Την έκθεση θα εγκαινιάσει η Γενική Γραμματέας Σύγχρονου Πολιτισμού Δρ. Ελένη Δουνδουλάκη. Την επιμέλεια της έκθεσης έχει η ιστορικός τέχνης και ανεξάρτητη επιμελήτρια Ίρις Κρητικού.

Η έκθεση σχεδιάστηκε αρχικά σε διοργάνωση και παραγωγή του Λυκείου Ελληνίδων του Βόλου, με αφορμή τον εορτασμό των 100 χρόνων λειτουργίας του, το φθινόπωρο του 2020. Παρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο στο Μουσείο της Πόλης του Βόλου με τη συνεργασία της Διεύθυνσης Αρχείων, Μουσείων και Βιβλιοθηκών του ΔΟΕΠΑΠ-ΔΗΠΕΘΕ. Μετά την ολοκλήρωση της παρουσίασής της στη Μυτιλήνη (λήξη 6 Οκτωβρίου 2021), η έκθεση θα παρουσιαστεί στον Ελληνικό Κόσμο του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, στο πλαίσιο και των δικών του εορτασμών για το επετειακό έτος 2021.

Το αφιέρωμα στον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ με εβδομήντα και πλέον παλαιότερα και πρόσφατα έργα διακεκριμένων σύγχρονων Ελλήνων εικαστικών, συγκεντρώνει πολύτιμες συνέργειες και αναπάντεχες συμμετοχές, σημαντικά νέα έργα αλλά και σπουδαία παλαιότερα με τη γενναιόδωρη συνδρομή των συλλεκτών τους, αφορά σε έναν οργανικό διάλογο με το φυσικό πρόσωπο και το έργο του ζωγράφου, που καταλαμβάνοντας έναν ξεχωριστό και πρωτογενή χώρο στην ιστορία της νεότερης ελληνικής τέχνης, και τιμώντας τους ήρωες που πολέμησαν για την Ελευθερία και την Ανεξαρτησία του Ελληνικού κράτους όσο κανείς, αποτελεί ταυτόχρονα έναν διηνεκή συνομιλητή και εμπνευστή κορυφαίων εικαστικών και πνευματικών δημιουργών του τόπου μας.

Τον αναβλύζοντα κόσμο του της ελληνικής πρωτογενούς εντοπιότητας που ο ίδιος ο Θεόφιλος μεταφέρει μέσω αυθύπαρκτων ιδεών και ιδίων επινοήσεων, μέσω του φωτεινού χρώματος και της κλασικής αυτοδίδακτης πλαστικότητας, μέσω των τρυφερών καθημερινών ευρημάτων και των διαχρονικών ελληνικών μύθων, η έκθεση επιχειρεί να τον προσεγγίσει με τον τρόπο μιας σύγχρονης εικαστικής συνομιλίας.

Στην έκθεση, με έργα παραχωρημένα από προσωπικά αρχεία των καλλιτεχνών ή ιδιωτικές συλλογές, συμμετέχουν:

Ηώ Αγγελή, Γιάννης Αδαμάκης, Στέλιος Αλεξάκης, Νεκτάριος Αποσπόρης, Κάτια Βαρβάκη, Νίκος Βατόπουλος, Αλέξης Βερούκας, Ειρήνη Βογιατζή, Κική Βουλγαρέλη, Μάριος Βουτσινάς, Μαίρη Γαλάνη Κρητικού, Μαρία Γέρουλα, Νεκταρία Γιακμογλίδου, Κατερίνα Γιάννακα, Στρατηγούλα Γιαννικοπούλου, Ειρήνη Γκόνου, Δικαία Δεσποτάκη, Μαρία Διακοδημητρίου, Νίκη Ελευθεριάδη, Γιάννης Ευθυμίου, Πέτρος Θέμελης, Αποστόλης Ιτσκούδης, Σταυρούλα Καζιάλε, Θρασύβουλος Καλαϊτζίδης, Σοφία Καλογεροπούλου, Ελπινίκη Καμόσου, Μηνάς Καμπιτάκης, ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΥΓΑC, Βούλα Καραμπατζάκη, Πάνος Καρδάσης, Νικόλας Κληρονόμος, Νίκος Κόνιαρης, Ευτυχία Λάβδα, Βασίλης Λιαούρης, Νεκτάριος Μαμάης, Κώστας Μανιατόπουλος, Τάσος Μαντζαβίνος, Παναγιώτης Μαρίνης, Μηνάς Μαυρικάκης, Στέλλα Μελετοπούλου, Γιάννης Μετζικώφ, Γεωργία Μπλιάτσου, Δημήτρης Μοράρος, Ρούλη Μπούα, Γεύσω Παπαδάκη, Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, Κώστας Παπατριανταφυλλόπουλος, Χριστίνα Παρασκευοπούλου, Λίζα Πενθερουδάκη, Βασίλης Πέρρος, Γιώργος Πετσικόπουλος, Νίκος Ποδιάς, Μαρία Πωπ, Κατερίνα Σαμαρά, Ιφιγένεια Σδούκου, Γιώργος Σκλάβαινας, Ευγένιος Σπαθάρης, Χρήστος Στανίσης, Μαρίνα Στελλάτου, Ιωάννα Τερλίδου, Βάσω Τρίγκα, Κλεοπάτρα Τσαλή, Κλαίρη Τσαλουχίδου, Θεοδώρα Τσιάτσιου, Βιργινία Φιλιππούση, Απόστολος Χαντζαράς, Αθηνά Χατζή, Νικόλαος Χριστόπουλος, Νικόλας Χριστοφοράκης.

