Πριν από δεκάξι χρόνια οι Henry Lewis, Jonathan Sayer και Henry Shields δημιούργησαν στο Λονδίνο την ομάδα «Mischief Theatre» και πήγαν σε άλλα επίπεδα τη σύγχρονη κωμωδία!

Τα έργα τους, που βασίζονται στην συνθήκη «όλα πάνε στραβά», έγιναν τεράστιες επιτυχίες παγκοσμίως. Στο θέατρο Λαμπέτη ανεβαίνει η κωμωδία «Η ληστεία της συμφοράς» («The Comedy about a Bank Robbery»), όπου παρουσιάζεται μια ευφάνταστη και άκρως επιτυχημένη διασκευή από τον Νικορέστη Χανιωτάκη, ο οποίος υπογράφει και τη σκηνοθεσία της παράστασης.

Αν έχετε την ευκαιρία, φροντίστε να μην χάσετε αυήν τη «ληστεία της συμφοράς», μιας και θα σας χαρίσει μια ξεκαρδιστική θεατρική έξοδο, όπου όλα κυλάνε ρολόι… για την αποτυχία!

***

-Φέτος σας βλέπουμε στη «Ληστεία της Συμφοράς». Τι μπορείτε να μας πείτε για τη Ρούλα Κόλυβα; 

Θα σας πω μόνο όσα επιτρέπονται, γιατί η Ρούλα Κόλυβα, όπως κι οι υπόλοιποι χαρακτήρες του έργου, κρύβουν πολλά μυστικά που φέρνουν μεγάλες (κωμικές) ανατροπές στην παράσταση! Η Ρούλα, λοιπόν, είναι μία μεσήλιξ υπάλληλος της Alexandras Bank, οργανωτική, αφοσιωμένη στη δουλειά της και στον μοναχογιό της τον Μητσάκο, τον οποίο μεγαλώνει μόνη κι έρμη, μετά τον θάνατο του ανδρός της. Στην πορεία της ιστορίας γνωρίζει τον Αξιωματικό Νέστωρα Μεσφίγγη και αυτή η συνάντηση θα ταράξει τα νερά του συναισθηματικού της κόσμου! Με λίγα λόγια η Ρούλα είναι ένας θεατρικός χαρακτήρας που «ερωτεύτηκα» σφόδρα και απολαμβάνω κάθε στιγμή που την υποδύομαι! Τα υπόλοιπα… επί σκηνής!

Από το τέλος της παράστασης -η “Ρούλα Κόλυβα” τρίτη από δεξιά – | Photo Credit: Γιώργος Καλφαμανώλης

-Και για το «πέρασμα» της Μαίρης Λίντα από τη σκηνή του Θεάτρου Λαμπέτη;

Το έργο μας διαδραματίζεται στην Αθήνα το 1958. κι ο σκηνοθέτης της παράστασης, Νικορέστης Χανιωτάκης, ήθελε να ενισχύσει αυτό το τόσο γοητευτικό χωροχρονικό στοιχείο. Όταν, λοιπόν, δύο νέοι ερωτεύονται βγαίνουν το πρώτο τους ραντεβού στο νυχτερινό κέντρο όπου εμφανίζονται ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα. Στην παράσταση έχω την τεράστια τιμή και χαρά να ενσαρκώνω την σπουδαία αυτή τραγουδίστρια, ερμηνεύοντας το υπέροχο τραγούδι «Περασμένες μου αγάπες», δίπλα στον Τίτο Γρηγορόπουλο που εμφανίζεται ως Μανώλης Χιώτης. Από την πρώτη στιγμή το είδα σαν μεγάλη πρόκληση και μελέτησα τόσο την φωνή όσο και την κίνησή της, με στόχο να αποδώσω όσο καλύτερα μπορώ έναν ζωντανό θρύλο του ελληνικού τραγουδιού.

Photo Credit: Γιώργος Καλφαμανώλης

-Ποια είναι η αγαπημένη ατάκα σας από τη «Ληστεία»;

«Σε αυτή τη χώρα είμαστε όλοι λαμόγια»! Μία ατάκα που επαναλαμβάνω αρκετές φορές στο έργο και υπάρχει μάλιστα και στο τραγούδι που κλείνει την παράσταση.

-Τόσο εσείς, όσο και οι υπόλοιποι συντελεστές της παράστασης, κινείστε με ταχύτατους ρυθμούς, ενώ παίζετε, χορεύετε και τραγουδάτε… Ποιο ήταν το πιο απαιτητικό στοιχείο στην ερμηνεία σας;

Ακριβώς ο συνδυασμός όλων των παραπάνω που μόλις περιγράψατε! Η παράστασή μας είναι σαν μία παρτιτούρα. Πρέπει να είμαστε ακριβείς στον ρυθμό, να είμαστε σωστά προετοιμασμένοι πριν χτυπήσει το τρίτο κουδούνι με το κατάλληλο ζέσταμα και να έχουμε απόλυτη συγκέντρωση. Θα έλεγα ότι όσο απαιτητικό ήταν να δημιουργήσουμε καθαρούς χαρακτήρες που φαινομενικά είναι κόντρα σε εμάς (ηλικιακά, κοινωνιολογικά, ηθικολογικά κ.τ.λ.), άλλο τόσο είναι και να είμαστε εξαιρετικά συντονισμένοι στα παρασκήνια. Εκεί συντελείται ακόμα μία παράσταση, καθώς πρέπει να αλλάζουμε γρήγορα κοστούμια, μακιγιάζ, περούκες, να παίρνουμε άλλα σκηνικά αντικείμενα, να τρέχουμε από την μία πλευρά της σκηνής στην άλλη με απίστευτη ταχύτητα και να βγαίνουμε να παίξουμε χωρίς να φαίνεται ο πανικός στο μάτι και το λαχάνιασμα στη φωνή!

