Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα βιβλία του Χόρχε Λουίς Μπόρχες με τίτλο, Άπαντα τα πεζά [Ι] – [ΙΙ] σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Όταν διαβάζεις, μεταφράζεις, εκδίδεις τα “Άπαντα” του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, αυτού του μείζονος και, ασφαλώς, πιο οικουμενικού συγγραφέα του 20ού αιώνα, δεν επικοινωνείς απλώς με ένα έργο ζωής, αλλά με ένα έργο-ζωή· αισθάνεσαι ότι εισδύεις σ’ έναν κόσμο που σου φαίνεται ανοίκεια οικείος, σ’ έναν θαυμαστό λαβύρινθο που σε κάθε επίσκεψη σου δείχνει σαν να έχει ανανεώσει τις φενάκες του και που τον ενοικούν ιδέες και θέματα-Μινώταυροι: ο ψευδαισθητικός χαρακτήρας της ανθρώπινης ύπαρξης· το απατηλόν του φυσικού κόσμου· η σχεδόν αναπόφευκτη αυθαιρεσία κάθε ορθολογιστικής σκέψης· το άπειρο και οι άπειρες δυνατότητες· η ιδέα πως ακόμα και το απειροελάχιστο πράγμα ή γεγονός περιλαμβάνει όλο το σύμπαν· πως ό,τι μπορούμε να φανταστούμε ή έχει ήδη συμβεί ή επίκειται να συμβεί· πως κάθε άνθρωπος είναι ταυτόχρονα κι ένας άλλος, αν όχι και όλοι οι άλλοι άνθρωποι· η ιδέα του κόσμου ως προσωπικής προβολής της βούλησης, εξού και, συχνά, στο έργο του Μπόρχες, θύμα και θύτης ταυτίζονται· η ιδέα του ανθρώπου ως πλάσματος του ονείρου κάποιου άλλου· η ιδέα μιας θείας χρονικής στιγμής όπου συμπυκνώνεται ή/ και δικαιώνεται μια ολόκληρη ζωή· η ιδέα του κόσμου ως βιβλιοθήκης όπου παραδέρνουμε όλοι αναζητώντας ένα αδιανόητο ευρετήριο των ευρετηρίων στο οποίο μπορεί και να έχει αποδελτιωθεί το νόημα-σχεδία· η ιδέα ότι τα πάντα έχουν γραφεί κι ότι εμείς δεν κάνουμε άλλο απ’ το να μηρυκάζουμε τα γεγραμμένα· η -συγγενής- ιδέα ότι μια λογοτεχνία διαφέρει από την άλλη ως προς τον τρόπο με τον οποίο διαβάζεται, εξού και το σκανδαλώδες “Κάθε συγγραφέας δημιουργεί τους προδρόμους του”· η -επίσης συγγενής- ιδέα ότι ο συγγραφέας δεν εκφράζει την πραγματικότητα στην οποία γράφει, αλλά επινοεί την πραγματικότητα στην οποία εκφράζεται· η ιδέα ότι η λογοτεχνία είναι ένα παιχνίδι με αντιμέτωπους καθρέφτες όπου οι μυθοπλασίες αντικρίζονται σε μια ιλιγγιώδη επανάληψη, κι ότι αυτό το παιχνίδι επιδέχεται (αν δεν απαιτεί ή επιβάλλει) εμπνευσμένες παραλλαγές, όπως, π.χ., την παρείσφρηση της ίδιας της μυθοπλασίας στον εαυτό της, σαν να της μεταγγίζεται το ίδιο της το αίμα· τέλος(;), η σύγχυση των ορίων και το θολό μεταίχμιο ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, σε διηγήματα όπου ο ήρωας είναι νεκρός και δεν το ξέρει, ή ξαναγεννιέται για να πεθάνει “όπως πρέπει”.
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899-1986) γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Ήταν απόγονος αγωνιστών για τη χειραφέτηση της Αργεντινής, ενώ ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και καθηγητής ψυχολογίας σε ξενόγλωσση παιδαγωγική σχολή. Από παιδί ακόμα ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν δίγλωσσος, αφού παράλληλα με τα ισπανικά, η αγγλόφωνη γιαγιά του του μάθαινε να μιλά και να γράφει την αγγλική γλώσσα. Ο μικρός δήλωσε στον πατέρα του ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας και σε ηλικά επτά χρόνων σύνταξε στα ελληνικά μια σύνοψη της ελληνικής μυθολογίας. Οκτώ χρονών γράφει το πρώτο διήγημά του, ενώ ένα χρόνο αργότερα μεταφράζει και δημοσιεύει τον “Ευτυχισμένο πρίγκιπα” του Όσκαρ Ουάιλντ. Εξαιτίας μιας πάθησης στα μάτια του, που θα τον οδηγήσει προοδευτικά σε πλήρη τύφλωση, η οικογένεια Μπόρχες εγκαθίσταται στη Γενεύη, όπου ο Χόρχε Λουίς εγκαινιάζει της λυκειακές σπουδές του και αποκτά μια υψηλού επιπέδου μόρφωση, καθώς τελειοποιεί τις γνώσεις στην αγγλική, γαλλική και γερμανική γλώσσα. Ανακαλύπτει την εξπρεσσιονιστική ποίηση, τη γερμανική φιλοσοφία, τελειοποιεί τα λατινικά του και το 1919 εγκατεστημένος στη Μαγιόρκα της Ισπανίας ολοκληρώνει την πρώτη ποιητική συλλογή του “Οι κόκκινοι ρυθμοί” όπου είναι φανερός ο θαυμασμός για την επανάσταση των μπολσεβίκων στη Ρωσία. Η οικογένεια των Μπόρχες, έπειτα από πολλές προσωρινές διαμονές και πολλά ταξίδια στην Ευρώπη, επιστρέφουν το 1921 στο Μπουένος Άιρες, όπου και θα παραμείνει. Τώρα ο Μπόρχες ανακαλύπτει τις φτωχογειτονιές της γενέτειράς του με τους compafritos (“μόρτες”) γράφει ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια και “φαντασίες”, ιδρύει διάφορα περιοδικά, παίρνει μέρος σε λογοτεχνικούς ομίλους και από το 1925, που θα δημοσιεύσει την ποιητική συλλογή “Η απέναντι Σελήνη” και τα δοκίμια “Έρευνες”, θα δίνει το λογοτεχνικό παρόν με ένα έως δύο έργα το χρόνο, μέχρι το 1985 που θα δημοσιευθεί και η τελευταία ποιητική συλλογή του, “Οι συνωμότες”. Ο Μπόρχες πέθανε στις 14 Ιουνίου του 1986 στη Γενεύη και τάφηκε σύμφωνα με την επιθυμία του, στην πόλη των εφηβικών του χρόνων, στο Μπουένος Άιρες.
Διαβάστε την κριτική των βιβλίων από την Τέσυ Μπάιλα, εδώ.