Ένας μοναχικός περιπλανώμενος άντρας φτάνει σε μια επαρχιακή πόλη Απρίλη μήνα. Συνάπτει σχέση με μια γυναίκα, μα σύντομα ερωτεύεται το «κορίτσι στο παράθυρο». Η αναβλητικότητα και η υποψία ενός επερχόμενου θανάτου θα καθορίσουν εάν αυτός ο έρωτας θα ευοδωθεί. Εξάλλου, ο ήρωας του Γιόζεφ Ροτ δεν ενδιαφέρεται τόσο για το «θήραμα» όσο για την ίδια την ιχνηλασία. Έχει πράγματι εμμονή με τον έρωτα· και η εμμονή του εδράζεται στο γεγονός ότι τον θεωρεί το αξιολογότερο πράγμα που θα θυσίαζε για χάρη της περιπλάνησης. Έως τις 28 Μαΐου: όταν γνωρίζει πια κανείς τι είναι εκείνο που θέλει…
Αποσπάσματα από το βιβλίο
“Ναι, θέλω να φύγω για τη Νέα Υόρκη αυτήν τη στιγμή, είναι ωραία χώρα η Αμερική. Εκείνη δεν την ίδρυσε κανένας πέτρινος επίσκοπος.
Καθώς έκανα αυτές τις σκέψεις, το τρένο σφύριξε και άρχισε να τραντάζεται. Εκείνη τη στιγμή, ο ψηλολέλεκας υπάλληλος με το κόκκινο πηλήκιο βγήκε από την πόρτα του γραφείου του στον σταθμό. Η πόρτα έμεινε ανοιχτή για λίγο.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Πίσω από τον υπάλληλο βγήκε ένα όμορφο κορίτσι. Ήταν… ήταν το κορίτσι στο παράθυρο.
«Περίμενε εδώ!» τον άκουσα να της λέει. «Τελειώνω αμέσως!»
Αλλά το κορίτσι δεν του έδωσε σημασία. Με κοίταξε. Κοιταχτήκαμε. Στεκόταν όρθια, μ’ ένα άσπρο φουστάνι, υγιής, ούτε στάλα σακάτισσα, ούτε στάλα φυματική. Προφανώς, ήταν μνηστή του υπαλλήλου, ίσως γυναίκα του.
Καθώς το τρένο σταμάτησε άλλη μία φορά και ύστερα άρχισε να κινείται ήσυχα, χαιρέτησα και κοίταξα το κορίτσι στα μάτια. Για χάρη εκείνου του βλέμματος έγραψα αυτή την ιστορία.”
“«Άννα» της είπα, «όλες οι ιστορίες συνδέονται μεταξύ τους. Είτε επειδή είναι ίδιες είτε επειδή η μία αναιρεί την άλλη. Υπάρχει μία διαφορά μεταξύ του ψηλολέλεκα του υπαλλήλου και του φίλου μου του Άμπελ. Μία πολύ κοινότοπη διαφορά: ο φίλος μου ο Άμπελ πάει, χάθηκε, ενώ ο υπάλληλος ζει και βασιλεύει και κάποτε θα γίνει σταθμάρχης. Ο φίλος μου ο Άμπελ είχε ένα πάθος. Ο υπάλληλος δεν θα έχει ποτέ άλλο πάθος πέρα απ’ τη θέση του σταθμάρχη. Ο φίλος μου ο Άμπελ παράτησε τη Νέα Υόρκη επειδή έχασε τη γυναίκα της ζωής του. Ο υπάλληλος δεν θα παρατήσει ποτέ τη Νέα Υόρκη εξαιτίας μιας γυναίκας».
Ήμουν σίγουρος ότι η Άννα είχε πια καταλάβει τη σύνδεση. Αλλά εκείνη με αγκάλιασε και με ρώτησε: «Θα παρατούσες ποτέ τη Νέα Υόρκη εξαιτίας μου;»”
“Ξυπνώντας πια, ένιωθα έκπληκτος που δεν ήμουν πλέον ένα κομμάτι εκείνης της πόλης, αλλά εντελώς αποκομμένος ― ο γελοίος κάτοικος μιας γελοίας πολίχνης. Τι ήμουν εγώ; Ο άνθρωπος κάτω από το παράθυρο. Φιλαράκο, είπα στον εαυτό μου, θάψε αυτό το κορίτσι, που ούτως ή άλλως είναι πεθαμένο, παράτα το. Η ζωή είναι που μετράει. Θα έβγαζε περισσότερο νόημα (σύμφωνα με τις αρχές της ανθρώπινης λογικής, θα έβγαζε στ’ αλήθεια περισσότερο νόημα) να πηγαίνεις σ’ εκείνο το κορίτσι και να κάθεσαι δίπλα στο κρεβάτι του κατά τη διάρκεια της μέρας, ενώ το βράδυ να κάθεστε μαζί δίπλα στο παράθυρο για να παίρνει μια γεύση απ’ όλο αυτό το πελώριο θορυβώδες χάος και το τόσο μα τόσο κόκκινο αίμα που ρέει στις φλέβες αυτού του κόσμου.
Αλλά η ζωή είναι που μετράει.”