Το Μουσείο Tériade στην Βαρειά Μυτιλήνης, λειτουργεί για το κοινό από Τρίτη έως και Κυριακή 9.00 – 15.00. Τη Δευτέρα είναι κλειστό. Η είσοδος επιτρέπεται ΜΟΝΟ με τη χρήση μάσκας, ενώ θα τηρηθούν όλα τα προβλεπόμενα μέσα προστασίας. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επισκέπτονται και το site του Μουσείου.

Με αφορμή την έκθεση, σχεδιάστηκε αναλυτικός κατάλογος

Τα κείμενα καταλόγου υπογράφουν οι: Μ. Σπανού, Πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων του Βόλου, Ε. Παπάνης, Πρόεδρος ΔΣ Μουσείου-Βιβλιοθήκης Στρ. Ελευθεριάδη TÉRIADE, Λ. Παπαστάθης, σκηνοθέτης & Ι. Κρητικού, επιμελήτρια της έκθεσης.

Απόσπασμα από το κείμενο καταλόγου της επιμελήτριας της έκθεσης:

«Με αφετηρία τον Θεόφιλο και το χειροποίητο αλφαβητάριο της δικής του αγωνιώδους προσωπικής περιδίνησης και εικονοποιητικής ενδελέχειας, με το εσωτερικό αναπαραστατικό βλέμμα των συμμετεχόντων στραμμένο σε κάποια από τα καταγεγραμμένα περιστατικά, τα καθοριστικά για εκείνον τοπόσημα, τα ηρωικά φαντάσματα και τα άυλα εκκλησάκια του δύσβατου βίου του, επιχειρείται η σύσταση ενός αυτοτελούς οργανικού σημειωματικού πεδίου με εικαστικές, πλαστικές και κυριολεκτικές ή συμβολικές αναφορές.

Η Ελληνική αρχαϊκή, κλασική και νεότερη δημώδης μυθοπλασία στο έργο του, η ξεχωριστή ετούτη σπαρταριστή και πηγαία έκφραση που στη διεθνή ιστορία της τέχνης ονομάστηκε ναΐφ (και όπου ο ίδιος εντέλει κατά την άποψη και του Τσαρούχη ίσως να μην ανήκει, καθώς υπήρξε αφοσιωμένος μελετητής ελληνικών κλασικών και ευρωπαϊκών εικονοποιητικών προτύπων – όπως για παράδειγμα των έργων του Peter von Ess), η παράφορη και ανιδιοτελής αγάπη του για ό,τι μικρό και μεγάλο ελληνικό που γνέφει με έναν αδιόρατο τρόπο στη λόγια μα και μαζί βιωμένα μεστή προσέγγιση του Καβάφη και του Σεφέρη, του Ελύτη, του Τσαρούχη και των λοιπών ακρογωνιαίων λίθων της γενιάς του ’30 για το ίδιο αυτό δέμας, το χαρακτηριστικό σχέδιο, το στίλβον χρώμα, οι πλαστικές λεπτομέρειες και οι εννοιολογικές σημάνσεις των ανθρώπων, των μύθων και των ηρώων, των θεριών και των πετεινών, των πόλεων και των κτηρίων, των χρυσοστόλιστων φορεσιών και της στιλπνής τοπιογραφίας του, γίνονται οι αναβλύζουσες πηγές για τα σύγχρονα έργα και το ιχνογραφικό εικαστικό αφήγημα της έκθεσης».

