Μια συνέντευξη με τον Άρη Ρέτσο είναι πραγματικά μάθημα και εμπειρία. Απαντά στις ερωτήσεις έχοντας έναν βαθύ πλούτο γνώσεων και κατακτημένων απόψεων που «αποκαλύπτουν» θα μπορούσαμε να πούμε την ουσία του Αρχαίου Δράματος. Περιμένουμε με ανυπομονησία την παράσταση «Θρόνος Ατρειδών» την οποία θα παρουσιάσει στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, έχοντας συνοδοιπόρους μια δυνατή ομάδα συντελεστών. Μέχρι τότε εμείς μπορούμε μέσα από τα λόγια του, να «κρυφοκοιτάξουμε» την προετοιμασία και να μοιραστούμε την ιδέα αναμένοντας έπειτα, με ακόμα μεγαλύτερη προσμονή, την πραγμάτωσή της το βράδυ της Τρίτης 5 Ιουλίου.
Συνέντευξη στη Μαριάννα Παπάκη
CultureNow.gr: Στις 5 Ιουλίου θα παρουσιάσετε στο Ηρώδειο, μετά από πρόσκληση του Φεστιβάλ Αθηνών, την παράσταση «Θρόνος Ατρειδών». Αν ο τίτλος της παράστασης μας καθοδηγεί σωστά, πρόκειται για την «αφήγηση» ολόκληρου του μύθου των Ατρειδών;
Άρης Ρέτσος: Είναι η αφήγηση ολόκληρου του μύθου των Ατρειδών αλλά είναι μια ελλειπτική αφήγηση, είναι σαν μια σβησμένη τοιχογραφία. Σαν κάποιος να μη θυμάται ακριβώς τον μύθο, να μη θυμάται παρά μόνο τα βασικά μέρη. Να θυμάται για κάποια θυσία της Ιφιγένειας και ότι ο στρατάρχης Αγαμέμνων, ο πατέρας της, επιστρέφοντας δολοφονήθηκε από τη γυναίκα του και τον εραστή της τον Αίγισθο. Μετά από αυτό πέρασε μια περίοδος σχεδόν δέκα χρόνων στο παλάτι μέσα σε κλίμα θρησκευτικού σκοταδισμού και φανατισμού και ταυτόχρονα τρομοκρατίας στην Ηλέκτρα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ακολουθεί η αντιπαράθεση των δύο βασικών γυναικών της Κλυταιμνήστρας και της Ηλέκτρας και το τρίτο σκέλος της παράστασης είναι «Ο καθαρτής», η επιστροφή του Ορέστη για να αναλάβει τα του Οίκου του και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ως καθαρτής σε σχέση με το ρόλο του διότι η εντολή από τους Θεούς, ήταν χωρίς στρατό να πάρει πίσω την εξουσία του. Έτσι λοιπόν, το δεδομένο της παράστασης είναι ότι ο θεατής γνωρίζει σχεδόν το μύθο, αυτό το παίρνουμε ως δεδομένο και προσπαθούμε να στρέψουμε την προσοχή του κοινού κάπου αλλού. Το κυριότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι συναντάμε τα πρόσωπα του μύθου της «Ορέστειας» τη στιγμή που συναντούν τη μοίρα τους. Στο σημείο εκείνο τομής της ζωής τους που είναι και η συνάντησή τους με τον θάνατο. Βλέπει κανείς σχεδόν μια ολόκληρη τραγωδία χωρίς να βλέπει μία τραγωδία ολόκληρη. Βλέπει δηλαδή την ατμόσφαιρα, το τί σημαίνει τραγωδία χωρίς να παίζεται ένα ολόκληρο έργο.
Cul.N.: Η πρόταση του Φεστιβάλ αφορούσε μια συγκεκριμένη ιδέα ή ήταν ανοιχτή και εσείς καταλήξατε σε αυτή την παράσταση;
Άρης Ρέτσος: Η πρόταση ήταν ανοιχτή. Αρχικά υπήρχε μια πρόταση για τον Μπέκετ αλλά τελικά καταλήξαμε πως για διάφορους λόγους αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι βέβαια που αποδείχτηκε θετικό αφού η πρόταση από το Φεστιβάλ ήταν να προχωρήσει η δεύτερη ιδέα που κατέθεσα εγώ προσωπικά και η οποία ήταν η παράσταση που θα δείτε στις 5 Ιουλίου.