-Το έργο μάς έρχεται από το Λονδίνο –από την ομάδα Mischief Theatre και τους Henry Lewis, Jonathan Sayer & Herny Shields – διασκευασμένο δια χειρός Νικορέστη Χανιωτάκη. Πώς θα περιγράφατε το χιούμορ της παράστασης;

Η συλλογική διαδικασία των τριών συγγραφέων του «The Comedy About a Bank Robbery» (όπως είναι ο πρωτότυπος αγγλικός τίτλος) κινείται στους εξής άξονες: Καταιγισμός ιδεών, Ανάπτυξη χαρακτήρων, Κωμωδία καταστάσεων, Γρήγοροι διάλογοι, Περίπλοκη σκηνοθεσία, Ομαδικότητα και συνεχή επεξεργασία. Επίσης, έχει χαρακτηριστεί ως κωμωδία slapstick, δηλαδή μια σκόπιμα υπερβολική μορφή ερμηνείας που συνήθως απεικονίζει μια πραγματικότητα πιο ξέφρενη κι από καρτούν. Στον κόσμο του σλάπστικ, οι χαρακτήρες χτυπάνε συνεχώς, κοπανάνε τα κεφάλια τους, τσακίζουν τα πόδια τους, άλλα όλα αυτά με μία σβέλτη ευελιξία που τα γιατρεύει όλα στο λεπτό. Φαίνεται ότι είναι «εκτός ελέγχου», ενώ στην πραγματικότητα όλα είναι πάντα υπό έλεγχο!

Photo Credit: Γιώργος Καλφαμανώλης

-Να πούμε πως καταπιάνεται και με τον κοινωνικό σχολιασμό, καθώς αναφέρεται και στο στεγαστικό ζήτημα και το χαμηλό επίπεδο των μισθών. Κατά την γνώμη σας, γιατί είναι σημαντικό να γελάμε μερικές φορές και με αυτά τα ζητήματα;

Το χιούμορ και ο έρωτας είναι δύο τρόποι να χρωματίζουμε μια γκρίζα καθημερινότητα. Το ότι γελάμε με τις δυσκολίες της ζωής δεν σημαίνει ούτε ότι τις χλευάζουμε, ούτε ότι τις υποτιμούμε. Αντιθέτως, είναι ένα «μαγικό φίλτρο» για να αισθανθούμε ότι δεν μπορεί τίποτα να μας βγάλει νοκ άουτ, ότι μπορούμε να χαμογελάσουμε απέναντι στο πρόβλημα και να το νικήσουμε. Επίσης, το γέλιο μας ενώνει και έτσι δίνουμε δύναμη ο ένας στον άλλον. Όπως στο θέατρο, που όταν ξεκινάνε να γελάνε κάποιοι θεατές μετά «λύνονται» και γελάνε ακόμα περισσότεροι.

-Το ανέβασμα, προσεγμένο στην κάθε λεπτομέρειά του, διατηρεί χώρο για αυθορμητισμό. Μπορείτε να μας μεταφέρετε κάποιον αυτοσχεδιασμό δικό σας ή συναδέλφου από την «Ληστεία της Συμφοράς» που σας έχει εντυπωθεί;

Το θέατρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται μαζί με το κοινό και τον χρόνο. Το ίδιο συμβαίνει και στην «Ληστεία» μας. Βεβαίως, ο όποιος αυτοσχεδιασμός πρέπει να είναι πάντα συμβατός με την ατμόσφαιρα του έργου και την σκηνοθετική «γραμμή». Ένα πολύ ξεχωριστό περιστατικό που έχει εντυπωθεί στο μυαλό μου σε μία σκηνή κατά την οποία κάνω ότι πνίγομαι ενώ τρώω ξηρούς καρπούς. Ο γιος μου, ο Μητσάκος, μου χτυπάει την πλάτη για να με σώσει και τότε ένας ξηρός καρπός φεύγει από το στόμα μου και πέφτει κατευθείαν πάνω σε έναν θεατή! Τότε ο Δημήτρης Κουρούμπαλης, που υποδύεται τον γιο μου, για να προλάβει μία πιθανή αντίδραση του θεατή, του λέει: «Μας συγχωρείτε δεν θέλαμε να σας πετύχουμε». Κι εγώ συμπληρώνω: «Τον διπλανό στόχευα!».

Διαβάστε επίσης:

Η Ληστεία της Συμφοράς: Κωμωδία με πολυμελή θίασο σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη στο Θέατρο Λαμπέτη