«Η έκθεση ξεκινά με τα πορτραίτα του ζωγράφου, άλλοτε ρεαλιστικά αποδοσμένα και άλλοτε αποτυπωμένα ως σκιές παρουσίας ή αγιογραφημένα μικρά σύμπαντα. Κάποια από αυτά, με τα σύνεργα του ζωγράφου στα χέρια, ενδεδυμένα με την ανεμίζουσα εκείνη φουστανέλα που το σωματοποιημένο εκτόπισμά της συχνά φέρνει στον νου τον Μακρυγιάννη. Ο Θεόφιλος με σπαθί και σημαία. Ο Θεόφιλος ως φιγούρα θεάτρου σκιών, με τον βιολιτζή και τον σαντουριέρη του. Ο Θεόφιλος και ο σύγχρονος στρατηγός. «Ζήτω ο Θεόφιλος». Κι ως αντίποδας, η απόδοση της μοναξιάς του «περιπλανώμενου». Του «σοβατζή». Του «Αγίου Πρόσφορου». Κι άλλοτε πάλι, η φουστανέλα μόνη, ως λαλούν σύμβολο, αντί του σώματος του ζωγράφου. Τίτλοι και γράμματα από τα έργα του, ως αποδομημένη και επαναδομημένη ταυτότητα του ελληνικού γένους.

Η Σημαία. Κοντά σε ετούτα, τα πορτραίτα της μητέρας του Πηνελόπης Μιχαήλ και της αδελφής του Ειρήνης. Τέλος, το αιωρούμενο σε χρυσό μεταφυσικό βάθος συναπάντημα του ζωγράφου με τον Ευγένιο Σπαθάρη.
Ύστερα η άφιξη του Θεόφιλου με το τραίνο στον Βόλο. Σπαράγματα της πόλης, ίχνη της μνήμης, πλίνθοι και κέραμοι. Το κάστρο της, ο μέγας φούρνος και ο ποταμός Σαλαμπριάς. Πατημασιές αδιόρατες ενός μοναχικού περιπατητή στο Πήλιο, στην Ανακασιά και την Άλλη Μεριά, στάσεις σε ιστορικά καφενεία στη Μακρυνίτσα και σπίτια όπως του Κοντού ή του Γκουντέλα, όπου ακόμη αιωρείται η παρουσία του. Κι ύστερα μνήμες της Σμύρνης και της Αγιάσου και των θερινών ελαιώνων της Λέσβου. Υπαίθριοι γάμοι. Αγρίμια, πουλιά και πρόβατα. Αρχαϊκοί αμφορείς και άνθη από τα γειτονικά περιβολάκια.

Κι οι φορεσιές: νυφική απ’ το Τρίκερι, χράμια Πηλίου, προικώα γάμου πολύχρωμα, του Αλμυρού. Φλουριά χρυσά. Και η στολή του οπλαρχηγού Καπετάν Λεωνίδα Ανδρούτσου, κεντημένη στο χέρι. Μύθοι και ήρωες. Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα. Θεοί του Ολύμπου. Ο Μέγας Αλέξανδρος και η Γοργόνα. Ο Μέγας Αλέξανδρος ξανά και ξανά, ως τρόπος ύπαρξης του ίδιου του ζωγράφου. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Η δόξα του Αθανασίου Διάκου. Ο Κατσαντώνης, ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Κολοκοτρώνης. Τέλος, όλα ετούτα τα τρυφερά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν από τους συμμετέχοντες, υλικά αντάξια της δικής του πρωτογένειας: πέτρα και ξύλα παλαιά, ασβέστης και χειροποίητο χαρτί, τενεκεδάκια και κλωστές, μαλλί και γάζες, μπρούντζος κι ασήμια, υφάσματα μπαμπακερά, σπάγκος, φύλλα χρυσού, χαρτόνι…».

«Στα μάτια του και στα χέρια του, έκπαγλα επεισόδια μυθολογίας, ελληνικής λαϊκής παράδοσης και ηρωικής πατριωτικής ιστορίας με προεξάρχοντα τα επεισόδια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, μεταμορφώνονται και αποκτούν ζωή επάνω στις πιο απρόσμενες επιφάνειες: αδρά χαρτόνια και ακατέργαστα ξύλα, τσίγκοι και λιόπανα, σοβάδες καφενείων και ταπεινών σπιτιών, τρέπονται σε πεντάμορφα περιπετειώδη πεδία.