Cul.N.: Τα κείμενα της παράστασης είναι επιλογές από τις σημαντικότερες τραγωδίες ή ένα καινούργιο κείμενο που βασίζεται σε αυτές;
Α.Ρ.: Χρησιμοποιήθηκαν κείμενα από την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Κατά βάση θα έλεγα πως το ήθος και το χρώμα της παράστασης είναι Αισχύλειο, αλλά δανειστήκαμε για τα πορτρέτα των συγκεκριμένων ηρώων δηλαδή της Ηλέκτρας και του Ορέστη πολλά στοιχεία από την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή χωρίς να χρησιμοποιήσουμε όμως περαιτέρω πράγματα. Δηλαδή, στο δεύτερο μέρος της παράστασης και στην ενότητα «Η «αρρώστια στο παλάτι» ή αλλιώς «η νοσηρότητα στο παλάτι» όπου αντιπαρατίθενται μέχρις εσχάτων η μάνα και η κόρη δηλαδή η Κλυταιμνήστρα και η Ηλέκτρα ήταν ενδεικτικές και πολύ χρήσιμες οι στροφές και οι αντιστροφές από την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή και ο καταπληκτικός εκείνος μονόλογος της Ηλέκτρας. Επομένως, είναι σα να συμπληρώσαμε τα πορτρέτα αυτών των ηρώων δανειζόμενοι χρώματα από άλλες τραγωδίες.
Cul.N.: Στην παράσταση υπογράφετε τη σκηνοθεσία, την επεξεργασία κειμένων, τη μουσική διδασκαλία, την κινησιολογία και τη δραματουργία. Μετά από την πολυετή έρευνα και ενασχόλησή σας (πάνω από 25 χρόνια) με το αρχαίο δράμα πόσο σημαντικός θεωρείτε πως είναι ο ρόλος καθενός από τα παραπάνω μέρη μιας παράστασης και της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης για το τελικό αποτέλεσμα;
Α.Ρ.: Και τη μουσική σύνθεση θα ήθελα να συμπληρώσω με περηφάνια. Βεβαίως είναι σημαντικό για να αρχίσω από αυτό, γιατί κάποιος για να μπει μόνο στο νόημα, και εννοώ τους ηθοποιούς, λόγω του ότι είναι πολύ συγκεκριμένοι και πολύ διαφορετικοί χώροι αυτοί, των ρυθμών, των εντάσεων, του περιεχομένου και της ατμόσφαιρας στην τραγωδία και επειδή βεβαίως δεν καλλιεργούνται από εμένα αλλά από τα ίδια τα κείμενα κατά την άποψή μου, τα οποία κείμενα επιβάλλουν – υποβάλλουν και τέλος πάντων υποδεικνύουν έναν τρόπο ανεβάσματος είναι δύσκολο να έρθει απλώς ένας κινησιολόγος, μουσικός, συνθέτης ή φωτιστής κτλ και να βρει άκρη. Θα είναι πολύ δύσκολο και δεν έχει καμία σχέση με την ικανότητα του είναι καθαρά θέμα τριβής με το είδος. Δηλαδή θα’ ναι σαν κάποιος να μην έχει ιδέα από μηχανική αυτοκινήτων να πρέπει να αναλύσει μία φεράρι ή μία φόρμουλα 1. Είναι σχεδόν το ίδιο.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω και μια διευκρίνιση σχετικά με τα 25 χρόνια ενασχόλησής μου που αναφέρετε. Ήθελα να πω πως κανείς δεν μπορεί να ασχολείται επί 25 χρόνια κάθε μέρα με κάτι και θα έχει και περιόδους παύσης και περιόδους αναζήτησης και όλα αυτά όχι σε μία ποιητική και καλλιτεχνική σφαίρα αλλά στην πραγματική ζωή του. Άρχισα βέβαια σαν ερασιτέχνης με φοβερό ενθουσιασμό και πάθος αλλά όπως καταλαβαίνει κανείς ως καινούργιος έχεις και τα εγώ σου. Οπότε κάποια στιγμή δεν μπορείς να προχωρήσεις παρακάτω. Επομένως, περάσανε και στιγμές που σταματούσα αλλά σημασία έχει, και αυτό θα θελα να υπογραμμιστεί, τον καιρό που σταματάς και δεν κάνεις τίποτα, τί δεν κάνεις. Επομένως εγώ μπορώ να πω ότι το χρήσιμο μέρος δεν ήρθε από την ενασχόλησή μου τόσο, όσο από τις περιόδους που δεν έκανα τίποτα και αυτά που έκανα βοηθούσαν στο να μπορέσω να κάνω αυτά που έκανα αργότερα. Σημασία έχουν τα νεκρά διαστήματα. Στα νεκρά διαστήματα δεν μπορεί να κρυφτεί κανείς πίσω από κάτι. Ενώ ακούγοντας το «ενασχόλησή σας πάνω από 25 χρόνια» μπορεί κανείς να κρυφτεί, να το θεωρήσει σαν ασπίδα, να θεωρηθεί ειδήμονας. Όταν δεν κάνεις τίποτα είναι σημαντικό με ποιό τρόπο βιώνεις αυτό το «δεν κάνω». Παραμένεις δηλαδή κοντά σε αυτά που ψάχνεις ή γίνεσαι ένας άλλος άνθρωπος. Αν κανείς μπορεί να γνωρίζει αυτό το κομμάτι στις πορείες πολλών ανθρώπων, τότε μπορεί να καταλάβει πολύ καλά τα αποτελέσματα της εργασίας, της έρευνάς τους ή του στόχου τους. Θα πρέπει κάποιος να ερευνήσει πολυετώς τη ζωή του, για να μπορέσει να ερευνήσει κάτι άλλο σοβαρά.
