Η συγγραφέας Donatella Di Pietrantonio θίγει σε αυτό το πολύ συγκινησιακά φορτισμένο μυθιστόρημα την ιστορία ενηλικίωσης ενός κοριτσιού που βρίσκεται να ακροβατεί ανάμεσα σε δύο ζωές. Η μία ζωή αφορά τους ανθρώπους που την μεγάλωσαν και η δεύτερη την επιστροφή της στη βιολογική οικογένειά της, η οποία όμως την αντιμετωπίζει όχι και τόσο φιλικά. Πρόκειται για μία αφήγηση δεμένη στενά με τον τόπο της υπαίθρου, τον τόπο της συγγραφέως που σαν ηθογράφος καταγράφει επιπλέον στοιχεία λαογραφίας και ντόπια έθιμα. Με κινηματογραφική διάθεση η συγγραφέας μας μεταφέρει νοερά στο χώρο όπου εκτυλίσσεται η ιστορία της και μας φέρνει σε επαφή με έναν κόσμο διαφορετικό από αυτό των μεγαλουπόλεων.
Αρμινούτα, το κορίτσι που επιστρέφει
Πόσο εύκολο είναι για ένα κορίτσι να πατάει σε δύο βάρκες έτσι που η ζωή του να αμφιταλαντεύεται και να ισορροπεί στο κενό; Γιατί η ζωή της πρωταγωνίστριας μόνο έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί. Ένα κορίτσι ουσιαστικά τραυματισμένο ψυχικά επιστρέφει στη βιολογική του οικογένεια με την πεποίθηση πως η μητέρα που την ανέθρεψε ήταν άρρωστη και άρα δεν μπορούσε πλέον να την μεγαλώσει.
Η Αρμινούτα – σημαίνει το κορίτσι που επιστρέφει – στην επιστροφή της στο κανονικό της σπίτι και σε μία ηλικία κρίσιμη βιώνει ένα εχθρικό περιβάλλον σαν να έχει γίνει φόρτωμα στους γονείς που την έφεραν στον κόσμο. Η μητέρα της απασφαλίζει μία μοχθηρή και απότομη συμπεριφορά και την αντιμετωπίζει ως ξένο σώμα, ως ένα μέλος που δεν αποδέχεται και σαφώς δεν είναι καλοδεχούμενο.
Η Αρμινούτα είναι η προσωποποίηση της δυσκολίας ενηλικίωσης στην οικογένεια, είναι η περιπέτεια ενός παιδιού που πασχίζει να βρει τη θέση του στην κοινωνία. Η ηρωίδα μοιάζει μόνη και παροπλισμένη απέναντι σε μια οικογένεια που δεν τη θεωρεί κομμάτι της, κάτι που για την ίδια είναι ένας μικρός θάνατος. Αυτή η οικογένεια με τα πολλά μέλη και τις συνεχείς συγκρούσεις και την οποία η συγγραφέας περιγράφει τόσο γλαφυρά είναι ένα δείγμα γραφής των όσων ενδέχεται να συμβαίνουν στην πραγματικότητα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Αυτό που πετυχαίνει η συγγραφέας με θάρρος και τόλμη είναι να αναδείξει τα μείζονα προβλήματα της οικογένειας εν γένει έτσι όπως εκείνη ίσως την είχε ζήσει ή όπως την κατέγραψε από το περιβάλλον της. Σκοπός της είναι σε καμία περίπτωση να μην εξωραΐσει καταστάσεις αλλά να επικεντρώσει το ενδιαφέρον της σε συμπεριφορές που πλήττουν παιδιά όπως η Αρμινούτα.
Ο δρόμος της επιστροφής ήταν μια πλάνη
“Η θετή μου μητέρα με είχε στείλει πίσω στους γονείς μου επειδή θα γεννούσε το δικό της παιδί, το ήξεραν όλοι αλλά όχι εγώ. Τις πιο ζοφερές ώρες μετά από αυτή την είδηση, προσπάθησα να σταματήσω με το στήθος μου. Δεν χρειαζόταν πολλή προσπάθεια, μόνο να το κρατάω αδρανές όπως κάτω από το νερό. Μετρούσα από μέσα μου, περιμένοντας πότε το υπόλοιπο οξυγόνο θα διαλυθεί στο αίμα και θα με βυθίσει στον ύπνο, ολοένα και πιο βαθύ μέχρι να γίνει θάνατος”.
