατολής (ΚΟΥΤΒ). Γνωρίζεται με τον Μαγιακόφσκι, με φουτουριστές και κονστρουκτιβιστές καλλιτέχνες.
Επιστρέφει στην Τουρκία και το 1925 συνεργάζεται με τα πολιτικά περιοδικά «Διαφώτιση» και «Σφυροδρέπανο», προσκείμενα στο ΤΚΚ. Κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος, καταργείται η ελευθερία του Τύπου και διώκονται οι κομμουνιστές. Ο Ναζίμ διαφεύγει στη Σμύρνη. Αποστολή του η οργάνωση παράνομου κομματικού τυπογραφείου. Καταδικάζεται, ερήμην, σε 15 χρόνια φυλακή. Μεταμφιεσμένος και χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα δραπετεύει στην ΕΣΣΔ, όπου συνθέτει ποιήματα και πάνω από 30 θεατρικά, που όμως δε διασώζονται.
Το 1928 καταδικάζεται, ερήμην, σε 3 μήνες φυλακή. Τον Ιούλη, επιστρέφοντας παράνομα στην Τουρκία, συλλαμβάνεται στα σύνορα και φυλακίζεται στην Αγκυρα απ’ όπου αποφυλακίζεται μετά από 7μηνη κράτηση.
Το 1929 κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή σε λατινικό αλφάβητο «835 στίχοι». Στο μακροσκελές του ποίημα «Η Τζοκόντα και ο Σι-Για-Ου» καλεί την Τέχνη να συμμετέχει στον επαναστατικό αγώνα. Το 1930 κυκλοφορεί δίσκος με τον ποιητή να διαβάζει ποιήματά του.
Για την ποιητική του συλλογή «Η πόλη που έχασε τη φωνή της», εμπνευσμένη από απεργία στα μέσα μεταφοράς, συλλαμβάνεται, αφήνεται όμως ελεύθερος λόγω πίεσης του μεγάλου λαϊκού ακροατηρίου της δίκης. Το 1933 συλλαμβάνεται ξανά και απαγορεύεται η κυκλοφορία ποιητικής του συλλογής. Υπόδικος μεταφέρεται από την Κωνσταντινούπολη στις φυλακές της Προύσας, όπου ξεκινά τη συγγραφή του εξαιρετικού «Το έπος του Σεΐχη Μπεντρεντίν».
Τον Γενάρη 1934 καταδικάζεται σε 5 χρόνια φυλάκιση, τον Αύγουστο αποφυλακίζεται με γενική αμνηστία. Το 1935 δημοσιεύει το αφηγηματικό του ποίημα «Γράμματα στην Ταράντα – Μπαμπού», για την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας στην Αιθιοπία. Το 1936 στην μπροσούρα «Γερμανικός φασισμός και ρατσισμός» καταγγέλλει τη στενή σχέση φασισμού, καπιταλιστικών συμφερόντων και πολέμου. Στο «Επος του Σεΐχη Μπεντρεντίν» ο Χικμέτ ιστορικοποιεί την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Στις 17 Γενάρη του 1938 συλλαμβάνεται ξανά στη βάση σκευωρίας και περνά Στρατοδικείο, κατηγορούμενος για υποκίνηση των δοκίμων σε ανταρσία. Καταδικάζεται σε 15 χρόνια φυλακή. Το 1939 καταδικάζεται σε ακόμα 20 χρόνια φυλακή. Το 1940 οδηγείται στις φυλακές της Προύσας.
Το 1941 ξεκινά τη συγγραφή του μνημειώδους έπους «Ανθρώπινα τοπία». Συνεχίζει τις μεταφράσεις, γράφει κινηματογραφικά σενάρια, φτιάχνει ξυλόγλυπτα και ζωγραφίζει πίνακες για βιοπορισμό. Υποφέρει από παθήσεις και αϋπνίες.