Cul.N.: Πόσο σημαντικός είναι κατά τη γνώμη σας ο ρόλος του Χορού στην τραγωδία γενικότερα αλλά και στην εξέλιξη του μύθου των Ατρειδών; Στην «Ορέστεια» για παράδειγμα ο Χορός λέει κάποια από τα σημαντικότερα λόγια, κατά την ταπεινή μου γνώμη, τα οποία μάλιστα λόγω «οικονομίας» συχνά αφαιρούνται από παραστάσεις. Εσείς πώς έχετε αντιμετωπίσει τον Χορό στον «Θρόνο των Ατρειδών»;
Α.Ρ.: Σπουδαίος ο ρόλος του Χορού στην τραγωδία. Και καθοριστικός μια και έχει πολλά πρόσωπα. Θεωρείται δε ο χορός της τραγωδίας, πρόσωπο. Ο Χορός κα’ αρχήν είναι αντρικός στον Αγαμέμνονα και γυναικείος στις «Χοηφόρες» και στις «Ευμενίδες». Το καταπληκτικό είναι ότι ειδικότερα στις «Χοηφόρες» – και στον «Αγαμέμνονα» – ο Χορός ξεκινάει συμπάσχοντας με τον ήρωα σα σύντροφος, σαν συμπολεμιστής, σαν συμπολίτης αλλά μετά από τα πρώτα επεισόδια αρχίζει και αλλάζει η διάθεσή του και γίνεται πιο υποκειμενικός, έχει ένα στάδιο κατά το οποίο προσπαθεί να επαναφέρει τον ήρωα στην τάξη κάτι που δε συμβαίνει όμως γιατί αν συνέβαινε θα σταματούσε εκεί το έργο.
Επομένως, ο ήρωας τραβάει το δρόμο του δηλαδή οδεύει προς την καταστροφή του, την τραγωδία και ο χορός από εκεί και μετά γίνεται κριτής και στο τέλος θα ‘λεγα σκληραίνει πάρα πολύ, αγνοεί και αδιαφορεί πλήρως για τον ήρωα. Αλλά αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τον Χορό και τον ήρωα, έχει να κάνει και με μια κωδικοποιημένη γραφή στην τραγωδία.
Γενικά η γραφή στην τραγωδία έχει να κάνει αρχικά με μία πιο προσωπολατρική κατάσταση και προς το τέλος αρχίζει να ανοίγει ο φακός και βλέπουμε το τοπίο όπου μέσα σε αυτό ανήκουν και οι ήρωες. Δεν είναι πια τόσο πρωταγωνιστικά τα έργα. Δεν είναι τόσο προσωπολατρικά όπως είναι στο σινεμά για παράδειγμα. Δηλαδή αρχίζει και ανοίγει το πλάνο και βλέπουμε την κατάσταση των πραγμάτων.
Σ’ αυτή την ανοιχτή οπτική πια όπου εμπεριέχονται και οι πράξεις και οι ίδιοι οι ήρωες ως μικρές οντότητες σε ένα γίγνεσθαι μεγαλύτερο, ε… σε αυτό το σημείο μιας παράστασης είναι και το κέρδος του θεατή. Δηλαδή είναι αυτό που λέμε η γνώση που παίρνει ένας θεατής από μία παράσταση.
