Το εμβληματικό έργο του σπουδαίου γαλλο-ρουμάνου συγγραφέα Ευγένιου Ιονέσκο, «Καρέκλες», παρουσιάζεται στο θέατρο Ροές μέσα από
τη φρέσκια και ανατρεπτική ματιά του νέου και ταλαντούχου σκηνοθέτη Ευριπίδη Λασκαρίδη. Τους δύο σπουδαίους ρόλους ερμηνεύουν δύο έξοχοι κι έμπειροι πρωταγωνιστές, η Όλια Λαζαρίδου και ο Αντώνης Καφετζόπουλος που για πρώτη φορά μετά από πολλές συνεργασίες στον κινηματογράφο βρίσκονται μαζί συμπρωταγωνιστές στη σκηνή. Το Culturenow.gr είχε τη χαρά να θέσει τις ερωτήσεις του στον Αντώνη Καφετζόπουλο και να λάβει – όπως πάντα συμβαίνει με τους ενδιαφέροντες ανθρώπους – ενδιαφέρουσες απαντήσεις. Και φυσικά, οι ερωτήσεις δεν θα μπορούσαν να περιοριστούν αυστηρά στο έργο και την παράσταση αλλά να αφορούν γενικότερα τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, καθώς η άποψη του κ. Καφετζόπουλου έχει πάντα – και όχι μόνο τα τελευταία χρόνια της κρίσης – θέση, ουσία και λόγο έκφρασης.
Συνέντευξη: Μαριάννα Παπάκη
Culturenow.gr: Αυτή την εποχή έχουμε την ευκαιρία να σας δούμε στην παράσταση του έργου του Ιονέσκο, «Καρέκλες» στο θέατρο Ροές σε σκηνοθεσία Ευριπίδη Λασκαρίδη. Πείτε μας αρχικά λίγα λόγια για την 1η θεατρική σας συνεργασία με την Όλια Λαζαρίδου με την οποία η φιλία σας πάει αρκετά χρόνια πίσω… Πώς αλήθεια γνωριστήκατε και πώς «λειτουργεί» αυτή η σχέση επί σκηνής;
Αντώνης Καφετζόπουλος: Η Όλια φορούσε τη μπλε ποδιά της τρίτης λυκείου όταν τη γνώρισα κι εγώ μόλις είχα κάνει τη δεύτερη επανάσταση της ζωής μου, παράτησα – με κάπως πομπώδη τρόπο – το Πανεπιστήμιο. Αργότερα, αφού τελείωσε διάφορες δικές της σπουδές κι ενώ εγώ δούλευα πια σαν ηχολήπτης, πήρε την πρωτοβουλία, σχεδόν με σπρωξιές, να με πάει στο Μάουρο Μπολονίνι, ο οποίος και μου έδωσε την πρώτη επαγγελματική μου δουλεία στο θέατρο. Και μάλιστα κοντά στην Έλλη Λαμπέτη. Είχα μεν τελειώσει τη δραματική σχολή στο μεταξύ αλλά δεν είχα καμία διάθεση να είμαι ηθοποιός. Καταλαβαίνει λοιπόν, κάποιος, ότι η συμμετοχή της Όλιας στο δρόμο που πήρε η ζωή μου είναι παραπάνω από περιστασιακή. Θα ήταν άδικο να μη θυμάμαι ότι γι’ αυτό που ακολούθησε, δηλαδή τις ταινίες, η κινητήρια δύναμη ήταν η Κατερίνα Γώγου.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Cul.N.: Τα χρόνια που αρχίζατε την πορεία σας στο θέατρο, που δουλεύατε στο δισκάδικο και που σας έγινε η πρόταση να παίξετε στην παράσταση στην οποία πρωταγωνιστούσε η Έλλη Λαμπέτη, πώς θα τα χαρακτηρίζατε; Υπάρχουν ομοιότητες με τη σημερινή εποχή; Η ζωή κύκλους κάνει;
Α.Κ.: Η ζωή, κάνει, κάτι σαν σπείρες. Ποτέ δεν επανέρχεται στα ίδια. Καμιά φορά συνθήκες και καταστάσεις που παρουσιάζουν κάποια αναλογία, μας δίνουν την εντύπωση του κύκλου. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα κοινό ανάμεσα στο 2012 και το 1975 ή ακόμα το 1968. Είμαι ευγνώμων για οτιδήποτε έζησα και ιδιαίτερα για την εποχή που έτυχε να με διαμορφώσει. Η ιδέα που πλανιόταν στον αέρα, ήταν περίπου, ότι μπορούμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, ότι είμαστε κάτι παραπάνω από μοναχικές καρδιές. Υπήρχε μια επερχόμενη καταιγίδα στον ορίζοντα, μύριζε ευχάριστα αυτό που δεν είχε ακόμα φτάσει. Σήμερα δεν βλέπω τίποτα ανάλογο.