Τον αναβλύζοντα κόσμο του της ελληνικής πρωτογένειας που ο ίδιος μεταφέρει μέσω αυθύπαρκτων ιδεών και ιδίων επινοήσεων, μέσω αυτής της εμμονικής εντοπιότητας που πηγάζει από την ψυχή και τα σπλάχνα της ιστορίας, μέσω του αλάνθαστου φωτεινού χρώματος και της κλασικής αυτοδίδακτης πλαστικής οντότητας, μέσω των τρυφερών καθομιλούμενων ευρημάτων και των διαχρονικών ελληνικών μύθων, οι παρόντες εικαστικοί επιχειρούν να τον προσεγγίσουν και να τον μεταλάβουν με προσήλωση και μελέτη, με απέραντη αγάπη και σεβασμό», σημειώνει στον κατάλογο η επιμελήτρια της έκθεσης.

Στο διάστημα λειτουργίας της έκθεσης, η οποία θα διαρκέσει έως τις 6 Οκτωβρίου 2021, προγραμματίζονται εκπαιδευτικά προγράμματα και άλλες παράλληλες δράσεις που θα ανακοινωθούν.

Λίγα λόγια για το ΜΟΥΣΕΙΟ-ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΣΤΡ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗ TÉRIADE:

« Ο άνθρωπος που μιλά για την τέχνη της εποχής του, την τέχνη εν εξελίξει, χαράσσει με κόπο το ίχνος του, ίχνος σκοτεινό ή αυθεντικό, ανάμεσα στη θαυμαστή δύναμη της μαντικής και το εύθραυστο πνεύμα της επικαιρότητας».
«Στρατής Ελευθεριάδης Tériade»

Το Μουσείο – Βιβλιοθήκη Στρατή Ελευθεριάδη- Tériade στη Βαρειά της Μυτιλήνης στη Λέσβο, βρίσκεται στο κέντρο ενός ελαιώνα στεγάζεται σ’ ένα διώροφο παραδοσιακό κτίριο και άνοιξε στο κοινό τον Αύγουστο του 1979. Είναι μοναδικό στο είδος του και επιφυλάσσει στον επισκέπτη ανεπανάληπτες αισθητικές περιπλανήσεις και πνευματικά ταξίδια. Διαφυλάσσει και παρουσιάζει το σύνολο του έργου του ιδρυτή του, μέσα από τις δημιουργίες φημισμένων δημιουργών της μοντέρνας τέχνης του 20ου αιώνα. Στην παρουσίαση των έργων μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την προσπάθεια και την έμπνευση του κάθε δημιουργού.

Ο Στρατής Ελευθεριάδης – Tériade, γεννήθηκε στη Μυτιλήνη τον Μάιο του 1987 και πέθανε στο Παρίσι τον Οκτώβριο του 1983. Στα 18 του χρόνια φεύγει από τη Λέσβο για το Παρίσι, όπου σπουδάζει νομικά. Χωρίς να πάψει να σκέπτεται τη ζωγραφική, έστρεψε το ενδιαφέρον του στην κατανόησή της και καθιερώθηκε σιγά– σιγά ως κριτικός τέχνης. Συνδέθηκε με τους δημιουργούς και τους πρωτοπόρους της Ευρωπαϊκής Τέχνης συνεργαζόμενος ενεργά και καθοριστικά, με καθιερωμένους έκδοτες της εποχής, όπως οι Κριστιάν Ζερβός, Αλμπέρτ Σκιρά, Μωρίς Ρεϋνάλ κ. ά. στην έκδοση περιοδικών, βιβλίων και εφημερίδων γύρω από τα εικαστικά, κάνοντας το όνομά του σεβαστό παγκοσμίως.

Ο Τériade εξέδωσε 26 εικονογραφημένα βιβλία τα αποκαλούμενα GRAND LIVRES (ΜΕΓΑΛΑ ΒΙΒΛΙΑ), προτείνοντας έναν ανεπανάληπτο συνδυασμό κειμένου και εικόνας, σε έργα όπως «Το Παρίσι δίχως τέλος του Αλμπέρτο Τζιακομέτι», το «Ποίημα της ορθής γωνίας του Λε Κορμπυζιέ», το «Τσίρκο του Φερνάντ Λεζέ», το «Τζαζ του Ανρί Ματίς», το «Δάφνις και Χλόη του Λόγγου από τον Μάρκ Σαγκάλ», το «Άσμα των νεκρών του Πιέρ Ρεβερντύ από τον Πάμπλο Πικάσσο» κ.ά.