Στο «Θρόνο των Ατρειδών» τώρα: καινούργια πρόταση: δύο χοροί διαφορετικών φύλων, ελλειπτική αφήγηση. Έμεινα στον Χορό – φρουρά όσον αφορά στον αντρικό Χορό και όχι τον Χορό τον μεγαλειώδη του Αισχύλου με τα δισέλιδα και τρισέλιδα χορικά… από την εμπειρία μου θα σας αναφέρω ότι ένα χορικό μόνο του Αισχύλου, η πάροδος ας πούμε του Αγαμέμνονα διαρκεί 20 λεπτά χωρίς κανείς να κάνει και το τελετουργικό των κινήσεων, 20 λεπτά ροής παίζοντας αυτό το χορικό. Εάν διατηρήσει και το τελετουργικό ενδεχομένως μόνο το χορικό θα έπαιρνε 3 τέταρτα. Καταλαβαίνετε θα έπρεπε να ήμασταν μία μέρα εκεί για να βλέπαμε τραγωδία. Παρόλα αυτά θα επιχειρηθεί αυτό αργότερα αλλά θέλει άλλες συνθήκες. Πέρα από τα χορικά που ακούγονται στην παράσταση ακούγεται επίσης και χορικό αυτόνομο, ηχογραφημένο και το οποίο εκτελεί ο ομιλών.
Τον Χορό λοιπόν στον «Θρόνο των Ατρειδών» των αντιμετωπίσαμε κατ’ αρχάς ως τελετουργικό πρόσωπο, δεύτερον ως πρόσωπο “δρων”, δηλαδή ως πρόσωπο “πάσχον” με όλη αυτή την αινιγματική διάθεση που έχει το πρόσωπο του χορού, αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι υπάρχει ολόκληρο θέμα με τις Χοηφόρες οι οποίες υποτίθεται ότι είναι γυναίκες που κάνουν χοές πάνω από τον τάφο ενός νεκρού και αποδεικνύεται ότι είναι αυτές είναι που κατ’ αρχήν κάνουν φονιά τον Ορέστη και οι οποίες προσωποποιούν το θέμα με την Κλυταιμνήστρα διότι ο Ορέστης δεν έχει έρθει να σκοτώσει ειδικά τη μητέρα του, ενδεχομένως τον Αίγισθο έχει έρθει να σκοτώσει. Καταλήγει να σκοτώσει και τη μητέρα του, πράγμα για το οποίο ευθύνεται ο χορός των Χοηφόρων και πιο συγκεκριμένα η Ηλέκτρα παρακινεί προς τα εκεί το θέμα.
Cul.N.: «Θρόνος Ατρειδών»: Η λέξη «θρόνος» βλέπουμε πως αποτελεί τη μία από τις δύο λέξεις του τίτλου της παράστασης. Θεωρείτε πως η εξουσία είναι η λέξη – κλειδί για την εξέλιξη και προσέγγιση του τραγικού αυτού μύθου;
Α.Ρ.: Νομίζω πως δεν έχει καμία σχέση η εξουσία. Θα μπορούσε να είναι και μια απλή οικογένεια και εξουσία θα μπορούσε να υπάρχει εκεί όπως θα μπορούσε να υπάρχει και στο πιο απλό σπιτάκι στην άκρη του Θεού. Έτσι λοιπόν, όπου υπάρχει οικογένεια, όπου υπάρχει σύνολο, όπου υπάρχουν σχέσεις ανθρώπων υπάρχει εξουσία. Ο «Θρόνος των Ατρειδών» έχει μάλλον την εξής έννοια∙ Είναι ένας θρόνος ο οποίος διεκδικείται κατ’ αρχήν από τον Αγαμέμνονα ο οποίος, ενώ είναι βασιλιάς, ο τίτλος δε λέει «Αγαμέμνων ο βασιλιάς», δε λέει τίποτα. Ενώ, υπάρχει ο «Οιδίπους Τύραννος». Κι εδώ να πούμε πως ο ένας ποιητής από τον άλλο έπαιρνε συνέχεια ιδέες και δημιουργικά προχωρούσαν προς τα μπρος οι άνθρωποι. Δεν υπήρχε δηλαδή αντιγραφή, υπήρχε ότι ο ένας διεύρυνε την προοπτική του επόμενου.
Έτσι λοιπόν ο Θρόνος των Ατρειδών αρχίζοντας από τον Αγαμέμνονα ο οποίος επιστρέφει στο παλάτι του αλλά δολοφονείται, διεκδικείται από την Κλυταιμνήστρα. Περνάμε λοιπόν από πατριαρχικό σε μητριαρχικό θρόνο. Μετά υπάρχει και ο Αίγισθος, ένα ανάμικτο, μπάσταρδο πράγμα μεταξύ πατριαρχίας και μητριαρχίας και στο τέλος δολοφονείται και η Κλυταιμνήστρα και καταλήγουμε στο θρόνο των Ατρειδών από τον Ορέστη ο οποίος όμως εμμέσως πλην σαφώς τον προσφέρει στην Αθηνά από τον Αισχύλο. Και εμμέσως πλην σαφώς θεωρεί ο Αισχύλος , ότι αρνείται ο Ορέστης έχοντας γνώση πως περί του τι εστί θρόνος να κάτσει στον θρόνο των Ατρειδών. Επομένως, στην «Ορέστεια» είναι πολύ καθαρό ότι ένας αρκετά καλός τίτλος είναι «Ο θρόνος των Ατρειδών» μετά από τον αριστουργηματικό τίτλο «Ορέστεια».
