Με πάνω από 75 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως, ανήκει στην κατηγορία των καλλιτεχνών με τις περισσότερες πωλήσεις όλων των εποχών, κατέχει την πρώτη θέση στη λίστα του περιοδικού Rolling Stone με τους σπουδαιότερους τραγουδιστές όλων των εποχών και ήταν η πρώτη γυναίκα που εισήχθη στο Rock & Roll Hall of Fame το 1987, ως μια κίνηση αναγνώρισης της πρωτοπορίας της καλλιτεχνικής της προσέγγισης, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας της έλαβε πλήθος βραβείων και διακρίσεων, συμπεριλαμβανομένων 18 βραβείων Grammy. Αυτά είναι μόνο κάποια από τα επιτεύγματα της μοναδικής Aretha Franklin.
Στις 16 Αυγούστου του 2018, με το θάνατό της σε ηλικία 76 ετών, μια λαμπρή καριέρα έφθασε στο τέλος της έπειτα από μια πλήρη πορεία έξι δεκαετιών και άφησε για πάντα χαραγμένο στη μουσική ιστορία το όνομα της Franklin. Η αρχή της ιστορίας αυτού του μουσικού θρύλου τοποθετείται στις 25 Μαρτίου 1942 στο Μέμφις όπου γεννήθηκε η Franklin, που προστέθηκε ως τρίτο παιδί στην οικογένεια της Barbara Siggers και του Clarence LaVaughn “C. L.” Franklin.
Λαμβάνοντας υπόψιν ότι μεγάλωσε σε ένα ιδιαίτερα μουσικό περιβάλλον, με δύο γονείς επιτυχημένους στο μουσικό χώρο της εποχής, το ενδιαφέρον και η ενασχόληση της μικρής Aretha με τη μουσική και το τραγούδι μοιάζει να ήρθε ως φυσικό επακόλουθο. Η μητέρα της ήταν καταξιωμένη πιανίστρια και τραγουδίστρια της gospel, ενώ ο πατέρας της είχε μεγάλη φήμη στη θρησκευτική κοινότητα σε όλη την Αμερική ως ιεροκήρυκας. Όταν η Aretha ήταν σε μικρή ηλικία μετακόμισε μόνιμα με την οικογένεια της, βόρεια, στο Ντιτρόιτ όπου και παρέμεινε μαζί με τον πατέρα και τα αδέρφια της, μετά τη διάσταση των γονιών της και τη μετεγκατάσταση της μητέρας της στο Μπάφαλο.
Λίγο πριν συμπληρώσει τα 10 της χρόνια, η Aretha έχασε την μητέρα της η οποία πέθανε ξαφνικά, από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 34 ετών. Μετά το θάνατο της, η Aretha ξεκίνησε να μαθαίνει μόνη της πιάνο και να τραγουδάει στην ενορία της, ενώ γρήγορα χαρακτηρίστηκε ως παιδί-θαύμα, τόσο για τις μουσικές της ικανότητες όσο και για την χαρισματική της φωνή. Χάρη στη φήμη του πατέρα της, η οικογένεια είχε φιλικές σχέσεις και δεχόταν συχνές επισκέψεις από κεντρικές φιγούρες της εποχής όπως η Albertina Walker, η Inez Andrews, ο Sam Cooke και ο Dr. Martin Luther King Jr., οι οποίοι κατείχαν μια σημαντική θέση στη ζωή της νεαρής Aretha, ενώ, πέρα από τη γιαγιά της, ενεργό ρόλο στην ανατροφή της διαδραμάτιζαν η «Βασίλισσα της Gospel», Mahalia Jackson και η Clara Ward την οποία έβλεπε ως πρότυπο.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι δύο αυτές σπουδαίες φωνές αποτέλεσαν ίσως τις πιο ισχυρές επιρροές και διαμόρφωσαν το βαθιά ριζωμένο στην gospel ερμηνευτικό στυλ που υιοθέτησε η Franklin. Σε ηλικία 12 ετών ξεκίνησε περιοδεία με τον πατέρα της σε διάφορες εκκλησίες της χώρας, καθώς και με το gospel συγκρότημα The Soul Stirrers. Λίγο αργότερα, το 1956, ηχογράφησε το πρώτο της single, «Never Grow Old», ένα κομμάτι που αποτέλεσε μέρος της πρώτης της δισκογραφικής δουλειάς, Spirituals.
Έχοντας ήδη αποκτήσει δύο παιδιά κατά την εφηβεία της, το 1960, στα 18 της χρόνια, η Franklin έλαβε την απόφαση να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, έχοντας εξασφαλίσει ένα συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρία Columbia Records, μια επιλογή που στηρίχθηκε πλήρως από τον πατέρα και μάνατζερ της. Λόγω του φωνητικού της εύρους και της ερμηνευτικής της προσέγγισης, η Aretha δεν ήταν εύκολο να κατηγοριοποιηθεί ως jazz ή R&B καλλιτέχνιδα. Διασκεύασε με επιτυχία πολλά jazz και blues standards στην αρχή της καριέρας της όπως τα «Misty», «God Bless the Child», «Exactly Like You», «Unforgettable» και «Over The Rainbow», με το κομμάτι «Skylark» (1963), κατά τη γνώμη μου, να αναδεικνύει εξαιρετικά την υπέροχη φωνή και την ικανότητά της να μεταμορφώνει τα standards της εποχής, προσδίδοντάς τους μια νέα πνοή.
