Τη διακεκριμένη πιανίστα Λίλια Μπογιατζίεβα φιλοξενεί η Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Κύκλου «Οι σονάτες για πιάνο του Μπετόβεν».

 

 Τρίτη 9 Απριλίου, ώρα έναρξης: 20.30

Η καταξιωμένη καλλιτέχνης από τη Βουλγαρία, που είχε αναβάλει την εμφάνισή της στο Μέγαρο, στις 20 Μαρτίου, για λόγους υγείας, θα ερμηνεύσει τις Σονάτες αρ. 7 σε ρε μείζονα, έργο 10/3 και αρ. 32 σε ντο ελάσσονα, έργο 111 του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν  (1770-1827), καθώς και τη Σονάτα αρ. 2 σε σι ελάσσονα, έργο 61, Ντμίτρι Σοστακόβιτς (1906-1975), η μορφή της οποίας, σύμφωνα με τους ειδικούς, συνδέεται άμεσα με την μπετοβενική παρακαταθήκη.

Η Λίλια Μπογιατζίεβα είναι μια ερμηνεύτρια με έντονη ιδιοσυγκρασία που κινείται με άνεση σε μεγάλο φάσμα της πιανιστικής φιλολογίας, από τα έργα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ μέχρι τη μουσική του 20ού αιώνα, τον Σάμιουελ Μπάρμπερ και τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Τρέφει, δε, ιδιαίτερη αγάπη για τους Έλληνες και Βούλγαρους σύγχρονους δημιουργούς.

Η Λίλια Μπογιατζίεβα μελέτησε πιάνο στη Σόφια και ολοκλήρωσε τις μουσικές σπουδές της στο περίφημο Ωδείο «Τσαϊκόφσκι» της Μόσχας. Έχει βραβευτεί, μεταξύ άλλων, στους διεθνείς διαγωνισμούς  «Senigalia» (Ιταλία, 1979), «Vianna da Motta» (Πορτογαλία, 1983) και «Μαρία Κάλλας» (Ελλάδα, 1985). Η διακεκριμένη σολίστ του πιάνου δραστηριοποιείται καλλιτεχνικά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μετακαλείται συχνά σε φημισμένα φεστιβάλ (Μονπελλιέ, Δουβλίνο, Ωβέρ-συρ-Ουάζ, κ.ά.) και έχει δώσει ρεσιτάλ και κοντσέρτα με γνωστές ορχήστρες και σύνολα μουσικής δωματίου σε πολλές χώρες, αρκετά από τα οποία έχουν μεταδοθεί από ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς. Επιπλέον, το βιογραφικό της Λίλια Μπογιατζίεβα περιλαμβάνει αξιόλογες δισκογραφικές καταθέσεις, από τις οποίες ξεχωρίζουν το αφιέρωμα στην ευρωπαϊκή πολυφωνία από τον Μπαχ μέχρι σήμερα “Around the Fugue” και οι δίσκοι ακτίνας με σονάτες, πρελούδια και χορούς του Σοστακόβιτς, καθώς και με πιανιστικά έργα του Μπάρμπερ. Έχει επίσης διδάξει στη Σόφια, το Παρίσι και την Αθήνα και έχει παραδώσει σεμινάρια τελειοποίησης στην Ελλάδα, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το ρεσιτάλ θα αρχίσει με τη Σονάτα αρ. 7 σε ρε μείζονα, έργο 10/3, τη δυσκολότερη και μεγαλύτερη σε διάρκεια από αυτές του έργου 10. Είναι η μοναδική που είναι τετραμερής, με το δεύτερο μέρος της (Largo e mesto) να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω του ελεγειακού ύφους και της ιδιάζουσας τραγικής ομορφιάς του. Το opus 10 θεωρείται από τους ειδικούς ως μία συνθετική τριλογία πειραματικού χαρακτήρα, καθώς σηματοδοτεί την οριστική απομάκρυνση του Μπετόβεν από προγενέστερα πρότυπά του. Η Σονάτα αρ. 7 γράφτηκε το 1798, έτος κατά το οποίο ο λαμπρός Γερμανός μουσουργός υπήρξε παραγωγικότατος σε συνθέσεις μουσικής δωματίου, και είναι αφιερωμένη στην Κόμισσα Margarete von Browne.

Η Σονάτα αρ. 32 σε ντο ελάσσονα, έργο 111, που θα παρουσιάσει η  Λίλια Μπογιατζίεβα στη συνέχεια του ρεσιτάλ της, είναι κατά 25 χρόνια μεταγενέστερη. Πρόκειται για την τελευταία σονάτα για πιάνο του Μπετόβεν, τα προσχέδια της οποίας ανάγονται στο καλοκαίρι του 1820, όταν ο συνθέτης επεξεργαζόταν την περιώνυμη Missa Solemnis. Το έργο γράφτηκε μεταξύ 1821-1822. Κατατάσσεται στις παρτιτούρες της ύστερης περιόδου και περιέχει δύο βασικά νεωτερικά γνωρίσματα: είναι διμερής και περιλαμβάνει στοιχεία φούγκας, όπως άλλωστε πολλές από τις σονάτες της ωριμότητας του Μπετόβεν.

Για τον επίλογο της βραδιάς, η Λίλια Μπογιατζίεβα επέλεξε τη Σονάτα αρ. 2 σε σι ελάσσονα, έργο 61, που θεωρείται μια πιανιστική σύνθεση-ορόσημο για την εξέλιξη του προσωπικού ύφους του Ντμίτρι Σοστακόβιτς (1906-1975).  Η σονάτα ανήκει  στη μέση περίοδο (Μάρτιος 1943), πρωτοπαίχθηκε από τον ίδιο το συνθέτη και είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Λεονίντ Νικολάγεφ, του αγαπημένου δασκάλου του Σοστακόβιτς στο πιάνο από το Ωδείο του Λένινγκραντ. Γράφτηκε στο μεσοδιάστημα μεταξύ της θρυλικής «Συμφωνίας του Λένινγκραντ» και της Συμφωνίας αρ. 8, κατά την περίοδο του πολέμου της Ε.Σ.Σ.Δ. με τη ναζιστική Γερμανία, γεγονός που επηρέασε σημαντικά το συνθέτη. Η σονάτα αυτή παρέμεινε για μακρό χρονικό διάστημα στην αφάνεια, καθώς επισκιάστηκε από τις λεγόμενες «πολεμικές» συμφωνίες του μεγάλου Ρώσου μοντερνιστή. Σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του, με τη Σονάτα αρ. 2, ο Σοστακόβιτς αρχίζει να διαμορφώνει ένα πολύ διαφορετικό προσωπικό μουσικό ιδίωμα, το οποίο, μολαταύτα, διατηρεί στενούς δεσμούς με τις φόρμες των Μπετόβεν, Σούμπερτ, Μπρούκνερ, Τσαϊκόφσκυ και Μάλερ.