Cul.N.: Ξεκινώντας από τη θυσία της Ιφιγένειας και τη συνήθη προσέγγισή της ως την γνήσια πατριώτισσα που θυσιάζεται θέλοντας να σώσει την πατρίδα της και το λαό της, πόσο επίκαιρη ηρωίδα πιστεύετε πως είναι και πόσο συχνά οι θυσίες αθώων σήμερα προβάλλονται ως πατριωτικές λύσεις σωτηρίας ;
Α.Ρ.: Οι θυσίες θα γίνονται πάντα εφόσον υπάρχουν αυτά τα πρόσωπα που μπορούν να θυσιαστούν και οι θυσίες εννοούνται ποικιλοτρόπως όχι μόνο σ’ έναν πόλεμο, μια σφαγή κ.λ.π. Θυσιάζονται διάφοροι άνθρωποι για διάφορα πράγματα αλλά κανείς δεν ξέρει εάν είναι καλώς ή κακώς, κανείς δεν το μαθαίνει. Εγώ θα ’λεγα με χιούμορ, πως ήρωας ή ηρωίδα σήμερα μπορεί να θεωρείται ο κάθε άνθρωπος που κατορθώνει και βιώνει και ζει παραμένοντας σε σχέση με τον εαυτό του και σε σχέση και με τους άλλους, ειλικρινής. Πιστεύω πως αυτός είναι ήρωας και ο σημερινός ήρωας είναι αυτός που μπορεί να επιβιώσει, όντας όμως ευτυχής. Επομένως, τη «στενεύω» την ερώτηση και λέω ότι ήρωας είναι αυτός ο οποίος επιβιώνει και που είναι ειλικρινής σε σχέση με τον εαυτό του και με τους άλλους χωρίς να κρύβει κάτι. Πιστεύω δεν μπαίνει θέμα επικαιρότητας για τους ήρωες και τις ηρωίδες. Ακριβώς γι’ αυτό λέγονται ήρωες και ηρωίδες γιατί ακριβώς ξεπερνούν την καθημερινότητα. Επομένως είναι σχήμα αντιφατικό το «επίκαιρος – ήρωας».
Cul.N.: Για έναν καλλιτέχνη όπως εσείς, με χρόνια ερευνητικής δουλειάς στο αρχαίο δράμα, πού οφείλεται η διεθνής γοητεία του είδους, η θέληση αναμέτρησης μεγάλων καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο, οι αμέτρητες «αναγνώσεις» αλλά και το πάντα ζωντανό ενδιαφέρον του κοινού;
Α.Ρ.: Οφείλεται στο ότι η τραγωδία δεν είναι ένα θεατρικό είδος. Είναι ένα προ-θεατρικό είδος, δηλαδή ένα είδος τέχνης με παραγωγές – καταγωγές από άλλους χώρους, θρησκευτικούς, τελετουργικούς, από τα Διονύσια, τα Κατ’ αγρούς Διονύσια, δηλαδή έρχεται από πάρα πολύ μακριά. Επομένως, έχοντας όλη αυτή τη λάμψη από κάτω και τη δύναμη είναι ένα είδος αστραφτερό και ζωογόνο. Η τραγωδία πρέπει να είναι ζωογόνος και ως τέτοιο είδος εγώ την έχω αντιληφθεί. Δεν είναι θέατρο ακριβώς, είναι μια διαδικασία η οποία ανήκει στην ποιητική όπως λέει ο Αριστοτέλης, δε αναφέρεται πουθενά θέατρο. Στην τραγωδία μπορεί κανείς να βρει όλους τους τομείς των επιστημών, των τεχνών εν μέρει ή εν όλω ή κατακερματισμένα δηλαδή μπορεί να βρει από καλλιτεχνικό υλικό μέχρι πιθανώς και ιατρικό μέχρι και ψυχιατρικό υλικό. Όλοι οι μονόλογοι έχουν από κάτω μια άρτια ψυχολογική θεραπεία. Μπορεί κανείς να το ψάξει να το πάει σε έναν έξυπνο γιατρό και βάζοντας κάτω το τι λέει ο ήρωας να βγάλουν πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα για το τι είναι ο ήρωας, προς τα πού πηγαίνει, ποια η σχέση με τον εαυτό του, την οικογένειά του, το κοινωνικό σύνολο… Πιθανώς από αυτό μέσα να δουλέψουν και την εξέλιξή του ήρωα άσχετα αν το έργο την προβλέπει πρώτο.