Η υπογραφή ενός νέου συμβολαίου με τη δισκογραφική εταιρία Atlantic Records το 1966 θα σήμαινε και μια νέα εποχή για την Aretha η οποία μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60 επρόκειτο να γίνει ένα διεθνές μουσικό φαινόμενο, με αποκορύφωμα τον χαρακτηρισμό της ως «Βασίλισσα της Soul». Με το κομμάτι «I Never Loved a Man (The Way I Love You)» συστήθηκε εκ νέου στο κοινό και κατάφερε να κατακτήσει την κορυφή των charts. Το πάθος και το ταλέντο της άρχισαν πλέον να διαφαίνονται ξεκάθαρα.
Ακολούθησε το «Respect» (1967), μια θαυμάσια διασκευή του κομματιού του Otis Redding, η οποία, με την προσθήκη νέων στίχων, παρέθετε τη γυναικεία οπτική και αναφέρεται στο θέμα του σεβασμού, κάτι που, όπως είχε δηλώσει η Franklin, θεωρούσε βασικό πανανθρώπινο δικαίωμα. Μέσα σε 2 λεπτά και 28 δευτερόλεπτα, όσο διαρκεί δηλαδή το κομμάτι, η Franklin κατάφερε να απελευθερώσει έναν πρωτόγνωρο δυναμισμό που τάραξε την soul μουσική, ενώ μέσω της καινοτομίας με τον συλλαβισμό της αγγλικής λέξης για τον σεβασμό, R-E-S-P-E-C-T, προσδόθηκε στη λέξη μια νέα βαρύτητα και ενισχύθηκε το κεντρικό μήνυμα του τραγουδιού εν γένει.
Το κομμάτι αυτό, που χάρισε στην Franklin το πρώτο της βραβείο Grammy, συνδέθηκε με το φεμινιστικό κίνημα στην Αμερική και αργότερα έλαβε πολιτικές διαστάσεις με τον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα για ισότητα και δικαιοσύνη των Αφροαμερικανών.
Την ίδια χρονιά θα κυκλοφορήσει το «(You Make Me Feel Like) A Natural Woman», ένα ακόμα signature song της Franklin, γραμμένο από την Carole King και τον Gerry Goffin, στο οποίο μετουσιώνεται η αίσθηση της γυναικείας ύπαρξης. Το κομμάτι αυτό ήρθε πριν από μερικά χρόνια και πάλι στο προσκήνιο με τη ζωντανή εμφάνιση της Franklin στο Kennedy Center προς τιμή της Carole King η οποία βραβεύτηκε για τη συνολική της προσφορά στη μουσική.
Για πολλούς, η Franklin αποτελούσε την καλύτερη Αμερικανίδα τραγουδίστρια του 20ου αιώνα, κυρίως λόγω της ικανότητάς της να κινείται εξαιρετικά μεταξύ μουσικών ειδών με διαφορετικές απαιτήσεις όπως είναι η opera, η blues, η gospel, η soul και η jazz μουσική. Η δισκογραφική της δουλειά κατά τη δεκαετία του ’60 αποδεικνύει περίτρανα την ικανότητά της να μεταμορφώνει κάθε κομμάτι που τραγουδούσε. Με πολλές επιτυχίες που εξερευνούσαν διαφορετικά μουσικά μονοπάτια όπως, μεταξύ άλλων, τα εξαιρετικά δυναμικά κομμάτια «The Weight» και «Chain of Fools», το μελαγχολικό «I Say a Little Prayer» και το εκπληκτικό «Ain’t No Way», η πολύπλευρη Franklin παρέμενε στο επίκεντρο της μουσικής soul και είχε ήδη «χτίσει» την μουσική της ταυτότητα η οποία και διατηρήθηκε αναλλοίωτη μέχρι το τέλος της ζωής της.
Το 1969, η Franklin έδωσε τέλος σε έναν γάμο που χαρακτηριζόταν από καταπίεση και ενδοοικογενειακή βία, ενώ, παράλληλα, αντιμετώπιζε σοβαρό εθισμό στο αλκοόλ τον οποίο και ξεπέρασε τα επόμενα χρόνια. Οι αλλαγές στη ζωή της Franklin σε συνδυασμό με το θάνατο της αγαπημένης της Mahalia Jackson, την οδήγησαν να στραφεί και να εξερευνήσει τις gospel ρίζες της.
