Το «Art», ένα πολυβραβευμένο έργο της Γιασμίνα Ρεζά, παρουσιάζεται στο Μικρό Παλλάς, σε μετάφραση Σταμάτη Φασουλή και σκηνοθεσία Θοδωρή Αθερίδη, ο οποίος πρωταγωνιστεί μαζί με τους Άλκι Κούρκουλο και Γιώργο Πυρπασόπουλο. Μια εκρηκτική, εμπνευσμένη, με ουσιώδες θεματικό κέντρο, δραματική κωμωδία. Ή ένα δράμα με αστείο τρόπο γραμμένο, όπως προτιμούσε εκείνη να το αποκαλεί. Θα μπορούσε βέβαια να το χαρακτηρίσει κανείς και ως ένα θέατρο πρόζας με φιλοσοφικές πινελιές. Οι Times το ονόμασαν κωμωδία, φαινόμενο του 20ου αιώνα.
Η γαλλίδα συγγραφέας Γιασμίνα Ρεζά έγραψε αυτό το θεατρικό το 1994, μέσα σε ενάμιση μήνα χωρίς να φαντάζεται πόσο πολύ αυτό θα επηρέαζε την παγκόσμια δραματουργία. Τόλμησε να ασχοληθεί με την ανδρική φιλία, επιλέγοντας τρεις φιλότεχνους αστούς διανοούμενους, οι οποίοι δοκιμάζονται σκληρά στο στίβο της. Τους αναγκάζει μέσα από μια άτυπη ψυχανάλυση να «απογυμνώσουν» την ψυχή τους, ώστε να δουν καθαρά στο μέτρο του δυνατού την αλήθεια. Αναρωτιούνται κατά πόσο αυτή η φιλία είναι αθώα και άδολη ή συνίσταται από εγωισμό, κυνικότητα, εμμονές και εξουσιαστικές τάσεις.
Η αγορά ενός πανάκριβου ζωγραφικού πίνακα, εξαιρετικά «αφηρημένου», από έναν από τους τρεις φίλους, θα προκαλέσει σαρωτική κρίση ανάμεσά τους. Και αυτό συμβαίνει καθώς η διαφορετική αισθητική αντίληψη των ανθρώπων για την τέχνη και τα προϊόντα της, πάντοτε εγείρει διαφωνίες υπαρξιακού / κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα. Και οπωσδήποτε αυτή η επώδυνη κατάσταση για τους ήρωες, απλώνεται και χαρακτηρίζει όλο το φάσμα της ζωής τους με ποικίλες αντιδράσεις. Τα προβλήματα που αναφύονται απαιτούν επειγόντως να αντιμετωπιστούν και γιατί όχι και να λυθούν. Το ζητούμενο είναι να μην διασαλευτούν οι «σταθερές δομές», που σχηματίζονται στις μακροχρόνιες επαφές μεταξύ φίλων.
Οι Άλκις Κούρκουλος -Μαρκ-, Θοδωρής Αθερίδης -Σερζ-, και Γιώργος Πυρπασόπουλος -Ιβάν-, αποτελούν ένα αχτύπητο τρίδυμο, με μια καταπληκτική επικοινωνία που μεταδίδεται πληθωρικά στο θεατή. Το κοινό εισπράττει καταιγιστικά τη σύμπνοια, αλλά περισσότερο τη συνθήκη της συγκρουσιακής έντασης των τριών προσώπων, σε όλη της την ψυχολογική διαταρακτική υπόσταση. Βγαίνουν στη φόρα καταπιεσμένα συναισθήματα, πάθη, παράπονα και αναπάντητα ερωτηματικά. Τρεις φίλοι, τρεις διαφορετικές προσωπικότητες, μία συντελειακή ιδεολογική διαμάχη. Επίκριση – θαυμασμός, αγάπη – εχθρότητα, θυμός – ηρεμία, είναι μερικά από τα δίπτυχα, η παρουσία των οποίων διέπει τον ψυχικό εξοπλισμό των ηρώων.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο λευκός πίνακας του Σερζ, γίνεται το μήλο της έριδος, καθώς το «περιεχόμενό» του προκαλεί προστριβές που αφορούν στη συμβολή της τέχνης στην πραγματική ζωή. Τίθεται το ερώτημα κατά πόσο το χρηματιστήριο της τέχνης προωθεί την πραγματική εξέλιξή της και δεν είναι μόνο ένα στυγνό εμπόριο με μοναδικό κίνητρο τη ματαιοδοξία του χρήματος. Όλα αυτά κρύβουν τα κάθε είδους αδιέξοδα, εκούσιους και ακούσιους περιορισμούς των προσώπων, που αγωνίζονται με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, να προστατεύσει την ύπαρξή του και το αίσθημα του ανήκειν.