Ως προς τους ανθρώπους που ανεβάζουν τραγωδία. Υπάρχουν δύο ποιότητες: Αυτοί που αναμετριούνται για να αναμετριούνται και αυτοί που ταξιδεύουν με αυτό. Αυτοί που ταξιδεύουν με αυτό νομίζω πως δεν έχουν χρόνο, δύναμη και όρεξη να αναμετρηθούν. Οι αμέτρητες αναγνώσεις υπάρχουν λόγω του ότι προβάλλει ο καθένας συχνά την προσωπική του, δική του υπαρξιακή, κοινωνιολογική, πολιτική θέση αγνοώντας προς τα πού δείχνει ο ποιητής. Επομένως υπάρχουν δύο ειδών αναγνώσεις. Η μία είναι αυτή που ψάχνει να βρει τι είπε πρώτα ο ποιητής και το διαφυλάττει αυτό, το βιώνει, το αναπαράγει, το αποκαλύπτει και στο τέλος το ουσιώνει, του δίνει σάρκα και οστά και μάλλον προς σε αυτή την κατηγορία θα ήθελα εγώ να καταταχθώ και πολύ λίγη σημασία δίνω στη συνειρμική μου κατάσταση και στο τι θα μπορούσα εγώ να σκεφτώ για τα έργα. Πολύ απλά θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως η Αντιγόνη μπορεί να είναι μία γυναίκα στην Παλαιστίνη κλπ. Αυτό θα μπορούσε όμως να το κάνει και με οποιοδήποτε άλλο έργο. Το ερώτημα λοιπόν είναι τι προέχει σε ένα έργο και συγκεκριμένα μιας αρχαίας τραγωδίας.
Το ενδιαφέρον του κοινού τώρα έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το ένστικτο. Ο θεατής διαισθάνεται όλη αυτή την καταγωγή της τραγωδίας. Διαισθάνεται το αρχετυπικό των δομών, των θέσεων που έχει αλλά αυτό που δεν έχει γνωρίσει ακόμα όπως και οι αμέτρητες αναγνώσεις νομίζω δεν το έχουν γνωρίσει, είναι πόσο σύγχρονα είναι από μόνα τους αυτά τα έργα, όχι τι λένε ή πώς το λένε. Γι΄ αυτό έχουν γραφεί χιλιάδες βιβλία αλλά πόσες πλευρές έχει αυτό που λένε και πόσο συνδεδεμένο είναι αυτό το πολυδιάστατο των νοημάτων μέσα από το συγκεκριμένο δρόμο τεχνικής που δίνουν τα ίδια τα έργα. Στην τραγωδία πολλοί ερευνητές και καλλιτέχνες πλανώνται γιατί μπαίνουν σε μια διαδικασία κατάκτησης προσωπικής αλλά δεν αναδεικνύουν το ίδιο το πράγμα. Παλεύουν με αυτό, αγωνίζονται με αυτό κι έτσι χάνουν και την ομορφιά του. Εάν το ακολουθήσουν ίσως βρουν πολύ πιο σύγχρονα πράγματα από αυτά που προβάλλουν οι ίδιοι στα έργα και θα εκπλαγούμε εάν υπάρχει προς αυτή την κατεύθυνση μετά από χρόνια ένα αποτέλεσμα γιατί θα δούμε πως είναι ακόμα πιο μπροστά και από τη σημερινή εποχή. Κι αυτό που λέω δεν το εννοώ ως μία ρομαντική – δογματική ή αρχαιολατρική άποψη, το εννοώ στα τεχνικά του μέρη. Ας πούμε η αντίληψη του ήχου είναι άγνωστη ακόμα και δεν εννοώ ο τρόπος που μιλάνε, που αναρωτιούνται όλοι πώς μιλούσαν οι αρχαίοι, εννοώ ότι υπήρχαν γωνίες στο θέατρο που έπαιζαν μεγάλη σημασία. Χωριζόταν το θέατρο σε ζώνες ηχητικές όπου άλλα μέρη λέγονταν εδώ άλλα εκεί και σιγά σιγά και μετά από το 3ο -4ο επεισόδιο μιλούσαν πολλοί άνθρωποι μαζί και ακούγονταν τα πάντα…
Cul.N.: Σήμερα που η κατάσταση στην Ελλάδα είναι όπως όλοι γνωρίζουμε, που η διάθεση των πολιτών της Ελλάδας είναι όπως όλοι βιώνουμε και που (και αυτό είναι ίσως το χειρότερο) δεν υπάρχει πια το περιβόητο φως στο τούνελ για το οποίο μας μιλούσαν τόσα χρόνια, ποιος είναι ο ρόλος μιας παράστασης κατά τη γνώμη σας ; Πρέπει το θέατρο, η τέχνη, τα φεστιβάλ σε τέτοιες περιόδους να έχουν έναν ακόμα πιο έντονο «πολιτικό» χαρακτήρα;
