Δεν έχει σημασία ποια στέπα, ποιον ωκεανό
ή ποιον ορίζοντα.
Σημασία έχει πως από τα φαράγγια του στήθους η ανάσα
ξυπνά το ηφαίστειο της καρδιάς
ως την σκοτεινιά του στέρνου και την υγρή
πολιτεία των σπλάχνων.

Γιώργος Λίλλης

«Όταν ακούς τάξη ανθρώπινο κρέας μυρίζει», έγραψε πριν από χρόνια ο Οδυσσέας Ελύτης. Και ο Γιώργος Λίλλης συναισθανόμενος την ιδιαίτερη δυσκολία της σημερινής εποχής, τον αβάσταχτο σκοταδισμό που πνίγει το μέλλον μιας ολόκληρης ανθρωπότητας στρέφεται στο μοναδικό του καταφύγιο, την ποίηση, για να απομονώσει την οδύνη και τη μοναξιά και να ορθώσει το δικό του ανάστημα, την ύστατη κραυγή αγωνίας του, σε μια εξαιρετική λυρική διαμαρτυρία, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Περισπωμένη.

Δεν είναι τυχαίο που διαλέγει να φορέσει τη μάσκα ενός αρλεκίνου. Είναι επειδή όλοι μας φοράμε ένα κοινωνικό προσωπείο για να κρύψουμε το δάκρυ που φέρνει η αυτογνωσία στο βάθος του χρόνου. Ο ποιητής όμως φορά το προσωπείο του αρλεκίνου και πίσω από αυτό βιώνει μιαν αναπόδραστη αλλαγή. Συνταράζεται από όλα όσα βλέπει να γίνονται γύρω του και μετατρέπεται σε έναν άνθρωπο ο οποίος αναθεωρεί όλα όσα η κοινωνική του συνείδηση μπορεί να αποδεχτεί και μετατρέπεται σε έναν νέο άνθρωπο, ωριμότερο και συνειδησιακά έτοιμο να μεταστρέψει τη σήψη που βλέπει γύρω του σε νέα πρόταση ζωής. Η εποχή της αφασίας και της ανάπηρης λογικής έχει φτάσει στο τέλος της για τον ποιητή και με σαφήνεια καθορίζει πως ήρθε η ώρα να κοιτάξει κατάματα το μέλλον και να αναλογιστεί τις ευθύνες του:

«Kάποτε παρίστανα τον αρλεκίνο με επιτυχία.
Μίμος, αποστήθιζα λόγους
σαν καλός μαθητής
σε σχολική γιορτή-το ποίημα παπαγαλία.
Κάποτε είχα ταυτιστεί με τις μαϊμούδες και τις
στρουθοκαμήλους.
Θυμάμαι γελούσες ,χωρίς όμως ποτέ να με αποτρέψεις.
Γνώριζες πως έπρεπε να κυλιστώ στη λάσπη
για να εκτιμήσω την καθαρότητα
των σύννεφων».

Μετά τη λάσπη λοιπόν η καθαρότητα των σύννεφων. Και η θλίψη της μοναξιάς σ’ αυτή τη μεταμόρφωση, αφού μόνος αυτός βλέπει τη λάσπη στην οποία κυλίστηκε η ανθρωπότητα. Αναζητά «ευήκοον ου» σε μια κωφεύουσα κοινωνία και απλώνει τη σκέψη του για να γίνει ο δρομοδείχτης όχι μόνο του λάθους αλλά του νέου μονοπατιού πάνω στο οποίο αποφάσισε να περπατήσει.

«Αν φανταστείς το πόσο τσιμέντο
χρειάστηκε για να θωρακίσουμε τις μοναξιές μας
πόσα λόγια στο κενό
τότε ένα τριζόνι αρκεί για να διαβάλλει
τις μηχανορραφίες του τέρατος».