Το 1945 ξεκινά τη συγγραφή μιας σειράς ποιημάτων με τη μορφή επιστολών προς τη γυναίκα του, που ξεπερνούν τα όρια της προσωπικής σχέσης τους, με τον τίτλο «Ποιήματα των 9 και 10 μ.μ.». Συνεχίζει με τα «Ανθρώπινα τοπία», και παράλληλα με τα «Ρουμπαγιάτ» με παραδοσιακή μορφή περσικών τετράστιχων, αλλά με σύγχρονο διαλεκτικό – υλιστικό, κοινωνικό και επαναστατικό περιεχόμενο.
Το 1948 τα προβλήματα υγείας του επιδεινώνονται. Ξεσπά κύμα διεθνιστικής αλληλεγγύης για την απελευθέρωσή του. Το 1950, μετά από επαναλαμβανόμενες απεργίες πείνας, κατακτά την αποφυλάκισή του.
Το Νοέμβρη του ’50 τού απονέμεται στη Βαρσοβία το Παγκόσμιο Βραβείο Ειρήνης μαζί με τους Πικάσο, Ρόμπσον, Γουάντα Τζακουμπόσκα και Νερούντα. Στον ίδιο απαγορεύεται να παραβρεθεί στην τελετή.
Το 1951 ο Ναζίμ καλείται στην Άγκυρα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία με στόχο να χαθεί κάπου στα βάθη της Ανατολής. Εγκαταλείπει την Τουρκία. Στα διεθνή ύδατα επιβιβάζεται σε ρουμάνικο πλοίο. Το τουρκικό Κοινοβούλιο τον ανακηρύσσει προδότη και του αφαιρεί την τουρκική υπηκοότητα. Μέσω Βουκουρεστίου φθάνει στη Μόσχα. Τον υποδέχεται με τιμές η Ένωση Συγγραφέων.
Στη Μόσχα δημοσιεύει έργα του, ανεβάζει θεατρικά και αρθρογραφεί στον Τύπο. Συμμετέχει στο Φεστιβάλ Νεολαίας στο Βερολίνο και στο Συνέδριο για την Ειρήνη στη Βιέννη.
Τον επόμενο χρόνο, στο Πεκίνο παθαίνει την πρώτη καρδιακή προσβολή που ακολουθείται από δεύτερη στο Βερολίνο, σε πορεία ενάντια στον πόλεμο της Κορέας.
Το 1953 συμμετέχει στο δεύτερο Παγκόσμιο Συνέδριο Ειρήνης. Συναντάται με τους Αραγκόν, Σαρτρ, Ριβέρα, Νερούντα.
Το 1954 τον βρίσκει να γράφει σειρά ποιημάτων με έντονη νοσταλγία για τα αγαπημένα πρόσωπα και τον τόπο του, αλλά και ποιήματα εμπνευσμένα από τα ιδανικά του σοσιαλισμού και της αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας ταξιδεύει και στηρίζει τους λαούς που υποφέρουν, που αγωνίζονται. Μόνο οι ΗΠΑ τού αρνούνται τη βίζα.
Γνωρίζεται με τον Γιάννη Ρίτσο. Το 1956 γράφει το θεατρικό «Υπήρξε ή όχι ο Ιβάν Ιβάνοβιτς;» Το 1958 συμμετέχει στο συνέδριο των Ανατολικών Συγγραφέων στην Τασκένδη.
Το 1961 ταξιδεύει στην Κούβα της Επανάστασης και συνθέτει το «Ρεπορτάζ στην Αβάνα» και την «Αυτοβιογραφία».
Το 1962 ανακηρύσσεται Σοβιετικός πολίτης. Ξεκινά το μοναδικό του μυθιστόρημα με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία «Η ζωή είναι ωραία, αδελφέ μου», που στην ΕΣΣΔ εκδόθηκε ως «Οι Ρομαντικοί».
Το 1963 συμμετέχει στο Συνέδριο Ασιατών και Αφρικανών συγγραφέων στην Τανζανία, γράφει το ποίημα «Ρεπορτάζ από την Τανγκανίκα» και ολοκληρώνει το μυθιστόρημα «Οι Ρομαντικοί».
Πεθαίνει από καρδιακή προσβολή στις 3 Ιούνη 1963, στη Μόσχα.