Α.Ρ.: Αυτή η ερώτηση είναι πάρα πολύ σοβαρή, δύσκολη κατά τη γνώμη μου και έχει πολλές απαντήσεις. Μία τυπική απάντηση θα μπορούσε να είναι πως μία βαθιά καλλιτεχνική πράξη, μια βαθιά καλλιτεχνική κίνηση είναι αδύνατον να μην περικλείει μέσα της πολιτική χροιά γιατί μια πράξη τέχνης ή μια πνευματική κίνηση που έχει εκκίνηση τη συνείδηση δεν μπορεί να μην έχει πολιτική χροιά γιατί επηρεάζεται σαφώς από τον κοινωνικό περίγυρο αυτόματα. Τώρα αν θα πρέπει να έχει πιο έντονο πολιτικό χαρακτήρα δε το νομίζω γιατί έχουν ήδη έντονο πολιτικό χαρακτήρα. Εάν βλέπει κανείς τα διάφορα φεστιβάλ ενδεχομένως και στο Ηρώδειο, ενδεχομένως και στην Επίδαυρο, όπου παίζει ο τάδε συνθέτης ή ο τάδε τραγουδιστής του οποίου η προέλευση και η ποιότητα είναι γνωστή και ο οποίος επανειλημμένως προσκαλείται αυτό δεν είναι ήδη μία πράξη με έντονο πολιτικό χαρακτήρα; Η πολιτεία ως πρόσωπο τέχνης επιβάλλει και πολιτική. Επομένως, είναι στενά τα πλαίσια και είναι μία συζήτηση η οποία μπορεί να γίνει με διαφορετικό πνεύμα. Παρόλα αυτά θα’ λεγα αυτό που ξεκίνησα. Ότι μία πνευματική πράξη έχει αυτομάτως βαθύ πολιτικό χαρακτήρα. Στην ερώτησή σας αυτή, μου άρεσε πολύ η φράση «η διάθεση των πολιτών αυτής της χώρας είναι όπως όλοι βιώνουμε» Αυτή η φράση τα λέει όλα. Όπως όλοι βιώνουμε… Αυτό επηρεάζει δυστυχώς και τους παράγοντες της τέχνης. Και αυτοί το βιώνουνε. Επομένως, θα πρέπει να υπάρχουν ειδικές διεργασίες για να περάσουν αυτοί οι άνθρωποι σε μία άλλη κατάσταση για να προσφέρουν κάτι. Διότι μιλάμε για προσφορά από εδώ και μετά.
Cul.N.: Θεωρείτε πως οι νέοι άνθρωποι έψαχναν και ακόμα ψάχνουν μια αφορμή για να εκφράσουν αυτό που τους πνίγει; Πως τώρα ήρθε η ώρα και θα το κάνουν είτε μέσα από μια ταινία, είτε από μια θεατρική ομάδα; Είστε άνθρωπος του κέντρου (ζείτε στα Εξάρχεια αν δεν κάνω λάθος). Πώς βλέπετε όλη αυτή την κινητικότητα των νέων ανθρώπων τόσο μέσα από την τέχνη (πλήθος φεστιβάλ ,συγκροτήματα, θεατρικές/χορευτικές ομάδες) αλλά και όσο με την τελευταίες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας στις πλατείες της χώρας; Βλέπετε ελπίδα μέσα από όλα αυτά;
Α.Ρ.: Να πω αρχικά πως δεν αρνούμαι και δεν είμαι καθόλου ενάντια στο να εκφραστεί ένας νέος άνθρωπος. Θα βάλω όμως έναν περιορισμό εδώ και θα πω ότι ο νέος άνθρωπος θα πρέπει να βάλει ένα όριο στο μέχρι πότε θα είναι νέος. Πόσο θα διαρκέσει η νεότητά του γιατί νεότητα, με τον τρόπο που λέμε ένας νέος ψάχνει να εκφραστεί, προσωπικά για μένα είναι τα 22 με 23. Μετά από εκεί δεν μπορούμε να μιλάμε για αφέλεια, αυθορμητισμό ή τρέλα αναφερόμενοι σ’ έναν άνθρωπο που θέλει να ανακατευτεί στα θέματα της τέχνης. Υπάρχει μια «συνειδητότητα» στα 23 – 24 αδιαμφισβήτητη και με την οποία πρέπει να έρθει σε έναν διάλογο ο κάθε νέος άνθρωπος και να αποφασίσει κατά πόσο θα παραμείνει νέος και υπό άλλη έννοια ή απλώς θα καταναλώσει τη νεότητά του έχοντας ως επιχείρημα το ότι είναι νέος.