Αποτέλεσμα ήταν το φημισμένο live album που ηχογραφήθηκε σε μια εκκλησία του Λος Άντζελες μαζί με την Κοινοτική Χορωδία της Νότιας Καλιφόρνιας και το οποίο θεωρήθηκε από πολλούς αριστούργημα. Δύο από τα κομμάτια του δίσκου που ξεχωρίζουν για την θαυμάσια ερμηνεία της Franklin είναι η εκπληκτική 10λεπτη εκδοχή του «Amazing Grace», ενός χριστιανικού ύμνου που τοποθετείται χρονολογικά στο 1779 και το ξεχωριστό «Mary, Don’t You Weep», ένα επίσης κλασσικό τραγούδι της χριστιανικής μουσικής. Η ηχογράφηση αυτή κατείχε μια ιδιαίτερη προσωπική αξία για την Aretha διότι στην ηχογράφηση παρευρισκόταν η φημισμένη Clara Ward, η μεγαλύτερη ίσως επιρροή της Franklin.
Η Αμερικανίδα ερμηνεύτρια είχε το μοναδικό χάρισμα, μέσα από τη φωνή της, να μετατρέπει σε ζωντάνια και ελπίδα τις δυσκολίες και τη θλίψη που είχε βιώσει στη ζωή της λόγω των πολύπλοκων σχέσεων με τις αδερφές της και το θάνατό τους μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, το χαμό του πατέρα της, έπειτα από 5 χρόνια σε κώμα και έναν δεύτερο αποτυχημένο γάμο. Παρά τις δυσκολίες, η προσωπικότητά της, σε συνδυασμό με την κοινωνική ευθύνη που πάντα ένιωθε και τις στιγμές ανασφάλειας και προσωπικής πίεσης για συνεχή αυτοβελτίωση, αποτέλεσαν την κινητήριο δύναμη για να στέκεται επάξια στον τίτλο «Βασίλισσα της Soul».
Η διαχρονική φωνή και μοναδική της ερμηνεία αποτυπώνεται στο κομμάτι «Never Gonna Break My Faith» (2006) με τους στίχους του να είναι ακόμα επίκαιροι. Έτσι, ενόψει των σύγχρονων εξελίξεων και των διαδηλώσεων παγκοσμίως με αφορμή τη δολοφονία, μεταξύ άλλων, των George Floyd, Breonna Taylor και Ahmaud Arbery, στις 19 Ιουνίου 2020 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά η solo εκδοχή του κομματιού, ανήμερα της επετείου «Juneteenth», μια μέρα που έχει αφιερωθεί στον εορτασμό της απελευθέρωσης της Αφρικανικής κοινότητας από την σκλαβιά το 1865.
Δυναμική και με αυτοπεποίθηση, έθετε η ίδια τα όρια για τον εαυτό της και τη μουσική της. Η ικανότητά της να βρίσκει την ιδανική ισορροπία μεταξύ δύναμης και ευαισθησίας, διατηρώντας τον τόνο της, ακόμα και όσο ωρίμαζε η φωνή της, αλλά και η σκηνική της παρουσία, συντέλεσαν στην απόδοση του τίτλου της ντίβας. Στο πλαίσιο αυτό, κάποιες από τις συνήθειες της έγιναν αντικείμενο κριτικής και έλαβαν αρνητική χροιά όπως για παράδειγμα, μια από τις πιο γνωστές συνήθειες της Franklin, η απαίτηση της να πληρώνεται σε μετρητά πριν από κάθε εμφάνιση και να έχει το τσαντάκι με τα χρήματα κοντά της -συχνά επί σκηνής, πάνω στο πιάνο- κάτι που όμως εξηγείται κάνοντας αναδρομή στο παρελθόν σε μια εποχή που πολλοί διάσημοι καλλιτέχνες της Αφροαμερικανικής κοινότητας, όπως ο B.B. King και ο Ray Charles, είτε πληρώνονταν λιγότερο από την αρχική τους συμφωνία είτε δεν πληρώνονταν καθόλου για τις εμφανίσεις τους.
Μία άλλη χαρακτηριστική κίνηση που προκαλούσε εντύπωση, ήταν η ρίψη της γούνας όσο τραγουδούσε επί σκηνής, μια παλιά πράξη από την gospel η οποία συμβόλιζε την εγκατάλειψη ενός συναισθηματικού βάρους και αδιαμφισβήτητα αποτελούσε μέρος της βασιλικής φιγούρας που συμβάδιζε με τον τίτλο της. Ο χαρακτηρισμός της ως ντίβα, με την θετική και την αρνητική χροιά του όρου, δεν την ενοχλούσε διότι ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και μάλιστα, κατά την γνώμη μου, η Franklin αποτελούσε την απόλυτη προσωποποίηση του.
Καταλήγοντας εάν κάποιος ήθελε να συνοψίσει όλα τα παραπάνω, συμπληρώνοντας αυτό που η ίδια είχε δηλώσει, ότι η μουσική soul είναι μια σταθερά που θα παραμένει κατά την πάροδο των χρόνων λόγω της πολιτισμικής της φύσης, θα μπορούσε να υποστηρίξει χωρίς υπερβολή, ότι και η ίδια, ως το πρόσωπο της soul, είναι κάτι εξίσου σταθερό που θα παραμείνει στην ιστορία.