Σε ένα Βερολίνο που φλέγεται από τον εσωτερικό του πυρετό λόγω της ανασφάλειας που επικρατεί στα κοινωνικά στρώματα και που μυρίζει πόλεμο και αγωνία, στήνει ο Ίσεργουντ το σκηνικό του εισχωρώντας στις ζωές διαφόρων ανθρώπων ποικίλων τάξεων και καταβολών.
Αυτοί οι άνθρωποι ακροβατούν ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, την δέσμευση και την αδιαφορία, την θέληση και την εγκατάλειψη του εγώ τους, δέσμιοι ή απελευθερωμένοι από τις καθημερινές τους διεργασίες. Ο ίδιος ο συγγραφέας συμμετέχει ως αφηγητής και όχι αμιγώς ως πρωταγωνιστής παρόλο που το όνομά του κυκλοφορεί και εκούσια αφήνει να πλανάται η ιδέα πως γίνεται αυτοαναφορικός. Καταγράφει σαν φωτορεπόρτερ και ως παρατηρητής τις κινήσεις των ηρώων του και έτσι με αποστασιοποιημένη ματιά καταφέρνει να εισβάλει στον κόσμο τους, τον πολύ ιδιαίτερο για να δώσει ως πληροφοριοδότης το στίγμα και τον παλμό της εποχής. Μίας εποχής εξαιρετικά αμφίρροπης και επισφαλούς ως προς τις συνθήκες διαβίωσης και κυρίως ως προς την διατάραξη των κοινωνικών ισορροπιών που πηγάζει από την ανισότητα μεταξύ των μελών της βερολινέζικης κοινωνίας και από την έλευση ενός προαναγγελθέντος πολιτικού τέλματος.
Αυτό που διαφαίνεται μέσα από την επαφή και την επικοινωνία του Βρετανού Κρίστοφερ και αφηγητή – ενδεχομένως και του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος έζησε εκ του σύνεγγυς το Βερολίνο αυτών των ταραγμένων και περίεργων χρόνων – είναι άνθρωποι κλεισμένοι ή καλύτερα κλειδαμπαρωμένοι στο κελί της ευδαιμονίας και φυλακισμένοι μέσα σε μία πλασματική ευτυχία που οι ίδιοι έχτισαν σε νεφελώδεις βάσεις, πληγωμένοι από την ήττα που υπέστησαν στον Μεγάλο πόλεμο. Κλυδωνίζονται από ένα άρωμα θλίψης που πλησιάζει επικίνδυνα, κάτι σαν τον επισκέπτη του Ντύρενματ, την γηραιά του κυρία που φτάνει στην πόλη για να μοιράσει χαρά αλλά αντ’αυτού εξασφαλίζει για τους κατοίκους της πόνο και απροσδόκητη απελπισία. Οι ήρωες του Ίσεργουντ μοιάζει να ζουν το όνειρο της αιώνιας και διαρκούς ευμάρειας και παραδόξως αισθάνονται πως πλέουν στο καράβι ενός αισιόδοξου παρόντος ενώ ενδόμυχα και ψυχολογικά καταρρακωμένοι αδυνατούν να ξεφύγουν από την σκιά που καλύπτει τις ζωές τους. Εγκυμονεί εν ολίγοις στην συμπεριφορά τους μία υποδόρια ανησυχία για το αύριο που έρχεται και είναι άκρως απειλητικό.
Ο Ίσεργουντ, με εκπληκτικό και άμεσο τρόπο και χωρίς να διατυμπανίζει τις γνώσεις του, ραντίζει με ιστορικές αναφορές και ενημερώνει τον αναγνώστη για την έλευση του ναζιστικού κινδύνου, ενός κινδύνου που θα μετατραπεί ούτε λίγο ούτε πολύ σε ανοιχτή πληγή με την δίωξη και τελικά τον αφανισμό σχεδόν όλου του εβραϊκού στοιχείου με διαδικασίες απολυταρχικές και συνοπτικές. Μία συγκυρία τρομακτικά απάνθρωπη και σκληρή που φωνάζει αντίο στο Βερολίνο, έτσι όπως αυτό ήταν και το γνωρίζαμε την δεκαετία του 1920. Ένα Βερολίνο που θα διχαστεί, θα “διχοτομηθεί” στα δύο πρόωρα και θα σημάνει έναν εσωτερικό εμφύλιο στις συνειδήσεις των κατοίκων της. Ποιον δρόμο τελικά θα κληθούν να διαλέξουν οι Βερολινέζοι, σε ποια πολιτική όχθη θα πλεύσουν και πως θα αντιμετωπίσουν τις εφιαλτικές πολιτικές ζυμώσεις και την κοινωνική κατακραυγή των ειδεχθών εγκλημάτων του χιτλερικού τέρατος που θα σκορπίσει την αρμονία του κοινωνικού ιστού στους πέντε ανέμους;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι ιστορίες των ανθρώπων του είναι ματιές μέσα στην καθημερινή τους πάλη και πραγματικότητα. Αναδεικνύει ο συγγραφέας την αδυναμία των προσωπικών τους στιγμών, τους έρωτές τους, τις όποιες αναστολές τους, τις εκφράσεις τους και τις υπερβολές τους που θα γίνουν αμαρτίες τους. Ο ίδιος εντός εκτός και επί τα αυτά και με τον φακό ενός κατασκόπου με διεισδυτική διάθεση, φωτογραφίζει τους πρωταγωνιστές του όταν νιώθουν, τρομοκρατούνται, απελπίζονται, εγκαταλείπουν, υποχωρούν, αναρωτιούνται. Κάθε κεφάλαιο περιγράφει και μία διαφορετική πάστα ανθρώπων, άλλοτε αλλόκοτοι, εκκεντρικοί και άλλοτε απλά θύματα των παθών τους, των ανατροπών που συμβαίνουν μέσα τους. Το φάντασμα της ανεργίας εν τω μεταξύ επιταχύνει με ρυθμούς τέτοιους που σκορπάει ανεξέλεγκτα φόβο και μιζέρια στους ανθρώπους σαν το ουράνιο τόξο που κάλυπτε την πόλη της γιορτής και τώρα έχει απολέσει τα φωτεινά του χρώματα και έχει δώσει την θέση του στο γκρίζο.
Με προσέγγιση που παραπέμπει στον ψυχαναλυτή Τσέχοφ, ο συγγραφέας τόσο στο σώμα αυτό καθαυτό της αφήγησης όσο και στα ημερολόγιά με τα οποία ντύνει την αρχή και το τέλος του βιβλίου, παρουσιάζει την μελαγχολία που τον διακατέχει για τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της πόλης που χάνεται και για την μαγεία του ένδοξου παρελθόντος που σβήνει. Και με άρωμα νοσταλγίας μένει με την πικρία και την απορία αν τα όνειρα που ρίχτηκαν στον Καιάδα μέσα σε τόσο σε λίγο χρόνο θα ξαναφωτίσουν τις ζωές των ανθρώπων διώχνοντας μακριά την απογοήτευσή τους.
“Μερικές φορές είσαι απρόθυμος να παραδεχτείς ορισμένα πράγματα στον εαυτό σου, επειδή είναι δυσάρεστα για την αυτοεκτίμησή σου…”
Το βιβλίο του Κρίστοφερ Ίσεργουντ, Αντίο Βερολίνο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.