Τώρα σε σχέση με την αναζήτηση έκφρασης των νέων. Ναι, οι νέοι πάντα ψάχνουν να εκφράσουν αυτό που τους πνίγει και αυτό πρέπει να κάνουν. Είναι ορισμένοι όμως αυτοί που θα κάνουν αυτό που θέλουν και πάντα θα είναι ορισμένοι όσο και να προχωρήσει η τεχνολογία ή οι κοινωνίες πάντα ορισμένοι άνθρωποι θα κάνουν ορισμένα πράγματα και οι άλλοι θα νομίζουν ότι κάνουν ή θα κάνουν ό, τι κάνουν για πολλούς άλλους λόγους. Γιατί ξέρουμε ότι ένα 70% που τώρα ασχολείται με τα θέματα της τέχνης ή γενικότερα της έκφρασης, ανήκει σε αυτό το είδος που θα έλεγα εγώ του «τα έχω κάνει όλα και μου έμεινε η τέχνη». Επομένως καταλαβαίνετε ότι υπάρχουν πάρα πολλοί αυτού του είδους σε όλα τα μήκη και πλάτη της τέχνης που ασχολούνται με τη ζωγραφική, τη μουσική, το θέατρο, κ.λ.π. είτε γιατί δεν έχουν τίποτε άλλο να κάνουν είτε για τη δική τους φιλαρέσκεια και τον εγωισμό.
Κλείνοντας τη συνέντευξη μας αυτή θα ήθελα να αναφερθώ στους συντελεστές της παράστασης και αρχικά στο πολύ σπουδαίο και καίριο θέμα για την εικόνα μιας παράστασης, το θέμα της μάσκας. Θα’ θελα να αναφερθώ και να θεωρήσω τύχη στις μέρες μας τη συνεργασία μου με τον Νεκτάριο Διονυσάτο. Με χαρακτηριολογική και ακόμα σπανιότερο, με ιστορική θέση και άποψη έπλασε με σπουδαία δεξιοτεχνία, ταλέντο και έμπνευση ένα ένα τα πρόσωπα ηρώων και χορού, μακριά από τις γνωστές συνηθισμένες μάσκες, σαν ολόκληρα γλυπτά κεφάλια, έργα τέχνης δηλαδή, που θα μπορούσαν να εκτίθενται και από μόνα τους, αυτά δεν γίνονται στις μέρες μας, και αυτό λέγεται καλή τύχη.
Επίσης, θα ήθελα να μιλήσω για τον θίασο και να πω πως καταβάλει μεγάλη προσπάθεια, είμαι πολύ ευχαριστημένος και υπερήφανος απ’ όλα τα παιδιά και θα ήθελα με χαρά να τους αναφέρω. Χορός Ανδρών: Χάρης Χαραλάμπους (Κύρηκας), Παναγιώτης Κλίνης, Νίκος Κερασιώτης, Ηλίας Κούτλας, Αντώνης Τσίλλερ, Σπύρος Ξένος
Χορός Γυναικών: Ίριδα Κυριακοπούλου, Μαίρη Φώφη Ανέστου, Ειρήνη Καράογλου Ευτυχία Παναγοπούλου, Τατιάνα Μπρέ, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Ελευθερία Μαυρίδου, Νατάσσα Μαρματάκη.
Επίσης να αναφέρω τους ηθοποιούς: Η Κόρα Καρβούνη που παίζει την Κλυταιμνήστρα, καταπληκτική ηθοποιός, εύπλαστη και με πολύ ταλέντο, η Αλεξία η Καλτσίκη, σπουδαία ηθοποιός, η οποία ερμηνεύει την Ηλέκτρα, η Στεφανία Γουλιώτη που εδώ παίζει τον πολύ δύσκολο ρόλο της Κασσάνδρας, ο επίσης ταλαντούχος και γνωστός από τον Τερζόπουλο, Αντώνης Μυριαγκός, ο καταπληκτικός ηθοποιός και με πολύ μέλλον μπροστά του, Κωσταντίνος Αβαρικιώτης και η Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου που ερμηνεύει την Ιφιγένεια. Καθώς επίσης οι συνεργάτες μου μουσικοί, Πέτρος Τσαμπαρλής (κρουστά) και Παναγιώτης Βελιανίτης (μουσική διδασκαλία). Να αναφέρω τέλος την μεγάλης φαντασίας και αίσθησης του γούστου Ιωάννα Τσάμη.