Cul.N.: Οι «Καρέκλες» και ο Ιονέσκο με ποιό τρόπο μπορούν κατά τη γνώμη σας να εκφράσουν τις ανάγκες της εποχής μας; Το παράλογο μπορεί να μας εκφράσει σήμερα καλύτερα ίσως από τη λογική;
Α.Κ.: Το έργο είναι προϊόν της εποχής του. Δεν μπορεί από μόνο του να κάνει κάτι καλύτερο απ’ αυτό. Έχει μεγάλη σημασία επομένως ο τρόπος ή και η πρόθεση με την οποία ασχολούμαστε μαζί του. Προσωπικά δε μ αρέσει ιδιαίτερα η επιγραφή “παράλογο”. Είναι δυνατόν να λειτουργήσει παραπλανητικά, τόσο για τους συντελεστές όσο και για το κοινό. Ο Ιονέσκο προτιμούσε, νομίζω, τον όρο “θέατρο της γελοιότητας”. Δεν υπάρχει τίποτα το παράλογο στη θεατρική πράξη. Η κεντρική ιδέα του Ιονέσκο για τη μηδαμινότητα και το τραγικά κωμικό της ανθρώπινης ύπαρξης είναι πάντα ενδιαφέρουσα και επίκαιρη.
Cul.N.: Το κέντρο βάρους της παράστασης ποιό θα λέγατε πως είναι; Με ποιές λέξεις θα την περιγράφατε;
Α.Κ.: Από την πλευρά του ηθοποιού πάντα το στοίχημα έγκειται στη δημιουργία ενός πειστικού χαρακτήρα. Ιδιαίτερα κρίσιμο είναι αυτό, όταν το έργο επιχειρεί να πειραματιστεί με την ιδέα ότι τα αρχέτυπα και οι γενικεύσεις είναι πιο σημαντικές από τα πρόσωπα.
Πάντα έχω στο μυαλό μου, όταν δουλεύω (μεταξύ άλλων εξίσου σημαντικών), αν θα τολμούσα να καλέσω τον συγγραφέα να δει το τελικό αποτέλεσμα. Με δυο λόγια, φέτος, θα ήμουν ευτυχής και υπερήφανος αν ο Ιονέσκο μπορούσε να μας κάνει την τιμή.
Cul.N.: Όταν δεν σκηνοθετείτε, αφήνεστε στη ματιά του σκηνοθέτη; Περιμένετε να σας πείσει ή θέλετε να έχετε έναν λόγο στη διαμόρφωση της παράστασης; Στη συγκεκριμένη περίπτωση πώς ήταν η συνεργασία με τον Ευριπίδη Λασκαρίδη;
Α.Κ.: Ναι απολύτως, αρκεί να πεισθώ ότι αξίζει τον κόπο. Σε καμία περίπτωση όμως, δεν αφήνω το μυαλό μου να αρμενίζει αμέριμνο κάπου αλλού, συμμετέχω με όλους τους τρόπους και κυρίως, σκεπτόμενος. Αυτή είναι η μέθοδος μου, δεν ξέρω άλλη.