Η επιστροφή της κλυδωνίζεται λοιπόν από μια ψυχολογική αναταραχή και αναστάτωση και γκρεμίζεται όλο το οικοδόμημα της εμπιστοσύνης που είχε χτίσει μέσα της. Η ίδια ζει ένα μικρό δράμα και αγωνίζεται να ορθοποδήσει. Καταποντίζεται η ίδια και κατακρημνίζεται ψυχικά στην ιδέα πως το ψέμα ήταν αυτό που κυριάρχησε και εκείνη αποτελεί το τέλειο θήραμα και θύμα του.
Τα λόγια της Αρμινούτα αποκαλύπτουν την πληγωμένη της ψυχοσύνθεση και προσπαθεί να σταθεί όρθια στο χαστούκι της ζωής που ήρθε να της δηλώσει πως εκείνη έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Άρα από τη μία η βιολογική της οικογένεια την έχει στο περιθώριο και την αποξενώνει ενώ από την άλλη η οικογένεια που τόσα χρόνια την μεγάλωσε και την ανάθρεψε της “εξασφαλίζει” μία πλάνη.
Η συγγραφέας κατορθώνει να περάσει στον αναγνώστη όλο τον εσωτερικό ψυχισμό και τον παλμό της καρδιάς της Αρμινούτα, ενός κοριτσιού που βρίσκει απάγκιο στην αδερφή της Αντριάνα. Δεν είναι εύκολο να ξεπεράσει τον ιδανικό κόσμο που είχε πλάσει μέσα της, δεν μπορεί να αποδεχθεί πως δεν έχει αγαπηθεί όπως θα της άξιζε αλλά από την άλλη βρίσκει τη δύναμη να υπερπηδά τα συναισθηματικά εμπόδια με σθένος.
“Κοντοσταθήκαμε η μία απέναντι από την άλλη, τόσο μόνες και τόσο κοντά, εγώ βουτηγμένη ως το στήθος, εκείνη ως τον λαιμό. Η αδερφή μου. Σαν ένα σπάνιο λουλούδι, που φύτρωσε σε μια χούφτα γης, σκαρφαλωμένο στον βράχο. Από εκείνη έμαθα τι πάει να πει αντοχή. Τώρα μοιάζουμε λιγότερο στην όψη, μα είναι ίδια η αίσθησή μας από το ξέβρασμα μας σ’ αυτόν τον κόσμο. Στο μαζί βρήκαμε τη σωτηρία”.
Διαφαίνεται μια έντονη μοναχικότητα αλλά ξεπηδά μέσα από τα λεγόμενά της η ανάγκη για την επόμενη μέρα. Και αρματωμένη με αυτή την ελπίδα για ζωή και για το μέλλον και έχοντας πλάι την αδερφή της για στήριγμα κλείνει η αφήγηση της Αρμινούτα προσπαθώντας όχι τόσο να ξεχάσει όσο να μην θυμάται όσα της σημάδεψαν το παρελθόν γνωρίζοντας όμως καλά ποια είναι η μοίρα της.
Αποσπάσματα
“Τα χρόνια της ζωή μου ως μοναχοπαίδι δεν με είχαν μάθει πώς να αμύνομαι, δεχόμουν τις επιθέσεις ανήμπορη και θυμωμένη”
“Δεν είχα κανέναν λόγο να υπάρχω σ’ αυτόν τον κόσμο. Επαναλάμβανα αργά αργά τη λέξη μαμά εκατό φορές, ώσπου έχανε κάθε νόημα και γινόταν μόνο μια γυμναστική χειλιών. Ήμουν ορφανή από δύο μητέρες εν ζωή. Η μία με είχε εγκαταλείψει με το γάλα της ακόμα στη γλώσσα μου και η άλλη με είχε δώσει πίσω στα δεκατρία μου”.