Μόνος αυτός βαδίζει με όπλο τη ποιητική του ευαισθησία. «Υπόνοιες κεραυνών» είναι όλα όσα μαζεύει ρίχνοντας τα αγκίστρια του στην παγωμένη συνείδηση των υπολοίπων. Και ο ποιητής σπαράζει. «Αλλάζει μορφές για να μην προδώσει το αληθινό του πρόσωπο» και χαθεί στη λάσπη της ασυνειδησίας. Η δική του βύθιση στον σκοτεινό συνειδησιακό του κόσμο είναι η μόνη ελπίδα για να φέρει λίγο φως στην επιφάνεια της ψυχής του. Αναμετράται με τη φθορά, με τη δύση του κόσμου και η πίκρα γίνεται το εφαλτήριο για να γιγαντωθεί η ανησυχία του για την ήττα μιας ολόκληρης εποχής.

”Όσοι δώσανε τα χέρια, δεν σύναψαν καμία συμφωνία
απλά παραδέχτηκαν την κάθε απώλεια”
”Ξεχασμένες υπογραφές σε κιτρινισμένα συμβόλαια.
Δακτυλικά αποτυπώματα
σε ασημικά που έχασαν τη λάμψη τους. Πενθώ
περισσότερο για τη φθορά τους
παρά για τη χαμένη τους αξία.”

Το πένθος που βιώνει ρημάζει τη ψυχή του αλλά όχι και τη φωνή του Ποιητή που πάλλεται μέσα του και γίνεται ολόκληρη μια κραυγή διαμαρτυρίας, το προσκλητήριο για έναν γόνιμο διάλογο που θα σταθεί η αφορμή να πέσουν οι μάσκες της καθημερινότητας και να αναδυθεί το ωριμότερο πρόσωπο όλων μας.

Αυτό που επιθυμώ είναι ο γόνιμος διάλογος.
Να βγάλουμε τις μάσκες, να αποθέσουμε τα σπαθιά στο έδαφος.
Οι γύπες χόρτασαν από σάρκες.
Ας δώσουμε την ευκαιρία στ’ αηδόνια να τραγουδήσουν.

Απευθυνόμενος σε ένα απροσδιόριστο «Εσύ» καταθέτει τις αγωνίες του. Απευθύνει σ’ αυτό ένα ερωτικό τραγούδι που στοχεύει να καταδείξει τις αγωνίες του, τις ψευδαισθήσεις και τις ανησυχίες του, τις ευθύνες και τις σχέσεις του απέναντι στον συνάνθρωπο και στις αδικίες που συντελούνται στο όνομα της παγκόσμιας τάξης.

Αναζητά τη λύτρωση κάνοντας επίκληση σε έναν άλλο άνθρωπο, που μοιάζει να είναι το ερωτικό του υποκείμενο, στην ουσία όμως μπορεί να είναι ο κρυμμένος βαθιά μέσα του αθώος εαυτός του. Η νοσταλγική ανάμνηση της αθωότητας που μπορεί να μετατραπεί σε εξεγερτική δύναμη και να σαρώσει «σαν θυμωμένος λίβας» τα πάντα στο πέρασμά του όταν ελευθερωθεί. Άλλωστε ο έρωτας πάντα αυτή τη δύναμη έχει. Και μπορεί έτσι να αποκαλύπτει την παρθενική διάσταση των πραγμάτων, να αναδεικνύει την ομορφιά μέσα από το σκοτάδι που μας περιβάλει.

Nα σε αγγίζω και να πέφτει στα χέρια μου η αγνότητα.
Να σε μυρίζω και να ελευθερώνεται θυμωμένος ο λίβας.
Να σε γεύομαι και να σουρουπώνουν τα χείλη μου.
Να σε ακούω και να τρίζει το στήθος σαν κατάρτι.
Να σε βλέπω και να γεμίζουν οι δεξαμενές της νοσταλγίας.

Ο Γιώργος Λίλλης υπογράφει μια ελεγεία για τη χαμένη αθωότητα και την ερωτική της διάσταση της επιρροής της στην αυτογνωσία και τον ανθρωπισμό και καταθέτει με αμεσότητα, ζεστή και ευθύβολη γλώσσα  και διάχυτο ρομαντισμό τις πιο βαθιές του ανησυχίες για το μέλλον της ανθρώπινης συνείδησης.

Το βιβλίο του Γιώργου Λίλλη, Αρλεκίνος, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Περισπωμένη.