Η σκηνοθετική γραμμή απέδωσε με δόκιμο τρόπο, το ήθος , την ελευθερία της έκφρασης και τα ελατήρια δράσης. Ανέδειξε την ποιότητα των διαλόγων και έχτισε στέρεα έναν έτσι κι αλλιώς δραματικό ιστό, διανθίζοντάς τον με κωμικά ευρήματα που δεν αφήνουν το έργο να «βαρύνει» επικίνδυνα. Ο Θοδωρής Αθερίδης πάτησε πάνω στην ακμαιότητα ενός πολυεπίπεδου κειμένου και στη ρέουσα, εναρμονισμένη στην ελληνική γλώσσα μετάφραση του Σταμάτη Φασουλή.
Οι ερμηνείες απογειώνουν το νοηματικό πυρήνα του θεατρικού, έτσι ώστε, ο ένας να συμπληρώνει τον άλλον. Η ευθύβολη υποκριτική τους ικανότητα, δημιουργεί μία ατμόσφαιρα πολύ οικεία στο κοινό, που βιωματικά έχει ζήσει ανάλογες αντιπαραθέσεις.
Ένας υπέροχος και απολαυστικός Γιώργος Πυρπασόπουλος σε έναν ιδιότυπο ρόλο, συγκινεί. Άμεσος, αυθόρμητος, εκπροσωπεί τον ανθρώπινο τύπο, που αδύναμος να πάρει τη ζωή στα χέρια του, γίνεται συγκαταβατικά συμφιλιωτικός.
Ο Μαρκ του Άλκι Κούρκουλου, γήινος, καυστικός και ενίοτε κυκλοθυμικός, αποδίδει ρεαλιστικά το προφίλ του χαρακτήρα, εκφράζοντας τη φωνή της λογικής. Αυτάρεσκος, εύστοχος και διασκεδαστικός μέσα στον υπαρξιακό του λαβύρινθο, επιδιώκει να αποδείξει τα αυτονόητα, όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο.
Ο Θοδωρής Αθερίδης ενσαρκώνει το Σερζ, τον αγοραστή του πίνακα που προσπαθεί να ντύσει τη συναισθηματική του γύμνια με την όποια καλλιτεχνική ξιπασιά συναντήσει. Δεν είναι τυχαίο που ο πίνακας είναι λευκός, άδειος από φόρμα, νόημα, και χρώματα., όπως είναι η φενάκη που εκείνος αποκαλεί προσωπική ζωή. Με μια επηρμένη συνέπεια, για τις ανάγκες του ήρωα που ενσαρκώνει, συμπληρώνει με μαεστρία το μωσαϊκό της παρέας. Μπορεί να πει κανείς πως ταυτίζεται με την άποψη του Αλμπέρ Καμύ, ότι «η τέχνη είναι μια εξομολόγηση». Η συμπεριφορά του πάντως αυτό φανερώνει, ευελπιστεί το νέο του απόκτημα να μπορέσει να εξισορροπήσει τη μιζέρια της μοναξιάς του.
Τα σκηνικά, της Μαρίας Φιλίππου -λιτά / ενδεικτικά της περίστασης-, τα κοστούμια του Άγι Παναγιώτου -κατάλληλα- και οι «αποκαλυπτικοί» φωτισμοί του Χρήστου Τζιόγκα, μαζί με την ενθουσιώδη μουσική του Θοδωρή Αθερίδη παράγουν ένα συμμετρικό σύνολο.
Το «Art», είναι μια νευρώδης, ξεσηκωτική θεατρική δημιουργία που με την τολμηρή δυναμική της σπάει κόκκαλα και με σεβασμό στο ανομοιόμορφο της ανθρώπινης οντότητας, κυριολεκτικά ψυχαγωγεί.