Δημιουργώντας μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στους ποιητές και στους ζωγράφους, οι εκδόσεις του αυτές κατόρθωσαν να μείνουν στον χρόνο ως μνημεία λόγου και τέχνης. Με ικανότητα και θάρρος έπεισε τους μεγαλύτερους ζωγράφους του καιρού του να εκφράσουν γραπτώς τις σκέψεις τους στο περιοδικό VERVE, κάτι που συνέβη για πρώτη φορά. Έτσι, κατόρθωσε να συγκεντρώσει κατά τη διάρκεια μιας ιστορικής περιόδου (από το τέλος του κυβισμού ως τους τελευταίους μεγάλους ζωγράφους του 20ού αιώνα), έναν ολόκληρο κόσμο σπάνιου πνευματικού και καλλιτεχνικού πλούτου.

Εκεί συνεργάσθηκαν τα πιο λαμπρά ονόματα συγγραφέων, ποιητών και ζωγράφων, όπως οι Ανρί Ματίς, Ζωρζ Μπράκ, Πιέρ Μπονάρντ, Ζώρζ Ρουώ, Αρ. Μαγιόλ κ. ά. και τα έργα τους συνοδεύονται από κείμενα μεγάλων συγγραφέων όπως των Αλαίν, Μπασελάρ, Ντομάλ, Ζάν Γκρενιέ, και από εκπροσώπους της μη γαλλόφωνης λογοτεχνίας, όπως οι Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Τζέημς Τζόϋς, Τζών Ντος Πάσος, Έρνεστ Χέμινγουέϋ, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Οδυσσέας Ελύτης, Ταγκόρ, Αλμπέρ Καμύ και άλλοι. Έτσι άρχισε μια ανεπανάληπτη – τόσο σε ποιότητα όσο και σε περιεχόμενο – δημιουργία, που συνεχίσθηκε μέχρι το 1971.

Παράλληλα με το εκδοτικό του έργο, δημιούργησε και μια σημαντική συλλογή από έργα γνωστών καλλιτεχνών. Στο μουσείο όπου έδωσε το όνομά του, φιλοξενείται μέρος αυτής της αξιόλογης συλλογής, που περιλαμβάνει κυρίως έργα Ελλήνων καλλιτεχνών, όπως του Γιάννη Τσαρούχη, του Ορέστη Κανέλλη, του Γιώργου Βακιρτζή και αρκετών άλλων ζωγράφων, που όλοι τους αντιπροσώπευαν τα σύγχρονα ρεύματα της εποχής τους.

Ήταν επίσης αυτός που μας γνώρισε τον Θεόφιλο, εκτιμώντας ότι οι πίνακές του εμπεριέχουν την βυζαντινή παράδοση της τοιχογραφίας, το παρελθόν, αλλά και το χρώμα της ελληνικής τέχνης. Του οφείλουμε το έργο της παρουσίασης του Μυτιληνιού, του εθνικού μπορούμε να πούμε, μεγάλου ζωγράφου Θεόφιλου, που χωρίς τον Tériade θα ήταν άγνωστος και το έργο του ίσως για πάντα χαμένο. Από τα έργα που του είχε παραγγείλει, επέλεξε τα τριάντα εφτά καλύτερα για να τα παρουσιάσει στις εκθέσεις που διοργάνωνε σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Το 1979, τα δώρισε στο Μουσείο που φέρει το όνομά του, ώστε να παραμείνουν στην κοινή τους πατρίδα. Από τότε το έργο και η ζωή του Θεόφιλου έχει μελετηθεί και τιμηθεί επανειλημμένως από κορυφαίους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης, ενώ εκθέσεις συνεχίζονται να διοργανώνονται τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Τα έργα του Θεόφιλου απεικονίζουν μια μεγάλη ποικιλία ελληνικών θεμάτων, τα οποία θα μπορούσαμε να τα χωρίσουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες: αυτά που παρουσιάζουν τη φύση και τον άνθρωπο, και αυτά, που μέσα από τα δικά του μάτια, περιγράφουν θέματα από την ελληνική μυθολογία, την ιστορία και την θρησκεία.