Τον Ευριπίδη τον γνώρισα από την Όλια και με πολύ καλές συστάσεις από το γιο μου. Μ´ αρέσει ιδιαίτερα να δουλεύω με νεώτερους. Αισθάνομαι χρήσιμος με πολλούς τρόπους.
Cul.N.: Ποιά είναι τα δυνατά στοιχεία του Ιονέσκο κατά τη γνώμη σας και ποιά η πρόκληση για την ερμηνεία του λόγου του από έναν ηθοποιό;
Α.Κ.: Νομίζω ιδιαίτερα δημιουργικό είναι το ποτάμι των λέξεων που ξεχύνεται στη κορύφωση του έργου. Οι φαινομενικά φλύαρες σκηνές είναι οι πιο περιεκτικές στις “Καρέκλες”.
Δραματουργικά, θα πρέπει κανείς να αντιμετωπίσει το έργο σαν αυτό που είναι: μια πειραματική προσπάθεια να μπουν οι ιδέες στη θέση των χαρακτήρων που συγκρούονται παραδοσιακά σε κάθε μορφή αφήγησης. Και όλο αυτό, λόγο, ιδέες, ανατροπή, να μπορέσεις να το φορτώσεις στις πλάτες ενός “προσώπου” που πρέπει να περιφέρεται στη σκηνή χτίζοντας ένα μικρό φανταστικό σύμπαν, που έχει τους δικούς του φυσικούς νόμους και συνθήκες. Που μάλιστα, οφείλει να είναι πειστικό.
Cul.N.: Το παράλογο του Ιονέσκο αλλά και γενικότερα η «τρέλα» ή η ελευθερία που ενυπάρχουν στην τέχνη πώς συνδυάζονται με τη λογική και την ακρίβεια που προϋποθέτει η επιστήμη, τομέας που επίσης συμπεριλαμβάνεται στα ενδιαφέροντά σας; Ή μήπως κοινός παρονομαστής τέχνης και επιστήμης είναι η σκέψη;
Α.Κ.: Η ξέφρενη ελευθερία είναι ο προνομιακός χώρος της τέχνης. Ίσως και της θρησκείας. Και αυτό είναι τόσο ιερό όσο τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Από εκεί και πέρα ακόμα και στον Ιονέσκο, το “σύμπαν” που κατασκευάζεται επί σκηνής έχει τους δικούς του νόμους που είναι τόσο απαράβατοι όσο και φυσικοί. Και βέβαια η σκέψη είναι ο τρόπος που έχουμε επινοήσει για λύσουμε προβλήματα ή για να θέτουμε ερωτήματα.
Cul.N.: Ως άνθρωπος που ενδιαφέρεται για την τέχνη και την επιστήμη και που εκφέρει άποψη για τα όσα συμβαίνουν συμμετέχοντας ενεργά, για ποιούς λόγους πιστεύετε πως έχουμε φτάσει στην Ελλάδα σε αυτό το σημείο; Έλλειψη σκέψης, έλλειψη ηθικής/παιδείας;
Α.Κ.: Η ανόητη ή τεμπέλη σκέψη που χαρακτηρίζει το νεοελληνικό πολιτισμικό οικοδόμημα είναι σύμπτωμα, φοβάμαι, και όχι η αιτία. Ο ιδεοληπτικός ιδεασμός με τον οποίο χτίστηκε αυτό το εκ γενετής εξαρτημένο κράτος, η χαριστική βολή που δέχτηκε από τον εμφύλιο, είναι οι αιτίες, της ιδεολογικής πρώτα και τη οικονομικής αργότερα, χρεοκοπίας.
Cul.N.: Ο καλλιτέχνης που δεν εκφέρει ή που δεν φέρει πολιτική άποψη είτε ενεργά και άμεσα είτε μέσω του έργου του σε κρίσιμες περιόδους έχει λόγο ύπαρξης για εσάς;
Α.Κ.: Α, ναι. Ασφαλώς. Αυτό που μου είναι αντιπαθές δεν είναι οι άνθρωποι που αφοσιώνονται με δημιουργικό μεράκι στη δουλειά τους. Κάθε άλλο, τους εκτιμώ και τους θαυμάζω απεριόριστα. Ανήθικοι μου φαίνονται εκείνοι που λειτουργούν με γνώμονα αποκλειστικά το συμφέρον. Πολλοί απ´ αυτούς, σε περιόδους κρίσης, επιλέγουν να εμφανίζονται ως πολιτικοποιημένοι και κοινωνικά ενεργοί. Αυτό με αποκαρδιώνει.
Cul.N.: Πιστεύετε πως η κρίση, η όλη κατάσταση βρήκε σε ετοιμότητα τους ανθρώπους του πνεύματος ή πολλοί από αυτούς είχαν επαναπαυτεί μαζί με τη γενικότερη τάση ευημερίας που επικρατούσε τα τελευταία χρόνια;
Α.Κ.: Όση ετοιμότητα διέθετε η ελληνική κοινωνία, τόση είχαν και οι λεγόμενοι πνευματικοί άνθρωποι. Άλλωστε η κατηγορία αυτή των συμπολιτών μας είναι κάπως συγκεχυμένη, περιλαμβάνει πολλά ανόμοια. Πρέπει παρόλα αυτά να υπενθυμίσω ότι το θέατρο και σε αρκετές περιπτώσεις, τα τελευταία πριν την οικονομική κρίση χρόνια, ο ελληνικός κινηματογράφος, εξέφρασαν μια “προφητική” αγωνία. Έδειχναν με τον έμμεσο τρόπο της τέχνης ότι κάτι ιδιαίτερα στραβό, οδηγεί την κοινωνία προς ένα καταστροφικό δρόμο. Το ίδιο και μερικοί από μας με τα λόγια και τη στάση τους. Δεν μπορώ να πω ότι απογοητεύτηκα από το σύνολο των πνευματικών ανθρώπων.
Cul.N.: Είστε αισιόδοξος για το άμεσο μέλλον;
Α.Κ.: Όχι. Όταν όλο αυτό με την οικονομία τελειώσει, θα πρέπει να αποφασίσουμε για πολύ σημαντικότερα, λίγο-πολύ για το μέλλον της ανθρώπινης παρουσίας στον πλανήτη. Κι αυτό θα κριθεί τα επόμενα 50-60 χρόνια. Η ίσως λιγότερο. Όταν, λοιπόν και αν, η ελληνική κοινωνία βγει από τον αυτιστικό λαβύρινθο της οικονομικής κρίσης, όταν θα έχει αποφασίσει τι είδους πολιτεία και πολιτικό σύστημα επιθυμεί, ελπίζω και εύχομαι να είναι πια ώριμη να ασχοληθεί με τα σοβαρά που είναι παγκόσμια.
Cul.N.: Κλείνοντας, παράλληλα με τις «Καρέκλες» του Ιονέσκο ή μετά την παράσταση, ετοιμάζετε κάποια άλλη δουλειά που θα δούμε σύντομα;
Α.Κ.: Στο “Γκαζάρτε”, ακριβώς 20 μέτρα από τις “Ροές”, θα παίζουμε για μερικές Κυριακές του Δεκεμβρίου, τη “θυμωμένη μπετονιέρα” του Δημήτρη Μπασλάμ. Ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους. Πρόκειται για μουσικό έργο, μια αφήγηση για τραγουδιστές και ορχήστρα. Είναι από αυτά τα σπάνια πράγματα που φτιάχνουν τη μέρα τόσο του καλλιτέχνη στη σκηνή όσο και του θεατή στην πλατεία.